Ξύπνησα από ένα περίεργο όνειρο.
Ήμουν, λέει, σε ένα τεράστιο σπίτι, παλιά βίλα, με 3 πατώματα από παλιό μεγάλο και χοντρό ξύλο στο εσωτερικό του. Αυτό το σπίτι είχε τεράστιο κήπο μπροστά του με ένα μεγάλο δέντρο μέσα στη μέση που έκανε ωραίο ίσκιο. Είχε πολλά κρεβάτια και διαφορετικούς χώρους. Σ αυτό το σπίτι, που ήξερα ότι ήταν το δικό μου, υπήρχε πολύ κόσμος που έμπαινε και έβγαινε, αλλά και διάφοροι φιλοξενούμενοι. Οι χώροι που χρησιμοποιούσα-με ήταν το ισόγειο και ο πρώτος όροφος. Το υπόγειο το είχαμε αποκλείσει από το υπόλοιπο σπίτι. Κάποιοι από τους φιλοξενούμενους ζούσαν στο υπόγειο κάποτε αλλά όχι πια. Τώρα υπήρχαν πολλά ποντίκια και ο χώρος ήθελε φτιάξιμο.
Το υπόλοιπο σπίτι, όσο παλιό και να ήταν, έδινε την αίσθηση της ασφάλειας και της ομορφιάς. Τα κρεβάτια του ήταν παλιά αλλά κλασσικά. Τα ταβάνια του ήταν ψηλά, οι εσωτερικές πόρτες ξύλινες με διάφορα σχέδια από ξύλο και ψηφιδωτό γυαλί. Η τραπεζαρία φαινόταν βαριά αλλά αριστοκρατική.
Η εικόνα από το εσωτερικό του σπιτιού ήταν μια καινούρια εικόνα. Είχε γίνει ανακαίνιση μέσα στο σπίτι, όπως έλεγαν όλοι μεταξύ τους αλλά όπως σκεφτόμουν κι εγώ μέσα στον ύπνο μου. Σκεφτόμουν ότι αυτό το σπίτι το ήξερα και δεν ήταν πάντα έτσι. Είχαν την ¨λογική¨ να συγκρίνω το πριν και το μετά.
Ο κήπος φαινόταν καθαρός και καλοκαιρινός. Είχε κιτρινισμένα χόρτα πάνω στην γη αλλά δεν αισθανόμουν την εγκατάλειψη. Και ο κήπος μου φαινόταν οικείος. Μια αίσθηση ότι έχω παίξει εκεί. Μια αίσθηση ότι έχω περάσει ωραία σε αυτόν τον κήπο ως παιδί. Σα να τον κοίταζα με νοσταλγία για τα παιδικά μου χρόνια.
Το υπόγειο, όμως, ήταν μια άλλη υπόθεση. Το υπόγειο το σκεφτόμουν και ένιωθα άσχημα. Ένιωθα ένα είδος φόβου και αναβολής για να το καθαρίσω. Ένιωθα τύψεις που το είχα κλείσει έτσι. Μέσα στο όνειρο κατέβηκα κάτω για να δω τι κατάσταση επικρατούσε. Η εικόνα ήταν σαν ταινία από τον μεσαίωνα ή από Indiana Jones. Κράταγα μια δάδα με φωτιά στα χέρια μου ενώ τα σκαλιά που κατέβαινα ήταν στρογγυλά και από πέτρα. Ο τοίχος ήταν από πέτρα και δεν υπήρχε πουθενά φως. Ήξερα ότι έχει ποντίκια εκεί μέσα και τα ποντίκια δεν μου αρέσουν καθόλου. Τα σιχαίνομαι. Με τη δάδα μπορούσα να φωτίσω διάφορα σημεία και έβλεπα πολύ καθαρά την εγκατάλειψη του υπογείου μου. Αράχνες παντού. Ένα τεράστιο τραπέζι μοναστηριακό στον κεντρικό χώρο. Πολλές καμάρες που χώριζαν τα δωμάτια ενώ πόρτες δεν υπήρχαν. Σκοτάδι. Εγκατάλειψη. Οι τοίχοι ήταν από πέτρα. Σα να ήμουν σε μπουντρούμι. Γνώριζα ότι ένα ζευγάρι από τους φιλοξενούμενους μου είχαν μείνει στο υπόγειο για κάποιο διάστημα. Απορούσα, πώς μπορούσαν? Πώς άντεχαν? Και απ’ την άλλη, αν ζούσε κάποιος εκεί πριν από τόσο λίγο χρονικό διάστημα, πώς ήταν τόσο έντονη η εικόνα της εγκατάλειψης?
Ξαναγύρισα στο ισόγειο αλλά η σκέψη, ο φόβος και τα ποντίκια του υπογείου, με ακολουθούσαν. Η καθαριότητα του υπογείου είχε την αίσθηση της αγγαρείας στο μυαλό μου. Μίλαγα με φίλους και συγγενείς που ήταν στο σπίτι αλλά το μυαλό μου ήταν και στο υπόγειο. Τέτοια εγκατάλειψη? Τέτοιος χώρος να πάει χαμένος και να θέλω και να τον ξεχάσω τελείως? Περίεργο. Άβολο. Αλλά και πολύ δυνατό το συναίσθημα. Φαινόταν, όμως, ότι μόνο εγώ είχα αυτή τη “σχέση” με το υπόγειο.
Ξύπνησα από το τηλέφωνο που χτύπησε. Έμεινα στο κρεβάτι σαν χαμένη. Κοίταζα στο κενό προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε γίνει. Είχα την αίσθηση ότι αυτό το σπίτι το είχα ξαναδεί στον ύπνο μου με διάφορες παραλλαγές. Αλλά δεν θυμόμουν να υπήρχε ένα υπόγειο. Δεν θυμόμουν να πηγαίνω στο υπόγειο και δεν θυμόμουν να υπάρχει τόσο έντονα η αίσθηση του φόβου αλλά και των ποντικών.
Η σκέψη ήρθε άμεσα σαν απάντηση στο όνειρο. Ή, μάλλον, η διαίσθηση αφού ήρθε ήρεμα και με ηρέμησε ακόμα πιο πολύ. Όταν ξυπνάμε, και λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος, είναι τα πιο δυνατά σημεία της διαίσθησής μας. Είναι η στιγμή που οι απαντήσεις έρχονται από το βάθος μας, από την ύπαρξή μας και όχι από το μυαλό μας.
Η απάντηση, λοιπόν, έλεγε ότι το σπίτι αυτό, το μεγάλο με τον κήπο, είναι η ψυχή μου και το υπόγειο είναι το βάθος της ψυχής μου. Κάποια χρόνια πριν είχα κάπου διαβάσει ότι κάποιοι ψυχολόγοι είχαν πει ότι το σπίτι στο όνειρο συμβολίζει την ψυχή. Το ισόγειο και ο πρώτος όροφος ήταν γεμάτα με κόσμο, φίλους και συγγενείς. Υπήρχε κίνηση και διάθεση. Υπήρχε σχέση και επαφή. Το υπόγειο, όμως, σκοτάδι. Φόβος. Απόσταση και απουσία. Αυτό που φοβάμαι να δω, αυτό που φοβάμαι να αντιμετωπίσω, αυτό που φοβάμαι να ¨καθαρίσω¨. Κι έτσι μένω με τον φόβο αλλά και τα ποντίκια. Φοβάμαι το βάθος της ψυχής μου, το σκοτεινό της κομμάτι και δεν το καθαρίζω με αποτέλεσμα να το φοβάμαι ακόμα περισσότερο. Ένα φαύλος κύκλος απλά και μόνο για να μην αντιμετωπίσω τα ποντίκια του μυαλού μου. Αν και μου δίνω ένα ελαφρυντικό. Τόλμησα να κατέβω μόνη μου, με τη δάδα μου να φωτίζει μόνο τα απαραίτητα, στο μπουντρούμι μου. Μαζί με τον φόβο. Μαζί με το σκοτάδι, κατέβηκα. Είδα. Αυτό το μπουντρούμι ήταν δική μου ¨υποχρέωση¨, στο όνειρο. Τους άλλους δεν έμοιαζε να τους ενδιαφέρει ή να τους αποκρούει η ύπαρξή του.
Ένα όνειρο και μια ιστορία που επαναλαμβάνεται. Ο φόβος μου από το βάθος και το σκοτάδι της ψυχής μου. Θα το πάω και λίγο πιο βαθιά και θα πω ότι τον τελευταίο καιρό προσπαθώ να έρθω σ’ επαφή με τις επιθυμίες και τους στόχους που είχα μικρή. Προσπαθώ να έρθω σ’ επαφή με τον δυναμισμό μου αλλά και με την αποφασιστικότητα που είχα μικρούλα. Τίποτα δεν με σταματούσε από το να δοκιμάσω αυτό που ήθελα και τίποτα δεν με σταματούσε από το να απολαμβάνω καινούριες εμπειρίες και στιγμές. Η ζωή ήταν πάντα μια έκπληξη αλλά ήξερα κι εμπιστευόμουν εμένα, την ύπαρξή μου. Μια περιπέτεια με διάθεση εξερεύνησης.
Αισθάνομαι, λοιπόν, ότι μεγαλώνοντας έκλεισα εμένα στο μπουντρούμι μου. Έκλεισα την αυτοπεποίθησή μου, έκλεισα τα όνειρά μου και όλα όσα πίστευα ότι ταίριαζαν σε μένα και στη ζωή μου. Έκλεισα την επαφή μου με την διαίσθησή μου κι έκλεισα και την περιέργειά μου εκεί μαζί με την ανάγκη μου ν’ ανακαλύψω τον κόσμο.
Το ότι κάτι με τρομάζει και με φοβίζει δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητα κακό και πρέπει να μείνω μακριά του. Ίσως αυτό που με φοβίζει και με τρομάζει είναι αυτό που πραγματικά αγαπάω και θέλω να κάνω. Με τρομάζει να ξεκινήσω μια δουλειά από το μηδέν, μόνη μου, και να κάνω αυτό που αγαπάω. Με τρομάζει να γίνω το αφεντικό του εαυτού μου. Με τρομάζει γιατί θέλω να πάει καλά και φοβάμαι τι θα γίνει και πως θα σκεφτώ αν δεν πάει καλά. Φοβάμαι εμένα που σκέφτομαι μόνο την αποτυχία.
Με τρομάζει να μπω σε μια όμορφη και ισότιμη σχέση γιατί τι θα γίνει αν ο άλλος φύγει πρώτος και πονέσω? Φοβάμαι ότι θα μείνω μόνη μου και θα πονάει περισσότερο απ’ όσο πονάει τώρα που δεν έχω γνωρίσει την χαρά και την ομορφιά του να μοιράζομαι την ζωή μου με κάποιον.
Με τρομάζει και φοβάμαι να φύγω από μια σχέση που δεν μου κάνει καλό γιατί δεν θέλω να μείνω μόνη μου. Δε θέλω να ξυπνάω το βράδυ και να μην έχω να στείλω σε κάποιον μήνυμα. Μπορεί να μην είναι ο τέλειος σύντροφος αυτός που έχω αλλά, τουλάχιστον, είναι κάποιος και δεν είμαι μόνη μου. Έχω με κάτι ν’ ασχοληθώ. Αισθάνομαι ποθητή.
Με τρομάζει και φοβάμαι να ζητήσω βοήθεια, σε ψυχολογικό επίπεδο ή σε επίπεδο απεξάρτησης, γιατί θα θέλει δουλειά όλο αυτό. Θα θέλει χρόνο και ενέργεια. Και, άσε που θα πρέπει να δω όλα αυτά που δεν μου αρέσουν και με πληγώνουν. Μπα. Μετά θα πρέπει να κάνω κάτι γι’ αυτό. Μπορεί να ξεκινήσω θεραπεία και μετά να σταματήσω. Μπορεί ν’ απογοητευτώ και δεν θέλω ν’ απογοητευτώ γιατί θα νιώσω χειρότερα με τον εαυτό μου. Έχω συνηθίσει να είμαι σε αυτή τη ζωή. Δεν μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο για μένα. Φοβάμαι την αλλαγή και το πώς θα είμαι μετά από αυτό. Δεν θα με αναγνωρίζω. Τουλάχιστον τώρα ξέρω ποια είμαι.
Με τρομάζει και φοβάμαι να σπουδάσω στα 50 μου αυτό που πάντα ήθελα γιατί μεγάλωσα πια και δεν είναι αυτά για μένα. Φοβάμαι να μπω σε αυτό και να αποτύχω γιατί αν αποτύχω στα 50 μου θα είναι πιο βαρύ από το ν’ αποτύχω στα 20 μου. Και έτσι κι αλλιώς, ποιος θα με πάρει για δουλειά μετά? Κανείς. Έχω μεγαλώσει. Καλό θα είναι να σταματήσω να θέλω πράγματα σ’ αυτή την ηλικία. Αφού έχω βολευτεί και έχω συνηθίσει αυτή τη ζωή, τι πάω τώρα να ταράξω?
Με τρομάζει να πω αυτό που πάντα ήθελα να πω γιατί πιστεύω ότι κανείς δεν θέλει να με ακούσει. Φοβάμαι να μιλήσω όταν κάποιος με έχει πληγώσει. Φοβάμαι ότι θα στενοχωρήσω τον άλλον και δεν θέλω να μη μου μιλάει μετά ή να μου κρατάει κακία. Φοβάμαι να ζητήσω κάτι από τον άλλον γιατί σιγά μην έχει τον χρόνο και την διάθεση να με βοηθήσει.
Φοβάμαι και με τρομάζει να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει και να δω τι έχει να μου προσφέρει γιατί οι περισσότεροι δεν βάζουν το μυαλό τους να δουλεύει και δεν θέλω να με περάσουν για τρελή. Προτιμώ να πνίγομαι μέσα μου από τις ιδέες και εμπειρίες που έχω παρά να τις μοιραστώ και να αισθανθώ ότι με κοιτάνε με μισό μάτι.
Τα παραδείγματα που ανέφερα δείχνουν ότι ο φόβος για το σκοτάδι δεν είναι φόβος που μας κρατάει μακριά από κάτι κακό. Ο φόβος αυτός δεν με βοηθάει να επιβιώσω και δεν με κρατάει σε εγρήγορση για να προστατευτώ απ’ ότι ¨κακό¨ μπορεί να συμβεί. Αυτός ο φόβος με κρατάει μακριά από το να κάνω πράγματα που μου αρέσουν. Αυτός ο φόβος με κρατάει μακριά από το να μπω σε καταστάσεις που αξίζω κι επιθυμώ.
Κάπου μέσα στην διάρκεια της ζωής μου έμαθα να τα θέλω όλα εύκολα και άμεσα. Έμαθα να θέλω να βλέπω άμεσα το αποτέλεσμα. Αφού με τρομάζει κάτι, φεύγω, χωρίς να αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που φοβάμαι. Χωρίς να κοιτάω αν σχετίζεται με όλα όσα με κάνουν ευτυχισμένη και δημιουργική. Χωρίς να κοιτάζω αν αυτό που φοβάμαι είναι κάτι μέσα μου κι όχι κάτι έξω μου.
Ο φόβος προστάτευε του προγόνους μας και, φαντάζομαι, κάθε ζώο, από τον κίνδυνο τον για τον θάνατό του. Φοβόταν κάτι και έπρεπε να φύγει μακριά και όχι να πιάσει κουβέντα φιλοσοφικού επιπέδου για το τι σημαίνει ο φόβος. Ίσως να νομίζω ότι έτσι λειτουργεί ο φόβος, ακόμα. Αλλά κάτι έχει αλλάξει. Υπάρχει ένα είδους φόβου που με κρατάει μακριά από αυτό που θέλω να κάνω.
Ίσως το πρώτο βήμα να μην είναι να μπω με τσαμπουκά και να διώξω τα ποντίκια από το υπόγειό μου. Ίσως το πρώτο βήμα είναι να δω ότι τα φοβάμαι και να κατέβω με τη δάδα μου στο σκοτάδι γιατί μου αρέσει αυτό το υπόγειο και το θέλω σαν μέρος του σπιτιού μου. Μπορεί αυτό το σκοτάδι να με κρατάει μακριά από το υπόγειό μου μόνο όσο του το επιτρέπω. Μπορεί ο φόβος να με κρατάει μακριά από τα ωραία που κρύβω μέσα μου, μόνο όσο του το επιτρέπω.