Ο 20ος αιώνας αποτελεί ένα συνονθύλευμα από κρίσεις, καταστροφές, αυτοσχεδιασμούς και τεχνητές μεθοδεύσεις. Αφενός, είναι μια πολύ πιο ταραγμένη εποχή από τις ”αλκυονίδες ημέρες” του 19ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, η οποία διήρκεσε από τις 17 Ιανουαρίου 1920 μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου του 1933, η παραγωγή, η μεταφορά, η εισαγωγή και η πώληση οινοπνευματωδών ποτών κρίθηκε παράνομη. Η ποτοαπαγόρευση ως ένα μέτρο που σκόπευε στην μείωση της εγκληματικότητας, στη μείωση των φόρων για συντήρηση των φυλακών και των πτωχοκομείων και στη βελτίωση της υγείας και την καλυτέρευση της υγιεινής, απέτυχε το σκοπό της προκαλώντας ακριβώς τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Το αλκοόλ που παραγόταν υπήρξε αμφισβητήσιμης ποιότητας, το οργανωμένο έγκλημα άνθισε και άκμασε πέρα από κάθε φαντασία των ιθύνων της ποτοαπαγόρευσης, τα δικαστήρια κατακλύστηκαν με υποθέσεις ενώ οι φυλακές πλημμύρισαν με μικρο εγκληματίες και παρανόμους κάθε λογής και τέλος η αστυνομία δηλητηριάστηκε από τη διαφθορά και τη δωροδοκία.
Οι απαρχές της ποτοαπαγόρευσης
Στα μέσα του προ προηγούμενου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρχε έντονο το συναίσθημα θρησκευτικής αναβίωσης, δηλαδή της επιστροφής στον τρόπο ζωής όπως αυτός ερμηνευόταν μέσα από τις Γραφές και τις διδαχές του χριστιανικού δόγματος. Η αμερικανική κοινωνία του 19ου αιώνα ενστερνίστηκε αυτά τα ήθη, όπως η ίδια κατάφερνε να τα εκλάβει, αφού πρώτα τα διύλισε μέσα από το δικό της αξιακό σύστημα. Έτσι γεννήθηκε ένας πρωτόγνωρος καθωσπρεπισμός, που επικράτησε η ονομασία του στους μεταγενέστερους ως ο όρος του πουριτανισμού. Η εμμονή στις παραφρασμένες αρχές της θρησκείας, η κοινωνική εσωστρέφεια, η κίβδηλη σεμνοτυφία και ο στερεοτυπισμός ήταν τα χαρακτηριστικά μέρους αυτής της αλλόκοτης κοινωνίας. Έμφαση στους τύπους και όχι στη ουσία.
Το πρώτο μαζικό κίνημα υπέρ της ποτοαπαγόρευσης υπήρξε Η Χριστιανική Ένωση Γυναικών για Απεξάρτηση, που ιδρύθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1873 στο Οχάιο. Κύριος στόχος της ”σταυροφορίας” της ήταν οι ρακένδυτοι, αποχαυνομένοι μεθύστακες της επαρχίας, άνεργοι ή ήμι-απασχολούμενοι περιθωριακοί που ζητιάνευαν για αλκοόλ και καπνό. Μια πραγματικότητα υπαρκτή στην αγροτική ενδοχώρα των Ηνωμένων Πολιτειών, μέρος όπου γεννήθηκε το κίνημα που απέβλεπε στην απαγόρευση της κατανάλωσης αλκοόλ, θεωρώντας το τελευταίο ως υπαίτιο για τον ηθικό ξεπεσμό της επαρχιακής ζωής. Εναντιώθηκαν ακόμα και με τους εμπόρους των οινοπνευματωδών αφού η προπαγάνδρα κατά του αλκοολισμού καταφέρεται και εναντίον των ποσών που ξοδεύουν ασυλλόγιστα οι μεθύστακες.
Η αμερικάνικη ύπαιθρος υπήρξε ουσιαστικά το μέρος όπου γεννήθηκε η ιδέα της ποτοαπαγόρευσης. Στην ακόμα πιο συντηρητικές αγροτικές και κτηνοτροφικές κοινωνίες των Νότιων και Μεσοδυτικών Πολιτειών συχνές ήταν οι συγκεντρώσεις πιστών, όπου κήρυτταν οι ιεραπόστολοι. Οι ιεραποστολές, αυτές οι περιοδείες που κάνουν οι ιεροκήρυκες για να προσηλυτίσουν τα πλήθη της επαρχίας θύμιζαν υπαίθριο πανηγύρι και η ευθυμία του πλήθους αμβλύνει τις ομιλίες και τα κηρύγματα σχετικά με την οργή του Θεού που θα πέσει πάνω στις κεφαλές των αμαρτωλών. Τέτοια εκκλησιάσματα αγωνιζόταν κατά του αλκοολισμού, αλλά και κατά της οκνηρίας και της εγκληματικότητας. Τα παιδιά υποχρεωνόταν να δώσουν όρκο, όχι μόνο να απαρνηθούν τελείως τα οινοπνευματώδη, το κρασί, και τη μπίρα, αλλά και να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα προκειμένου να αποθαρρύνουν τη χρήση και το εμπόριο τους. Αυτή η εμμονή σχετικά με τα οινοπνευματώδη συνδέεται με μια αυστηρή ηθική για την υγεία και την εργασία. Μια γλαφυρή απεικόνιση αυτής της εποχής, του κλίματος και της ατμόσφαιρας της μας δίνει ο Μαρκ Τουαίην στο βιβλίο του, Οι Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ. Αυτή ήταν η κατάσταση περίπου πενήντα χρόνια πριν την επιβολή της ποτοαπαγόρευσης.
Η επιβολή της ποτοαπαγόρευσης
Και ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειπαν το μετά μετεμφυλιακό τους κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο, χαράσσοντας τη πορεία τους προς τη βιομηχανική οδό, τη τεχνολογική επικράτηση, τις γραμμές παραγωγής, τον διευθυντικό καπιταλισμό και εμπνέοντας το όνειρο για εκατομμύρια μετανάστες, το κίνημα της ποτοαπαγόρευσης κατόρθωσε να επιβιώσει. Η χρονική συγκυρία πριν από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου είδε τη πυροδότηση πλείστων ριζοσπαστικών, για το πολιτικό σκηνικό της εποχής τους, κινημάτων όπως οι Σουφραζέτες, τα ευρωπαϊκά κινήματα για καθολική ψήφο, η αναγνώριση των συνδικαλιστικών ενώσεων στο βιομηχανικό ημισφαίριο.
Η, ποτοαπαγόρευση ενείχε πολλά από τα χαρακτηριστικά έτερων προοδευτικών απαιτήσεων μεταρρυθμίσεων και ριζικών αναμορφώσεων που χαρακτήρισαν τη πολιτική ζωή στο λυκαυγές του περασμένου αιώνα. Ένα κίνημα, με άλλα λόγια που επιζητούσε ο ιστός των ηθικών προτύπων της κοινωνίας να υφανθεί ξανά. Γιαυτό αν και ξεκίνησε ως μάλλον ένα πάρα θρησκευτικό κίνημα από οργανώσεις με σχεδόν αιρετικό χαρακτήρα σύντομα κέρδισε την υποστήριξη κυρίως της μεσαίας τάξης. Μέχρι πριν την ημερομηνία ένταξης των Ηνωμένων Πολιτειών στο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (6 Απριλίου 1917) οι φωνές που υποστήριζαν τη ποτοαπαγόρευση, χωρίς αυτή τη φορά να κραδαίνουν τη Βίβλο στο χέρι, είχαν εξαπλωθεί σε πανεθνικό επίπεδο. Άλλωστε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε την αφορμή σε πολλούς να υποστηρίξουν ότι η συγκομιδή των σιτηρών για τη δημιουργία των ποτών έπρεπε κανονικά να υποστηρίζει τη πολεμική προσπάθεια και όχι να ικανοποιήσουν την τέρψη όσων επιθυμούσαν να καταναλώσουν αλκοόλ.
Ήδη από την ένταξη των Ηνωμένων Πολιτειών στο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πρόεδρος Woodrow Wilson είχε θέση σε εφαρμογή μια προσωρινή διαταγή με την οποία έθετε ένα πλαφόν κατά τη διάρκεια της πολεμικής περιόδου στον όγκο των δημητριακών που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από την βιομηχανίας των ποτών και τα αποστακτήρια.
Η επικύρωση της 18ης τροποποίησης του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών, στις 29 Ιανουαρίου 1919 απαγόρευε τη δημιουργία, τη μεταφορά και τη πώληση οινοπνευματωδών ποτών, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της περιόδου της ποτοαπαγόρευσης που τυπικά άρχισε στις 17 Ιανουαρίου 1920. Η ποτοαπαγόρευση υπήρξε το αποτέλεσμα του κινήματος εγκράτειας και αποχής από το αλκοόλ που υπήρξε ιδιαίτερα δυναμικό στα μέσα του 19ου αιώνα. Όλες οι πολιτείες επικύρωσαν τη νομοθεσία μέσα σε ένα διάστημα ενός χρόνου.
The Roaring Twenties
Παρόλο που η πώληση αλκοολούχων ποτών ήταν πλέον παράνομη, αλκοολούχα ποτά ήταν ακόμα δυνατό να προμηθευτεί κανείς στα διαβόητα ”speakeasy”. Τα μαγαζιά τύπου ”speakeasy” ήταν ως επί το πλείστον συνηθισμένα εμπορικά καταστήματα που λειτουργούσαν την ημέρα, αλλά όπου το βράδυ στο υπόγειό τους λειτουργούσαν ως μπαρ, συναπαρτίζοντας έτσι ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία του περιβάλλοντος του κόσμου και της εποχής εκείνης. Πολλά ”speakeasy” λειτουργούσαν από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες του υπογείου στους οποίους ανήκε και το κατάστημα, έχοντας έτσι οι ίδιοι μια αλλιώτικη βραδινή πηγή εισοδήματος, συνήθως πιο επικερδής από τη νόμιμη, ή λειτουργούσαν από ανθρώπους του οργανωμένου εγκλήματος που μεσουράνησαν στα υπόγεια αυτά. Τα ”speakeasy” θεμέλιος λίθος της κουλτούρας της ποτοαπαγόρευσης υπήρξαν ο τόπος συνάντησης ανθρώπων κάθε λογής, που συγχνοτίζονταν στους χώρους του, λευκοί και μαύροι, άντρες και γυναίκες, εργαζόμενοι και διεφθαρμένα όργανα του νόμου που έκαναν τα στραβά μάτια, όλοι συγκεντρωμένοι σε ένα
αυτοσχέδιο καταγώγιο υπό τα ακούσματα της jazz. Ένα ”speakeasy” δεν χρειαζόταν να ήταν μεγάλο για να λειτουργήσει, ένα μπουκάλι, ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες ήταν σε κάθε περίπτωση ο απαραίτητος εξοπλισμός. Το εύρος της ποιότητας του ποτού σε ένα “speakeasy” υπήρξε αρκετά μεγάλο και εξαρτώταν από τον ιδιοκτήτη του καταστήματος και τον προμηθευτή του. Μπορούσε να βρει κανείς ποτό πολύ φτωχής ποιότητας, κατασκευασμένο συνήθως σε αυτοσχέδιο αποστακτήριο από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη, ποτά συνήθως με βάση τον μηλίτη μέχρι ακριβότερα ποτά επωνυμίας που εισαγόταν παράνομα συνήθως από το Καναδά.
Πράγματι ειδικά στη περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, δηλαδή στα λιμναία σύνορα Καναδά και Ηνωμένων Πολιτειών όπως και σε μικρά ή μεγαλύτερα λιμάνια της ανατολικής ακτής το επάγγελμα του λαθρεμπόρου αλκοόλ από το εξωτερικό άνθησε από εκείνους που επιζητούσαν μια επιπλέον πηγή εισοδήματος και εύκολου κέρδους, όπως διεφθαρμένοι τελωνειακοί, άνθρωποι που έκαναν δουλειές του ποδαριού στα λιμάνια και φαροφύλακες. Αυτές οι κατηγορίες επαγγελμάτων ήταν οι συνήθεις εισαγωγείς παράνομων ποτών από το εξωτερικό που τροφοδοτούσαν τη διψασμένη Αμερική.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι τοπικές αρχές αντιμετώπισαν δυσεπίλυτα προβλήματα επιβολής του νόμου της ποτοαπαγόρευσης, αφού ο ασκός του Αιόλου είχε ήδη ανοίξει. Η επιβολή του νόμου ανατέθηκε σε ένα ξεχωριστό όργανο της αστυνομίας που συστάθηκε για αυτό το σκοπό υπό τη δικαιοδοσία της εφορίας και της αστυνομίας. Η επιβολή της ποτοαπαγόρευσης φάνηκε έργο ευκολότερο στις αγροτικές περιοχές και στις κωμοπόλεις της υπαίθρου από όσο στις Δυτικές Πολιτείες. Αναφορικά με τις Ανατολικές Πολιτείες το έργο της αστυνόμευσης ήταν σχεδόν ακατόρθωτο. Εκεί άνθησε και γνώρισε την ακμή του ένα άλλο συνεκτικό στοιχείο της μυθολογίας της εξεταζόμενης εποχής, το οργανωμένο έγκλημα ή αλλιώς η μαφία.
Η κοινωνία των πόλεων της εποχής της ποτοαπαγόρευσης ήταν μια κοινωνία ανεχτική στην εγκληματικότητα. Η ζήτηση των παράνομων αλκοολούχων ήταν υψηλή, δίνοντας ευκαιρίες κέρδους για αρκετούς που ήταν πρόθυμοι να καταπατήσουν το νόμο. Τα κέρδη προέρχονταν αρχικά από την εισαγωγή, τη μεταπώληση και τη διανομή του αλκοόλ. Τα χρηματικά οφέλη από τη παράνομη διακίνηση ποτών άρχισαν να μεγεθύνονται και να υπερκαλύπτουν τα κέρδη από τις παραδοσιακές δραστηριότητες του υποκόσμου (προστασία, εκβιασμοί, κλοπές, τυχερά παιχνίδια, πορνεία και παραχάραξη), τα οποία ασφαλώς συμπαρασύρθηκαν ανοδικά κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης. Η ποτοαπαγόρευση έδωσε την ευκαιρία στη μαφία, να αποκομίσει γιγάντια κέρδη. Στήνοντας ένα πολύπλοκο δίκτυο έκνομων δραστηριοτήτων με επίκεντρο πάντα τη παράνομη διακίνηση ποτών. Η περιβόητη Ιταλική Μαφία, ένα παράρτημα των οικογενειών της διαβόητης Σικελικής Μαφίας, της οποίας πολλά μέλη τράπηκαν σε φυγή μετά την επικράτηση των φασιστών του Μουσολίνι στις αρχές της δεκαετίας του 1920, μεσουράνησε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Οι ανατολικές ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών έβριθαν από μετανάστες ποικίλων εθνικοτήτων. Σε αυτήν την εθνολογική ετερογένεια ανθρώπων, τα μέλη της Σικελικής μαφίας κατάφεραν να ορθώσουν την δική τους ομερτά μέσω της στρατολόγησης πάμφτωχων ομοεθνών τους που έφτασαν στην Αμερική παραχωρώντας όλα τα λεφτά τους για ένα ταξίδι προς μια καλύτερη ζωή, μη γνωρίζοντας καν τη γλώσσα του τόπου που είχαν φτάσει. Οι Νοτιοΐταλοί και οι Σικελοί, κατέκλυσαν τις μεγαλουπόλεις της Βόρειας Αμερικής ξεμυτίζοντας από τα φτωχοχώρια τους, στα οποία η αποδημία έγινε συνηθισμένο φαινόμενο. Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα η Ιταλική μαφία δεν άργησε να στερηθεί τις δομές των προπατόρων της, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί πίσω στην ιταλική χερσόνησο. Γρήγορα αναδύθηκαν ισχυρές εγκληματικές οικογένειες, κάτω από τον έλεγχο των οποίων πέρασαν όλες οι παράνομες δραστηριότητες ακόμα και ολόκληρων πόλεων καθώς και η διαχείριση μικρότερων εγκληματικών συμμοριών. Η Ιταλική μαφία υπήρξε ιδιαίτερα δραστήρια στις περιοχές της Νέας Υόρκης, της Φιλαδέλφειας και της Νέας Αγγλίας, με τις ”πρωτεύουσες” των δραστηριοτήτων της να είναι το Σικάγο ή και το Ατλάντικ Σίτι.
Αυτό που διαφοροποίησε τον κόσμο της Ιταλικής μαφίας, το στοιχείο που τροφοδότησε την επιτυχία της και της χάρισε την αίγλη που συνοδεύει τη φήμη της είναι ο τρόπος οργάνωσης της. Το Συνδικάτο του Εγκλήματος, κατάφερε να υπερβεί τα όρια της απλής παραβίασης του νόμου αποκτώντας πολιτική επιρροή, μέσω της χρηματοδότησης τοπικών πολιτικών φορέων σε προεκλογικούς αγώνες, στήνοντας ένα δίκτυο
νόμιμων επιχειρήσεων κάνοντας χρήση των παράνομων κερδών επενδύοντας σε εστιατόρια, καζίνο, ξενοδοχεία και προβάλλοντας κοινωνικό πρόσωπο ευαισθησίας μέσω χρηματικών αρωγών σε ταμεία φτωχών και συσσίτια κατά τη διάρκεια κυρίως της Μεγάλης Ύφεσης στον απόηχο του Μεγάλου Χρηματιστηριακού Κραχ του 1929. Τα παραπάνω στοιχεία έκαναν την εξάρθρωση του εγκληματικού κυκλώματος ένα σισύφειο έργο για τις αρμόδιες αρχές. Η πλέον χαρακτηριστική προσωπικότητα της μαφίας της εποχής της ποτοαπαγόρευσης, ο Αλφόνσο Καπόνε κόμπαζε ότι είχε στη μισθοδοσία του την αστυνομική δύναμη του Σικάγο.
Μέχρι το 1925 πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι το καθεστώς της ποτοαπαγόρευσης δεν λειτουργούσε θετικά. Η 18η Τροποποίηση του Συντάγματος βρήκε αντίθετους πολλούς απλούς πολίτες οι οποίοι ήταν καταναλωτές αλκοολούχων ποτών. Η μαύρη αγορά ποτών που είχε δημιουργηθεί εξασφάλιζε αστρονομικά κέρδη για τους παρανόμους ενώ το κράτος έχανε τις εισφορές φόρων από τη κατανάλωση ποτών και τη λειτουργία των μερών όπου αυτά καταναλώνοταν. Η επιβολή ενός τέτοιου νόμου δεν υπήρξε πραγματιστική και στη πλειονότητα της κοινής γνώμης η νομοθεσία υπήρξε ασύμφωνη. Ιδιαίτερα όταν η οργάνωση της Κου-Κλουξ-Κλαν προσπάθησε να καπηλευθεί την αρχική δημοτικότητα του νόμου, επιχειρώντας η ίδια να συνεπικουρήσει το έργο των αστυνομικών αρχών στην εξάρθρωση των παράνομων αποστακτηρίων, ο νόμος έχασε στα μάτια πολλών την ηθική του πειστικότητα.
Το τέλος της ποτοαπαγόρευσης
Η ποτοαπαγόρευση έλαβε τέλος στις 5 Δεκεμβρίου 1933, από το πρόεδρο Franklin D. Roosevelt, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες θρησκευτικών οργανώσεων, κυρίως της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Εσχάτων Ημερών και άλλων οργανώσεων Μορμόνων. Το τέλος της ποτοαπαγόρευσης το υποδέχτηκαν με θέρμη εκατομμύρια άνθρωποι που μπορούσαν να καταναλώσουν πλέον αλκοόλ νόμιμα.
- Όταν η ποτοαπαγόρευση ίσχυσε για πρώτη φορά, ήλπιζα ότι θα χαίρει εκτεταμένης υποστήριξης από τη κοινή γνώμη και η μέρα σύντομα θα έρθει όπου οι δεινές επιδράσεις του αλκοόλ θα αναγνωριστούν και θα τερματιστούν. Έχω αργά, διστακτικά και απρόθυμα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα. Αντ’αυτού o αλκοολισμός σε γενικές γραμμές έχει σημειώσει αύξηση, τα ”speakeasy” έχουν αντικαταστήσει τα παλαιά σαλούν, ένας αχανής στρατός από παραβάτες του νόμου και εγκληματίες έχει κάνει την εμφάνισή του, πολλοί από τους πλέον ευυπόληπτους πολίτες μας έχουν αγνοήσει και οι ίδιοι την ποτοαπαγόρευση. Ο σεβασμός προς το νόμο έχει σημαντικά υποχωρήσει και η εγκληματικότητα έχει διογκωθεί σε σημείο που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ. [John D. Rockefeller, Daniel Okrent (2003). Great Fortune: The Epic of Rockefeller Center. New York: Viking Press. Η οικογένεια Rockefeller είχε κάνει δωρεές εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων σε οργανισμούς υπέρ της ποτοαπαγόρευσης.]
Σίγουρα η Μεγάλη Ύφεση εκείνης της περιόδου υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την άρση της ποτοαπαγόρευσης. Η ανάγκη επιπλέον δασμολόγησης του εξωτερικού εμπορίου, ακόμα και των αλκοολούχων ποτών, οι φόροι από τις αγοραπωλησίες ποτών και η απάλυνση της κοινής γνώμης από τα προβλήματα της ποτοαπαγόρευσης κατέστησαν το νόμο απαρχαιωμένο. Μαζί με την εγκατάλειψη της ποτοαπαγόρευσης γρήγορα ήρθε και η παλινόρθωση της νόμιμης τάξης, αφού η μαφία απόλεσε την βασική πηγή εισοδήματος της, ενώ ενέργειες όπως Η Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου, υπήρξαν οι σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι, απαιτώντας την ενεργό δραστηριοποίηση της αστυνομίας. Παρόλα αυτά η Ιταλική μαφία παρέμεινε ενεργή μέχρι τουλάχιστον το 1960, η έκταση των ενεργειών της ποτέ όμως δεν θα έφτανε τα επίπεδα της δεκαετίας του 1920.
Σήμερα η κληρονομιά που αφήνει πίσω της η εποχή της ποτοαπαγόρευσης είναι η μυθοποίηση των εγκληματιών της δεκαετίας του ’20 από βιβλία και ταινίες, που περιστοιχίζουν τους ήρωες τους σε ένα νουάρ περιβάλλον, όπου κυριαρχεί ένας αμείλικτος και σκληρός υπόκοσμος που απαρτίζεται από ευγενικούς, καλοντυμένους και γραφικούς γκάνγκστερ που κινούνται ανάμεσα στα σύνορα της παρανομίας και της νομιμότητας. Σίγουρα η πραγματικότητα διαψεύδει τη φαντασία, ιδιαίτερα αυτή του κινηματογράφου, αφού η βαναυσότητα, η κακοποίηση και το έγκλημα είναι αδύνατο να ωραιοποιηθούν μέσα από οποιοδήποτε νοσταλγικό ηθμό. Εν κατακλείδι, στην ποτοαπαγόρευση ”χρωστάμε” επίσης την εξάπλωση της jazz, και της blues μουσικής από τα ατμοσφαιρικά καταγώγια του Σικάγο και της Νέας Ορλεάνης, στην καθιέρωση τους στη παγκόσμια μουσική σκηνή, μια κληρονομιά παγκόσμια για κάθε φιλόμουσο.
Πηγές
- http://www.history.com/topics/
- http://www.1920-30.com/
- http://www.britannica.com/event/
- http://www.loc.gov/
- http://www.nytimes.com/
- http://umich.edu/