Η ιδανική παράσταση έχει υπέροχους ηθοποιούς, μουσική που γεννά συναισθήματα, σενάριο με happy end και φωτισμό που αναδεικνύει τα καλά και καλύπτει τα άσχημα. Έτσι είναι και οι συντελεστές των σχέσεων.
Στην ιστορία μας, οι πρωταγωνιστές , λόγω της ιδιότητάς τους και της συναισθηματικής τους κατάστασης, είναι ικανοί να συντελέσουν στην ‘’τέλεια’’ παράσταση. Μόνο που στη ζωή, υπάρχουν παράγοντες που μπορούν να εμποδίσουν τη δημιουργία ενός ‘’υπέροχου θεάματος’’, και προέρχονται από τους ίδιους τους ηθοποιούς.
Κουρτίνα, φώτα, πάμε…
Στην ίδια πόλη, ξένοι πια, είχαν πιάσει τις άκρες της. Κάπου γραφικά αυτή, αυτός έπιασε πιο νέες και ασυνήθιστες μεριές. Η θεατρίνα ήθελε να είναι κοντά στης καρδιά των γεγονότων, να παρατηρεί, χωρίς να μπλέκεται στο πλήθος. Ο μουσικός ήθελε την ησυχία του για να εμπνευστεί, να συνθέσει και να δημιουργήσει. Κάπως έτσι έχτισαν τους κόσμους τους. Η μεν έμαθε να κρύβεται πίσω από την κωμωδία και ο δε πίσω από τις λέξεις. Εκείνη έγραφε, δεν χόρταινε να συλλέγει ιδέες και να εκφράζει συναισθήματα. Άναβε 1-2 κεριά, έβαζε μουσική και άνοιγε το παράθυρο να βλέπει έξω, δεν είχε ώρες η έμπνευση. Εκείνος ατάραχος, ανενόχλητος, έβγαινε στο μπαλκόνι, άναβε ένα τσιγάρο και προτιμούσε να κοιτάζει το φεγγάρι, μέχρι να έρθει η όρεξη να παίξει. Μετά απλά τα δάκτυλά του λύνονταν μαγικά.
Αυτά ήταν συνήθειες. Δεν είχαν φωνή, μόνο έκφραση. Όταν έβγαιναν από τα καβούκια τους, εκείνη μιλούσε πολύ και με πάθος. Αυτός απλά σιωπούσε και παρατηρούσε. Το οξύμωρο ήταν πως όσες φορές αντάμωσαν, σαν να μπήκαν ο ένας στο σώμα του άλλου. Εκείνος έκανε τον δάσκαλο, άλλαζε ύφος, έπαιρνε και πόζα του δήθεν άνετου ρήτορα και εκείνη τον χάζευε, σαν μαθητούδι. Το έπαιζε αθώα, μόνο αθώα δεν ήταν. Αυτή φίλε μου μπορούσε να σκάσει γάιδαρο. Όμως ήξερε να υποχωρεί και είχε δεχτεί τις αδυναμίες της, ως γνήσιο θηλυκό με περίσσια ωριμότητα και χάρη. Εκείνος για άλλη μια φορά τίμησε το φύλο του βαφτίζοντας τα λάθη του εγωισμό και τον εγωισμό αξιοπρέπεια.
Δεν χώρισαν ποτέ γιατί δεν υπήρξαν ποτέ ζευγάρι. Όταν μάλωναν εκείνη αρνούνταν κάθε αναφορά, εκείνος χάζευε φωτογραφίες της. Εκείνη, με τη γνωστή εσωστρέφεια του φύλαγε τεράστια αποθέματα αγάπης και εκείνος σκορπούσε την αντίστοιχη αγάπη σε άλλες υπάρξεις, έτσι για να τη δώσει κάπου, να την ξεφορτωθεί.
Αυτή ήταν περίεργη. Άλλαζε συνέχεια τα μαλλιά της . Είχε μυστήριο πρόσωπο και χαρακτήρα που δεν τιθασευόταν. Κάτι σαν γυναίκα ‘’φιλαράκι από τον στρατό’’ που είπε η αξέχαστη Μαλβίνα. Εκείνος θύμιζε χαρακτήρα ελληνικής ταινίας. Χαρωπός, προσιτός , άνετος. Έτσι έδειχνε δηλαδή. Εκείνη δεν είχε επιτυχίες και κατακτήσεις στον ερωτικό τομέα, ίσως από φόβο, ίσως από έλλειψη πείρας. Εκείνος όμως άστραφτε. Είχε τη χάρη του λόγου και ήξερε πότε να κάνει ‘’το βλέμμα’’.
Εκείνη έκανε όνειρα γενικά. Πως θα του αποκαλύψει όσα νιώθει, πως θα πάει διακοπές με τις φιλενάδες, πως θα τον ξεχάσει, πως θα ερωτευθεί και θα ζήσει ευτυχισμένη. Από το τι θα αγοράσει μέχρι σε ποιο νησί θα αποκλειστεί για να ζήσει ήρεμα. Στα όνειρα έμεινε. Ο μάγκας μας όμως, ήταν πρακτικό μυαλό. Έκανε μαθηματικές πράξεις και σχέδια σε χαρτί. Είχε το δώρο της ‘’φυσικής απάθειας’’, χαρακτηριστικό προνόμιο του ανδρικού φύλου. Έβρισκε κοπέλες και τις έκανε βασίλισσες. Τις είχε ως σαν μπιμπελό προσεγμένο και τοποθετημένο ψηλά. Προσέφερε ασφάλεια και ρομάντζο σε όποια μπορούσε. Εκτός φυσικά από την κοπελιά που προανέφερα. Σε αυτή ήταν απόμακρος, αυστηρός. Ποτέ δεν την κυνήγησε. Εκεί έβγαζε όλο το άχτι αδιαφορίας και εγωισμού. Και αυτή, ως θεατρίνα, περίμενε καντάδα στο μπαλκονάκι του πλακόστρωτου.
Όταν έπεφτε το βράδυ, αυτή η μικρή, έκλεινε την τηλεόραση και διάβαζε βιβλία. Επέβαλλε στον εαυτό της να κοιμηθεί νωρίς για δυο λόγους. Πρώτον, για να ξυπνήσει νωρίς και να απολαύσει τον ήλιο και τη μέρα. Δεύτερον, γιατί έτρεφε αισθήματα αγάπης- μίσους για το φεγγάρι. Μάλλον ήταν ρομαντική. Ή λυκάνθρωπος. Εκείνος ξυπνούσε αργά το πρωί γιατί το βράδυ το απολάμβανε όσο τίποτε άλλο. Ο ύπνος του χάριζε όλη την ενέργεια που χρειαζόταν για να αντέξει να ξενυχτίσει. Με την ανατολή του ήλιου, εκείνη έβγαινε να αναζητήσει τον εαυτό της και με τη δύση του εκείνος προσπαθούσε να χάσει τον δικό του μέσα από καταχρήσεις .
Τίποτα και κανένας δεν μπορεί να τους τοποθετήσει σε μια κοινή ζωή, ούτε καν σε κοινή παράσταση. Έτσι κι έγινε εξάλλου. Το μόνο που μοιράστηκαν ήταν μια μικρή ζάλη, ανολοκλήρωτη και φυσικά χωρίς καμία δέσμευση. Γιατί εκείνη αγαπούσε εκείνον και εκείνος τον εαυτό του. Κοινός βίος κατά το ήμισυ, δεν υφίσταται. Τους χώριζε πια μια θάλασσα παράνοιας, Τους ένωναν μόνο οι μνήμες.
Αν ήταν αντικείμενα, αυτή θα ήταν ματζούνι με βότανα και αυτός κομπιουτεράκι. Πώς να ενώσεις το αίσθημα με τη σκέψη? Το τέλος της ιστορίας, δικό σας.