Γράφουν ο Σωκράτης Τσαχιρίδης και η Καλλιόπη Διδασκάλου
Όλα τα φυσικά πρόσωπα, κατά την παιδική τους ηλικία, ήτοι μέχρι την συμπλήρωση του δέκατου όγδοου (18ου) έτους της ηλικίας τους[1] εκπροσωπούνται δικαστικά και εξώδικα από τους γονείς τους, καθώς θεωρούνται ανίκανα α) προς σύναψη δικαιοπραξιών (άρθρο 128 ΑΚ) και β) για αυτοπρόσωπη παράσταση στα δικαστήρια (άρθρο 63 παρ. 1 και 64 παρ. 1 ΚΠολΔ)[2]. Όταν, όμως, ενηλικιώνονται αποκτούν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα (άρθρο 127 ΑΚ) και δυνατότητα παράστασης στα δικαστήρια (άρθρο 62 ΚΠολΔ). Ισχύει, ωστόσο, αυτό για όλα τα πρόσωπα;Υπάρχουν ορισμένα άτομα που γεννιούνται με διανοητική ή ψυχική υστέρηση ή σταδιακά παρουσιάζουν τέτοια σημάδια. Στο παρόν θα αναφερθούμε στο νομικό και το παιδαγωγικό κομμάτι της μεταχείρισής τους.
Καταρχήν, δημιουργείται το ερώτημα ποιος θα ενεργεί για λογαριασμό τους, μετά την ενηλικίωσή τους, αφού αυτά, λόγω της «ιδιαιτερότητάς» τους, θα αδυνατούν; Για το λόγο αυτό εισήχθην στο ελληνικό οικογενειακό δίκαιο ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης. Πρόκειται για ένα θεσμό που δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία και μέριμνα για τα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν διανοητικά ή/και ψυχικά προβλήματα. Ο Έλληνας νομοθέτης θέσπισε συγκεκριμένη διαδικασία στα άρθρα 1666 επ. ΑΚ, προκειμένου α) να μην αφήσει αυτά τα άτομα στην τύχη τους (ή πιο σωστά στην ατυχία τους), δείχνοντας το κοινωνικό του ενδιαφέρον και β) να προασπίσει τα συμφέροντα και τα δικαιώματά τους.
Ας αναφέρουμε, όμως, εν συντομία ποια είναι ακριβώς τα άτομα που δύναται να υπαχθούν υπό δικαστική συμπαράσταση. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, ενήλικος που α) λόγω της ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του, β) εξαιτίας ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού, εκτίθεται (κατά βάση αυτός) στον κίνδυνο της στέρησης, τότε δύναται να υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.Επομένως, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως ο κύκλος είναι αρκετά ευρύς και δεν περιλαμβάνει μόνο τους πνευματικά ή ψυχικά ανίκανους, αλλά και περαιτέρω πρόσωπα, που λόγω του εθισμού τους σε ορισμένες «ουσίες» θέτουν τον εαυτό τους σε πρόδηλο κίνδυνο.
Ας δούμε τώρα πως αυτά εν τέλει δύναται να τεθούν σε καθεστώς πλήρους δικαστικής συμπαράστασης. Πρώτον, απαιτείται αίτηση, που συνήθως κατατίθεται από συγγενικά πρόσωπα (άρθρο 1667 ΑΚ), προς το αρμόδιο δικαστήριο, ήτοι το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο δικάζει κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 και 740 ΚΠολΔ). Η ως άνω αίτηση πρέπει να διαλαμβάνει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την «ιδιαιτερότητα» του συμπαραστατέου, δηλαδή να αναφέρονται τα πρακτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, ήτοι η παντελής αδυναμία του να φροντίζει τον εαυτό του, τις υποθέσεις του οίκου του και τις εν γένει προσωπικές του υποθέσεις. Πρέπει, δηλαδή, ευθέως και αιτιωδώς να προκύπτει ότι το εν λόγω κρίσιμο άτομο, λόγω της πάθησής του, βρίσκεται σε ψυχοπνευματική αδυναμία, που του αποστερεί τη δυνατότητα ομαλής και αξιοπρεπούς αυτόνομης διαβίωσης.
Επιπλέον, συνηθίζεται στην πράξη, στο δικόγραφο της αίτησης να ζητείται ο διορισμός προσωρινού (άρθρο 1672-1673 ΑΚ) και οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη του συμπαραστατέου, που ως επί το πλείστον είναι ο ίδιος ο αιτών, αρκεί να μην συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος αποκλεισμού (άρθρο 1670 ΑΚ). Πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 1669 ΑΚ, το δικαστήριο, για το σκοπό αυτό, μπορεί να λάβει υπόψη του τη γνώμη του συμπαραστατέου ή να επιλέξει ελεύθερα το πρόσωπο που είναι κατάλληλο με βάση τις συνθήκες που ισχύουν in concreto.
Παράλληλα, ο αιτών δύναται κατ’ άρθρο 1634 και 1682 ΑΚ (και συνηθίζεται στην πράξη) να ζητάει το διορισμό Εποπτικού Συμβουλίου, το έργο του οποίου θα είναι να ασκεί έλεγχο και εποπτεία στον διορισθέντα δικαστικό συμπαραστάτη. Κατά κανόνα το Εποπτικό Συμβούλιο αποτελείται από τρία (3) μέλη, που είναι συγγενείς ή φιλικά πρόσωπα που συνδέονται στενά με το πρόσωπο του συμπαραστατέου και αποδεδειγμένα ενδιαφέρονται για αυτόν.
Κατά την ημέρα της δικασίμου, που διενεργείται κεκλεισμένων των θυρών, για το παραδεκτό της αίτησης απαιτείται, να έχει διενεργηθεί (και να προσκομίζονται και να επικαλούνται τα σχετικά έγγραφα) η προβλεπόμενη προδικασία, ήτοι οι νόμιμες και εμπρόθεσμες επιδόσεις κατ’ άρθρο 748 παρ. 2 ΚΠολΔ, που αναλυτικά συνίστανται σε α) επίδοση στον συμπαραστατέο, β) στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία και γ) στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Επίσης, κρίνεται υποχρεωτική η παρουσία του συμπαραστατέου, ώστε ο εφαρμοστής του δικαίου να αναπτύξει προσωπική επαφή με το εν λόγω πρόσωπο και να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση[3].
Κάτι άλλο που έχει βαρύνουσα σημασία είναι η ύπαρξη, μεταξύ των προσκομιζόμενων και επικαλούμενων σχετικών, έκθεσης της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας που αποφαίνεται επί της αναγκαίοτητας του λαμβανόμενου μέτρου, ήτοι της θέσης σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης του συμπαραστατέου και της καταλληλότητας του προτεινόμενου ως δικαστικού συμπαραστάτη (άρθρο 1674 ΑΚ). Δέον να σημειωθεί, πάντως, ότι ο ερμηνευτής του δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν. 2125/1997, δύναται να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης και στην εν τέλει αποδοχή της, ακόμα και αν δεν έχει υποβληθεί η ως άνω έκθεση, καθώς αυτή ούτε αποτελεί στοιχείου του παραδεκτού, ούτε έχει δεσμευτική ισχύ για τον δικαστή, που αποφαίνεται ελεύθερα, βάσει του συνόλου των εγγράφων, αλλά και της εικόνας που έχει σχηματίσει κατά τη συζήτηση.
Τα όσα λεπτομερώς αναπτύχθηκαν ανωτέρω είχαν σκοπό να καταδείξουν τη νομική τύχη των ατόμων που παρουσιάζουν σοβαρές διανοητικές, πνευματικές ή ψυχικές διαταραχές και ένεκα αυτών αδυνατούν να «ζήσουν». Ωστόσο, να σημειωθεί ότι εκεί που ολοκληρώνεται το έργο των νομικών, ήτοι στην έκδοση μίας δικαστικής αποφάσεως, ξεκινάει η αποστολή των παιδαγωγών, η οποία αναλυτικά περιγράφεται κατωτέρω με κάθε επιμέλεια.
Τα άτομα με νοητική υστέρηση στην ενήλικη ζωή τους αντιμετωπίζουν πολλαπλές δυσκολίες λόγω της σοβαρής αυτής ψυχικής διαταραχής. Οι περιορισμένες προληπτικές παρεμβάσεις, η δυσκολία προσβασιμότητας στις κατάλληλες υπηρεσίες, η έλλειψη εξειδικευμένων δομών, ο μικρός αριθμός των ειδικών θεραπευτών, η δυσκολία παροχής εκπαίδευσης και πολύ περισσότερο απασχόλησης, είναι μερικά από τα ελλείμματα για την σωστή αντιμετώπιση των ατόμων αυτών, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται κάθε έννοια ισονομίας και ισοτιμίας. Αποτελεί μια ειδική κοινωνική ομάδα με εξάρτηση όπως είδαμε και από το νομικό πλαίσιο από το οικογενειακό τους περιβάλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στην Ελλάδα η αντιμετώπιση των προβλημάτων των ατόμων με νοητική υστέρηση έχει αφετηρία τις αρχές του 20ού αιώνα, στηριζόμενη κυρίως στη φιλανθρωπία, στη δραστηριότητα του αναπηρικού και γονεικού κινήματος, στην ευαισθησία της Εκκλησίας, στις φιλότιμες προσπάθειες μεμονωμένων ατόμων και κορυφαίων ειδικών παιδαγωγών. Τα άτομα αυτά, αναπόφευκτα, έρχονται αντιμέτωπα με την φτώχια, την κοινωνική απομόνωση, τη περιθωριοποίηση, το στίγμα και τη προκατάληψη. Τα τελευταία χρόνια με τη μέριμνα του νομικού πλαισίου γίνεται μια αξιόλογη προσπάθεια για να αντιμετωπιστούν οι όποιες διακρίσεις και να προαχθούν οι ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, την απασχόληση, την υγεία και τη πρόνοια. Τα άτομα οφείλουν να έχουν ισότιμη συμμετοχή σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής (κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική), σύμφωνα με τις ανάγκες τους, αλλά και τις ειδικές ικανότητές τους.
Η νοητική υστέρηση, χαρακτηριστικά, διακρίνεται από τις χαμηλές διανοητικές επιδόσεις, την έναρξη στην γέννηση ή στην πρώιμη παιδική ηλικία και στις περιορισμένες ικανότητες στην καθημερινή διαβίωση και προσαρμογή. Η ελλιπής επικοινωνία στα άτομα αυτά αναδύει συμπεριφορές τους που λανθάνουν ψυχιατρικές διαταραχές ειδικά σε εκείνα τα άτομα που βρίσκονται στα ιδρύματα. Δυστυχώς η μέχρι σήμερα εμπειρία για την θεραπευτική αντιμετώπιση των ατόμων με νοητική υστέρηση είναι περιορισμένη και γιατί οι ασθενείς αυτοί θεωρείται ότι έχουν πολύ λίγες δυνατότητες βελτίωσης και γιατί απαιτείται πολυδύναμη αντιμετώπιση των συμπτωμάτων τους, από ομάδα ειδικών θεραπευτών. Ωστόσο, γίνεται προσπάθεια για πρωτογενής πρόληψη, διαμονή σε υποστηρικτικό περιβάλλον, νοσοκομειακή διασύνδεση και παρακολούθηση, εκπαίδευση του ατόμου με νοητική υστέρηση, εκπαίδευση της οικογένειας, διασύνδεση με το αστυνομικό τμήμα της περιοχής ή άλλες σχετικές υπηρεσίες. Η εκπαίδευση των πασχόντων συνίσταται σε προγράμματα ειδικής εκπαίδευσης που τους δίνουν την δυνατότητα να εργασθούν σε κατάλληλα προστατευμένα περιβάλλοντα και να αναπτύξουν ιδιαίτερες δεξιότητες καθώς και συνεχή υποστήριξη, κατάρτιση και εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων και μεθόδων διδασκαλίας, χορήγηση ειδικού εξοπλισμού και γενικά κάθε είδους διευκόλυνση και εργονομική διευθέτηση, κοινωνικές παροχές προκειμένου να εργασθούν στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς μετέπειτα
Σε θεσμικό πλαίσιο, το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΠΘ), με βάση το άρθρο 16 του Συντάγματος, τις Διακηρύξεις των Διεθνών Οργανισμών, τις σύγχρονες παιδαγωγικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και λοιπές επιστημονικές αντιλήψεις, τις προτάσεις του γονεϊκού και αναπηρικού κινήματος, καθώς και των συναρμόδιων φορέων, καταβάλλει προσπάθειες, για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του ευαίσθητου τομέα της Ειδικής Αγωγής. Σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, «Άτομα με ειδικές ανάγκες θεωρούνται, τα πρόσωπα τα οποία από οργανικά, ψυχικά ή κοινωνικά αίτια παρουσιάζουν καθυστερήσεις, αναπηρίες ή διαταραχές στη γενικότερη ψυχοσωματική κατάσταση ή στις επιμέρους λειτουργίες τους…..». Οι ν. 1143/1981, 1566/1985 και ιδιαίτερα οι ν. 2817/2000 και 3194/2003, καθορίζουν το θεσμικό πλαίσιο της Ειδικής Αγωγής για τα άτομα με νοητική υστέρηση. Σύμφωνα με το ν. 2817/2000 αρμόδιος φορέας της Ειδικής Αγωγής σε θέματα εκπαίδευσης είναι το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο συμπράττει και στις διαδικασίες ίδρυσης των κέντρων και εργαστηρίων ειδικής επαγγελματικής κατάρτισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εφόσον εκεί φοιτούν άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ενώ ο ν. 3194/2003 ορίζει μεταξύ άλλων ότι ειδικής εκπαιδευτικής μεταχείρισης μπορεί να τύχουν άτομα που έχουν ιδιαίτερες νοητικές ικανότητες και ταλέντα. Το 2000 ο ν. 2817/2000, έδωσε τη δυνατότητα ρύθμισης χρονιζόντων θεμάτων των Ατόμων με Νοητική Υστέρηση (Άτομα με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες-ΑμΕΕΑ) όπως τα Κέντρα Διάγνωσης Αξιολόγησης και Υποστήριξης (ΚΔΑΥ) για τον εντοπισμό, τη διάγνωση και την αξιολόγηση του είδους και του βαθμού των δυσκολιών, την κατάρτιση εξατομικευμένου εκπαιδευτικού προγράμματος, την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και ενημέρωσης στους γονείς, την ειδική παιδαγωγική υποστήριξη στο σπίτι (σε εξαιρετικές περιπτώσεις) καθώς και την αξιολόγησή τους. Η καλλιέργεια της ειδικής εκπαίδευσης των ενήλικων ατόμων με νοητική υστέρηση, επιδιώκει ιδιαίτερα την ανάπτυξη της προσωπικότητάς, τη βελτίωση των ικανοτήτων και δεξιοτήτων, ώστε να καταστεί δυνατή η συμβίωση με το κοινωνικό σύνολο, επαγγελματική εκπαίδευση, κοινωνική προσαρμογή, αλληλοαποδοχή με το κοινωνικό σύνολο και ισότιμη κοινωνική εξέλιξη.
Με διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις εξασφαλίζεται επίσης η επαγγελματική αποκατάσταση των ατόμων με αναπηρία καθώς και η προετοιμασία της αγοράς για να υποδεχθεί τα άτομα με νοητική υστέρηση, Πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη φυσικών, σωματικών δεξιοτήτων δεν εμποδίζει την πρόσληψη, εφ’ όσον ο υπάλληλος με την κατάλληλη και δικαιολογημένη τεχνική υποστήριξη μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης. (ν. 2683/1999, άρθρο 7 και ν. 2839/2000, άρθρο 3), επιχορηγούνται οι εργοδότες που απασχολούν άτομα με ειδικές ανάγκες (υπ’ αριθ. 30278/23-02-2000 ΥΑ Υπουργού Εργασίας), επιχορηγούνται τα άτομα με ειδικές ανάγκες προκειμένου να ασκήσουν ελεύθερα επαγγέλματα (κατά την ίδια ως άνω ΥΑ), εξασφαλίζεται η καταπολέμηση του αποκλεισμού των ατόμων με αναπηρία από την αγορά εργασίας (υπ’ αριθ. 33605/15-06-1999 ΥΑ).
Ωστόσο, τα άτομα με νοητική υστέρηση στην Ελλάδα, αντιμετωπίζουν ακόμα σοβαρά προβλήματα τόσο στην ποσοτική όσο και στην ποιοτική παροχή, όλων των τύπων, κοινωνικών υπηρεσιών. Η έλλειψη δεδομένων (αριθμός ατόμων-ανάγκες, αριθμός-είδος υπηρεσιών) καθιστούν αδύνατο τον κεντρικό σχεδιασμό και την πλήρη γεωγραφική κάλυψη των αναγκών και έτσι κρίνεται επιβεβλημένη η συλλογή των σχετικών στατιστικών στοιχείων. Επιπλέον, αν και οι συνθήκες διαβίωσης έχουν σταδιακά βελτιωθεί σημαντικός αριθμός ατόμων με νοητική υστέρηση ζουν ιδρυματικά (10.000) και έτσι η διαβίωση στην κοινότητα όλων των ατόμων με νοητική υστέρηση θεωρείται κρίσιμο σημείο διαπραγμάτευσης.Τέλος, οι παρεμβάσεις πρόληψης, έγκαιρης παρέμβασης, αξιολόγησης και υποστήριξης των ατόμων με νοητική υστέρηση είναι περιορισμένες, ή και ανύπαρκτες για κάποιες περιοχές, παρά τα ερευνητικά δεδομένα που επιβεβαιώνουν ότι η έγκαιρη αντιμετώπιση συνδέεται άμεσα με την αποτελεσματικότητα των μέτρων. Γι αυτό και κρίνεται άμεση και έγκαιρη η αξιολόγηση των ατόμων με νοητική υστέρηση, καθώς και η ύπαρξη ΚΔΑΥ σε όλες τις περιοχές της χώρας, εκπαιδευτικά προγράμματα ανάλογα με την κατηγορία της νοητικής υστέρησης προσαρμοσμένα και εξατομικευμένα στις δυνατότητες και ανάγκες κάθε ατόμου. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί για τα άτομα με βαριά νοητική υστέρηση γιατί στην κατηγορία αυτή οι ελλείψεις είναι σημαντικές και επιβάλλεται να υπάρξει κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών και αυτών των κατηγοριών νοητικής υστέρησης με προγράμματα που διευκολύνουν την συνολική ένταξη τους και ,τέλος, συνεχής εκπαίδευση και επαρκής αριθμός των εκπαιδευτικών για την εξειδικευμένη εκπαιδευτική στήριξη των ατόμων με νοητική υστέρηση σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
[1] Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 129, 133, 134, 135, 136 και 137 ΑΚ.
[2] Στα ασφαλιστικά μέτρα μπορεί να παραστεί και όποιος είναι ανίκανος για δικαιοπραξία, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος (άρθρο 63 παρ. 2 ΚΠολΔ)
[3] Αν ο δικαστής αμφιταλαντεύεται σχετικά με την ψυχική, διανοητική ή πνευματική κατάσταση αυτού του προσώπου δύναται να διατάξει την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εκδίδοντας μη οριστική απόφαση (προδικαστική).
Ο Σωκράτης Τσαχιρίδης, που έχει επιμεληθεί το νομικό μέρος, είναι Ασκούμενος Δικηγόρος και μεταπτυχιακός φοιτητής του Πάντειου Πανεπιστημίου της Αθήνας και η Καλλιόπη Διδασκάλου, που ασχολήθηκε με το παιδαγωγικό κομμάτι, είναι ενεργή φοιτήτρια του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών.