Καθ ‘όλη τη δέκατου ένατου αιώνα, η Μεγάλη Βρετανία ζούσε με τον έμμονο φόβο ότι μία από τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις θα ήταν σε θέση να επωφεληθεί από την πολιτική παρακμή της ισλαμικής Ασίας, ιδιαίτερα αυτής της περιοχής που σήμερα ορίζουμε ως Κεντρική Ασία.
Στην αρχή άμεσος πολέμιος των βρετανικών συμφερόντων στη περιοχή της Κεντρικής Ασίας ήταν η Γαλλία. Ωστόσο η εξωτερική διπλωματική προβολή της Γαλλίας σε εκείνο το μέρος του πλανήτη μόνο ως ισχνή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Τότε η Ρωσία η οποία είχε μετακινηθεί, εξαπλώνοντας την αυτοκρατορία της κατά μήκος των καραβανιών των παλαιών Μογγόλων κατακτητών, απείλησε να δημιουργήσει μια νέα παγκόσμια μοναρχία πάνω στα ερείπια των αρχαίων λαών της Κεντρικής Ασίας. Οι βρετανικές κυβερνήσεις ανησυχούσαν από τις επιπτώσεις της συνεχιζόμενης νότιας πορείας από τη ρωσική αυτοκρατορία στην Ασία.
Ήμαστε στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, του αιώνα της Ευρώπης. Τον αιώνα όπου, όσο ποτέ άλλοτε η Γηραιά Ήπειρος μονοπώλησε τη δημιουργία της παγκόσμιας ιστορικής εξέλιξης μέσω των υπερπόντιων αυτοκρατοριών της. Ήταν ο αιώνας της Ευρώπης. Ποτέ άλλοτε η Ευρώπη δεν ήταν, αλλά ούτε θα ήταν σε θέση να επιβάλλει τις βουλές τις σε τέτοια παγκόσμια κλίμακα, επηρεάζοντας συνεπώς έμμεσα είτε άμεσα και το σημερινό πολιτικό και γεωγραφικό σκηνικό. Οι ευρωπαϊκές αποφάσεις για την τύχη, τη ζωή και την εκμετάλλευση των κτήσεων τους, εκείνης της εποχής ”επιβιώνουν” μέχρι σήμερα, αν και όχι με τρόπο νοσταλγικό, αφού η ευρωπαϊκή επικυριαρχία στα πέρατα της οικουμένης θυμίζετε κυρίως μέσω εσφαλμένων διεθνών κατατμήσεων, τυχοδιωκτικών πολέμων, εκμετάλλευσης γηγενών πληθυσμών και λοιπών άλλων ευρωπαϊκών ανοσιουργημάτων. Είμαστε ωστόσο σε μία εποχή που διαμόρφωσε τα έξω-ευρωπαϊκά σύνορα όπως αυτά τα γνωρίζουμε σήμερα. Το ”Μεγάλο Παιχνίδι”, η διπλωματική δηλαδή πάλη μεταξύ της Ρωσικής και Βρετανικής Αυτοκρατορίας για την επικράτηση και την ηγεμονία επί των εδαφών της Κεντρικής Ασίας, οφείλει να κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη παγκόσμια ιστορία αφού οι εστίες αναταραχής που αυτή η αναμέτρηση άφησε στη περιοχή όχι μονάχα δεν έχουν ακόμα επουλωθεί αλλά αναζωπυρώνονται με ευκολία.
Η διπλωματική σκακιέρα της εποχής
Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, το επίκεντρο της βρετανικής ανησυχίας επί της τσαρικής διπλωματίας ήταν η ρωσική ανάμειξη στο χώρο των Βαλκανίων, το περίφημο Ανατολικό Ζήτημα και η αποσύνθεση της Οθωμανικής κυριαρχίας από τους χριστιανικούς λαούς της χερσονήσου. Αργότερα, καθώς τα τσαρικά στρατεύματα κατέλαβαν την Κεντρική Ασία, η προσοχή μετατοπίστηκε στην Περσία, στο Αφγανιστάν και στα ορεινά περάσματα των Ιμαλαΐων.

Κατά τον ύστερο δέκατο έβδομο αιώνα και κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα, η Ρωσική Αυτοκρατορία ενσωμάτωσε στην επικράτειά της τις περιοχές του Καζακστάν, του Ουζμπεκιστάν, του Τουρκμενιστάν, του Τατζικιστάν και της Κιργιζίας. Οι χώρες αυτές θα κέρδιζαν την ανεξαρτησία τους μονάχα το 1991 με τη πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Η κατάληψη των εδαφών αυτών από τη Ρωσική Αυτοκρατορία θεωρήθηκε από τους Βρετανούς ως επίθεση κατά του ζωτικού τους χώρου, μια πρωτοφανής απειλή για την εδραιωμένη βρετανική κυριαρχία στην Ινδία.
Η περιοχή, που εκτείνεται από την Κασπία θάλασσα, ανατολικά, ως την Κίνα και νότια μέχρι το Ιράν και το Αφγανιστάν αποτελεί τη περιοχή που ονομάζουμε Κεντρική Ασία. Η περιοχή της Κεντρικής Ασίας ενσωματώθηκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία, όταν οι τσαρικές δυνάμεις προήλασαν στην καρδία της Ασίας με απώτερο στόχο να φτάσουν στις θερμές θάλασσες του Ινδικού ωκεανού στο Νότο, στόχο που τελικά δεν κατάφεραν να διεκπαιρεώσουν εξαιτίας της εναντίωσης του βρετανικού παράγοντα. Στην περιοχή ζούσαν διάφοροι λαοί, νομάδες κυρίως, λαοί μογγολικής ή περσικής καταγωγής.
Η Βρετανική Αυτοκρατορία σε αντίθεση με τα στρατεύματα του τσάρου, προσέγγισε τη περιοχή της Κεντρικής Ασίας όχι από το βορρά αλλά από το νότο, από εδάφη που ήδη κατείχε αποικιακά. Μόνιμο μέλημα των Βρετανών ήταν η προστασία του ”κοσμήματος του στέμματος”, δηλαδή της ινδικής υποηπείρου. Καθώς η Βρετανία σταθεροποίησε τη θέση της στις Ινδία (συμπεριλαμβανομένου και των σημερινών χωρών του Μιανμάρ, του Πακιστάν και του Μπαγκλαντές), η Ρωσία κατακτούσε λίγο βορειότερα τα χανάτα της Κεντρικής Ασίας και τις φυλές στα νότια σύνορά τους. Η συνοριακή γραμμή μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών κατέληξε να υφίσταται μεταξύ του Αφγανιστάν, του Θιβέτ και της Περσίας, απειλώντας τα βρετανικά συμφέροντα της περιοχής που θεωρούνταν επί καιρώ παγιωμένα.
Ρωσοβρετανικές διενέξεις και συμβιβασμός
Καθ όλη τη διάρκεια του τελευταίου τρίμηνου του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν μια κοινή παραδοχή στην Ευρώπη ότι ο επόμενος μεγάλος πόλεμος θα είναι η τελική αναμέτρηση μεταξύ της Βρετανίας και της Ρωσίας.
Η ιστορία της προσπάθειας της Ρωσίας να προχωρήσει στο Αφγανιστάν, στο Ιράν και άλλες γειτονικές χώρες, το πώς η Βρετανία προσπάθησε να σταματήσει τη Ρωσία να πραγματοποιήσει τους στόχους της και το πώς ο πόλεμος μεταξύ των δύο αυτών δυνάμεων δεν πραγματοποιηθεί είναι αυτό που κάποιος Βρετανός αξιωματούχος ονόμασε ”Το Μεγάλο Παιχνίδι”.
Με άλλα λόγια περιγράφει μια περίοδο ρωσικής επέκτασης και τις κινήσεις που έγιναν από τη Βρετανία ώστε να αντιμετωπίσει αυτό που σκέφτηκε ότι ήταν ρωσική επιθετικότητα στην περιοχή. Πράγματι, το μεγάλο παιχνίδι είχε ένα διακύβευμα που ήταν πολύ μεγαλύτερο από τις άγονες στέπες της Κεντρικής Ασίας. Το στοίχημα ήταν η Ινδία. Υπήρχε η αντίληψη ότι οι φιλοδοξίες της Ρωσίας δεν θα περιοριζόντουσαν μονάχα στην ενσωμάτωση της Κεντρικής Ασίας. Η Κεντρική Ασία ήταν η πύλη για Αφγανιστάν, και το Αφγανιστάν ήταν η πύλη για Ινδία ή για τον ήσσονος σημασίας δευτερεύοντα στόχο, τη Περσία.
Για τους Ρώσους η επέκταση προς το νότο και και την ανατολή ενείχε επίσης το χαρακτήρα εκπολιτιστικής αποστολής. Κατά το τελευταίο μισό του δεκάτου ενάτου αιώνα τα τελευταία κενά στο χάρτη της υδρογείου είχαν αρχίσει να συμπληρώνονται. Σκοπός τους ήταν να θέσουν τους ”άγριους” των στεπών της Κεντρικής Ασίας υπό τον έλεγχο τους. Υπήρχε επίσης και το θέμα της δουλείας. Δεν ήταν ασυνήθιστο φυλές της Κεντρικής Ασίας να ενορχηστρώνουν επιδρομές εναντίον ρωσικών οικισμών στη περιοχή της Κασπίας Θάλασσας με στόχο την υποδούλωση του πληθυσμού και την πώληση του αργότερα στα σκλαβοπάζαρα. Αυτό ήταν το κίνητρο, προς δικαιολόγηση της επέκτασης στη Κεντρική Ασία απέναντι στη κοινή γνώμη.
Από τη βρετανική πλευρά, το Γραφείο Αποικιών στο Λονδίνο υπήρξε διχασμένο. Ορισμένοι διπλωμάτες εξέφρασαν ως αναγκαία την

Λίγες χώρες έχουν βιώσει τόσες πολλές ξένες εισβολές στην επικράτειά τους διαμέσου των ιστορικών χρόνων, όσο το Αφγανιστάν. Α’ Αγγλοαφγανικός Πόλεμος (1838-1842), Β’ Αγγλοαφγανικός Πόλεμος (1878-1880), Γ’ Αγγλοαφγανικός Πόλεμος (1919), Σοβιετική Εισβολή στο Αφγανιστάν (1980-1989), Πόλεμος στο Αφγανιστάν (2001-2014).
προβολή επιθετικής διάθεσης στη περιοχή, και την άμεση ανάληψη επιθετικών πρωτοβουλιών, ως ένα μέσο αποθάρρυνσης μιας περαιτέρω ρωσικής διείσδυσης σε de jure βρετανικά αποικιακά εδάφη. Υπήρχαν όμως και φωνές μετριοπάθειας που διερμήνευαν ότι μια επιθετική διάθεση θα οδηγήσει σε επιπλοκές και σε πιθανό προσεταιρισμό αντί-βρετανικών αισθημάτων από τους γηγενείς της περιοχής.
Σε κάθε περίπτωση η βασική ανησυχία είχε να κάνει ότι εφόσον η Ρωσία είχε κερδίσει μια θέση σε μια άλλοτε καθαρά περιοχή βρετανικής επιρροής, δεν θα δίσταζε να προχωρήσει ακόμα νοτιότερα και να καταλάβει το Αφγανιστάν, περικόπτοντας δραστικά το ζωτικό χώρο των Βρετανών. Η ρυθμιστική θέση του Αφγανιστάν στη περιοχή, και οι πόλεις-κλειδιά όπως η Χεράτ και η Καμπούλ καθιστούσαν το τελευταίο δέλεαρ των αποικιοκρατών γειτόνων του. Προμηνύοντας τη καίρια θέση του κράτους του Αφγανιστάν, οι Βρετανοί προσπάθησαν δύο φορές να το καταλάβουν μάταια. Ο πρώτος πόλεμος μεταξύ του τότε Εμιράτου του Αφγανιστάν και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας του 1839-1842 έληξε με την ολική καταστροφή των Βρετανικών στρατευμάτων. 17.000 νεκροί Άγγλοι και απουσία αντικειμενικού σκοπού της εκστρατείας οδήγησαν σε μια ανείπωτη πανωλεθρία. Ο δεύτερος πόλεμος μεταξύ του Εμιράτου του Αφγανιστάν και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας του 1878-1880, έληξε με μια δαπανηρή βρετανική νίκη (10.000 νεκροί) και απέδωσε στη κυριαρχία των Βρετανών μονάχα ορισμένα μεθοριακά περάσματα. Ο απώτερος στόχος των Βρετανών, η εκθρόνιση του Αφγανού εμίρη και του καθεστώτος του με μια αγγλόφιλη κυβέρνηση είχε αποτύχει.

Σκίτσο από το βρετανικό σατυρικό περιοδικό Punch. Με τη ”ρωσική αρκούδα” να κάθεται πάνω στην ουρά της ”περσικής γάτας”, ενώ το ”βρετανικό λιοντάρι” παρακολουθεί. Αναπαράσταση του ”Μεγάλου Παιχνιδιού”.
Η Περσία, το σημερινό Ιράν ήταν η δεύτερη συνιστώσα μετά το Αφγανιστάν στο ”Μεγάλο Παιχνίδι”. Οι Βρετανοί ανησυχούσαν ότι οι Ρώσοι θα ήταν σε θέση να διαπραγματευτούν εναντίον των βρετανικών συμφερόντων με τον Σάχη. Το 1905, η επαναστατική δραστηριότητα είχε εξαπλωθεί σε όλη την Τεχεράνη, αναγκάζοντας τον Σάχη να αποδεχτεί την ύπαρξη συντάγματος, επιτρέποντας το σχηματισμό κοινοβουλευτικής συνέλευσης, και τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών. Η ”περσική συνταγματική επανάσταση”, έθετε αμιγώς κοσμικούς στόχους για τη χώρα, απομακρύνοντας την από τη πατροπαράδοτη οργάνωση της κοινωνίας βάση του Ισλάμ, δημιουργώντας με αυτό το τρόπο έντονα ρήγματα στη κοινωνία, αφού μέρη αυτής δεν ήταν πρόθυμα να την ακολουθήσουν, δίνοντας έτσι ένα πλεονέκτημα προς όφελος της μοναρχίας του Σάχη. Αλλά ούτε η Βρετανία, ούτε η Ρωσία μπορούσαν να εγκρίνουν αυτό το νέο φιλελεύθερο καθεστώς που αναδυόταν και αντί για μια ασταθή, πολιτική διευθέτηση, προτίμησαν να ”δημιουργήσουν” ένα σταθερό κράτος μαριονέτα, με κυβέρνηση που να υποβάλλεται σε ξένες παραχωρήσεις ώστε να μην εμποδίζει τους ιμπεριαλιστικούς τους στόχους. Η Βρετανία και η Ρωσία συζήτησαν το διαχωρισμό του Ιράν σε τρεις ζώνες. Η συμφωνία όριζε τη διάθεση του βορρά, συμπεριλαμβανομένης και της πόλης της Ισφαχάν, στη Ρωσία, η νοτιοανατολική Περσία, ιδιαίτερα το Κέρμαν, το Σιστάν και το Μπαλουχιστάν ορίζονταν στη Βρετανία και το υπόλοιπο της γης μεταξύ των δύο εξουσιών οριζόταν ως “ουδέτερη ζώνη”. Με τη ξένη διείσδυση η περσική συνταγματική επανάσταση δεν κατάφερε το σκοπό της, αφού πλέον ο Σάχης ήταν μαριονέτα των ισχυρών γειτόνων του. Οι Ιρανοί έμαθαν ότι όσο αρπακτικοί και αν είναι οι γείτονες τους, ήταν ακόμα πιο επικίνδυνοι όταν έβαζαν στην άκρη τις διαφορές τους και επικεντρωνόταν εναντίον της δικής τους χώρας. Οι συνέπειες της διχοτόμησης του Ιράν, μπορούν να αναζητηθούν μέχρι και σήμερα.
Το ”Μεγάλο Παιχνίδι” ως διπλωματική αναμέτρηση ουσιαστικά τερματίστηκε με την Αγγλορωσική Συνθήκη του 1907. Τα συγκρουόμενα συμφέροντα των δύο αυτοκρατοριών για τις χώρες του Αφγανιστάν, του Ιράν και ακόμα του Θιβέτ είχαν αποδυναμώσει διπλωματικά και τις δύο αφού επί μισό αιώνα το πρόβλημα της κατάτμησης της Κεντρικής Ασίας σε ζώνες επιρροής παρέμενε άλυτο. Η ενοποίηση της Γερμανίας το 1871 και η εμφάνιση της ως μια νέα παγκόσμια δύναμη και η ταπεινωτική ήττα της Ρωσίας το 1905 από μια εκκολαπτόμενη ασιατική δύναμη, την Ιαπωνία, υπήρξαν γεγονότα που θορύβησαν αμφότερους Ρώσους και Άγγλους αξιωματούχους. Σε συνδυασμό με την στενή συγγενική σχέση των μοναρχιών των δύο αυτοκρατοριών μια συμφωνία διαμοιρασμού των κεντροασιατικών εδαφών και αργότερα μια επίσημη στρατιωτική συμμαχία δεν ήταν κάτι που προβλημάτισε τη κοινή γνώμη. Κατά συνέπεια, το 1907, η Βρετανία και η Ρωσία υπέγραψαν συμφωνία για τη ρύθμιση των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων τους στη Κεντρική Ασία, με τα σύνορα εφτά χωρών να διαμορφώνονται από τη συμφωνία αυτή, σύνορα χωρών αυθαίρετα χαραγμένα από τους Ευρωπαίους διπλωμάτες, τα οποία έσπειραν τους σπόρους της μελλοντικής αναταραχής για ολόκληρη τη περιοχή, επηρεάζοντας την ιστορία αλλά και τις ζωές των κατοίκων της, αφήνοντας ανεξίτηλα τα σημάδια της ξένης επικυριαρχίας.
Πηγές:
- https://www.foreignaffairs.com/articles/
- http://asianhistory.about.com/
- http://asiasociety.org/