Άνοιξη και η φύση έχει ντυθεί με χίλια χρώματα και ευωδιές. Διάθεση ζωής, λες και εξορκίζει τις δυσοίωνες προβλέψεις για τον τόπο…
Ο δρόμος μάς οδήγησε στο νότο, στην αγκαλιά του Λιβυκού και στο όμορφο μοναστήρι του Κουδουμά. Η παρέα ευχάριστη και η διάθεση για εξερεύνηση πολύ μεγάλη!
Το οδοιπορικό λίγο δύσκολο, γιατί ο δρόμος δεν είναι και τόσο βολικός μοιάζει δύσβατος, παρά του ότι το αυτοκίνητο είναι φτιαγμένο γι’ αυτούς τους δρόμους. Η θέα σε αποζημιώνει για την όλη ταλαιπωρία. Σαν η ματιά σου βυθίζεται στο απέραντο Λιβυκό νομίζεις ότι ουρανός και θάλασσα είναι ένα, κάτι σαν του ζωγράφου τον πίνακα που με του χρωστήρα του τα μαγικά χρώματα, δίνει ζωή.
Στον κατηφορικό δρόμο μας προς το μοναστήρι τα βελάσματα των αιγοπροβάτων, μυστικές συμφωνίες σκόρπιζαν στον ανοιξιάτικο αέρα. Τη σκέψη μου διακόπτει η αναφώνηση απέραντου θαυμασμού του συνοδοιπόρου μας: «Για δέστε την κλίση των δέντρων σε τούτο το βραχώδες τοπίο που νοτιάδες σεργιανούν στα κακοτράχαλα μονοπάτια του! Ακόμα και τα δέντρα υποκλίνονται στη μαγεία του τοπίου»!
Στην επόμενη στροφή φάνηκε το μοναστήρι να δεσπόζει σαν σε οπτασία στο κατώφλι του πελάγου! Μνήμες ανέσυρα από το πηγάδι του χρόνου κάτι σαν ετούτες: Ο ιερός ναός της Παναγίας του Κουδουμά δημιουργήθηκε στα βυζαντινά χρόνια και μετά από αιώνες ερήμωσης, επανιδρύθηκε στο τέλος του 19ου αιώνος από τους Αγίους Παρθένιο και Ευμένιο μοναχούς της Ι.Μ. Οδηγήτριας. Αναζητώντας ένα χώρο για περισσότερη άσκηση βρήκαν ένα μικρό σπηλαιώδη ναό και υπολείμματα παλαιών μοναστηριακών κτιρίων του 14ου αιώνος. Έτσι δημιουργήθηκε μια αδελφότητα. Σήμερα στο Μοναστήρι ζουν πέντε μοναχοί με τον ηγούμενο Αρχιμ. π. Μακάριο Σπυριδάκη.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του Αγίου Ιωάννου του Ξένου διαβάζω ότι πολλοί μετά από εκείνον ακολούθησαν την τέχνη της ναοδομικής επηρεαζόμενοι από εκείνον: Ναός σπηλαιώδης εγγεγραμμένος με τρούλο!
Τις σκέψεις ιστορικής μνήμης διακόπτει το τέλος του ταξιδιού μας. Φτάσαμε μπροστά στην πύλη του μοναστηριού. Όλη η παρέα είχε μόνο επιφωνήματα κατάνυξης, θαυμασμού και μέθεξης αντικρύζοντας το τοπίο. Λίγο αργότερα οι μοναχοί μάς υποδέχτηκαν με χαρά και μας έδωσαν του λεγόμενους χώρους διαμονής για να μείνουμε.
Το βράδυ στο ναό ο εσπερινός, μάς γαλήνεψε την ψυχή και στα χείλη μας είχαμε λόγια προσευχής, κοινωνοί των λόγων των γραφών.
Από το όμορφο αυτό, θρησκευτικό ταξίδι δεν μπορούσαμε να παραλείψουμε την επίσκεψη στο σπήλαιο των ασκητών. Θεέ μου ομορφιά! Λες και βρισκόμασταν έξω από τον πραγματικό κόσμο, λες και το σπήλαιο ήταν ουράνιο. Ουρανός- γη – θάλασσα και ήλιος λες και είχαν συνωμοτήσει για να μας προσφέρουν ένα πίνακα ζωγράφου με το χρωστήρα της φύσης…
Οι μοναχοί δίνουν της ψυχής τους το περίσσευμα με υπομονή και καλοσύνη σε όλους εμάς τους προσκυνητές.
Τι όμορφος που είναι τούτος ο τόπος! Πόσα λίγα πράγματα θέλει ο άνθρωπος για να ευχαριστηθεί και να ηρεμήσει η ψυχή του, συλλογίστηκα…
Εύα Καπελλάκη – Κοντού [Εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Lettere Classiche dell’ Universita’ degli studi di Napoli “Federico II”].