Η δολοφονία του Ιταλού στρατηγού Enrico Tellini (1871-1923) στα ελληνοαλβανικά σύνορα το καλοκαίρι του 1923 από άγνωστους δολοφόνους, έδωσε στη κυβέρνηση της Ρώμης την αφορμή για να προχωρήσει σε μια μάλλον, εκ προμελέτης επίδειξη δύναμης, που εκδηλώθηκε με την κατάληψη της Κέρκυρας από μια μονάδα του ιταλικού πολεμικού ναυτικού.
Στις 31 Αυγούστου του 1923, μια μοίρα του ιταλικού ναυτικού αποτελούμενη από τρία θωρηκτά, δύο βαρέα και δύο ελαφρά καταδρομικά, έξι αντιτορπιλικά, τορπιλοβόλα και υποβρύχια διατάραξαν την ηρεμία του νησιού της Κέρκυρας αλλά και τις ιταλο-ελληνικές διπλωματικές σχέσεις όταν έστρεψαν τα όπλα τους εναντίον της νήσου. Τι είχε όμως πραγματικά συμβεί και ποια ήταν η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησε σε αυτό το θερμό επεισόδιο του Μεσοπολέμου;
Το ιστορικό υπόβαθρο
Η 18η Ιανουαρίου, ήταν μια από τις πλέον σημαντικές μέρες της παγκόσμιας ιστορίας. Δύο μήνες και μια εβδομάδα μετά την εκεχειρία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, την επέτειο της στέψης του Γουλιέλμου Α’ ως Αυτοκράτορα (Κάιζερ) της Γερμανίας, η Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού ξεκίνησε την εναρκτήρια συνεδρίαση της. Τόσο κατά τη διάρκεια των πολεμικών αναμετρήσεων όσο κυρίως κατά τις υπογραφές των συνθηκών ειρήνης που ακολούθησαν τις διαβουλεύσεις του Παρισιού οι ισορροπίες δυνάμεων στην Νοτιοανατολική Ευρώπη γνώρισαν μεγάλους και πρωτόγνωρους κλονισμούς. Η Ιταλία ήταν ένα κράτος που μετρούσε μόλις σαράντα περίπου χρόνια ζωής, εισήλθε έτσι αργά ως ιμπεριαλιστική δύναμη στο σύμπαν των Μεγάλων Δυνάμεων, αν και πολλοί έχουν λόγους να υποστηρίζουν πως δεν αποτέλεσε ποτέ τέτοια.
Οι μεγάλοι ”παίκτες” των βαλκανικών υποθέσεων, αυτοί που είτε συμμαχώντας είτε πολεμώντας μεταξύ τους πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο καθόριζαν τις εξελίξεις της χερσονήσου, ήταν η αυτοκρατορία της Αυστρο-Ουγγαρίας, της Ρωσίας και των Οθωμανών. Οι δύο πρώτες αυτοκρατορίες καταποντίστηκαν, η μία κατά τη λήξη του πολέμου και η άλλη κατά τη διάρκεια του. Όσο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκείνη έπνεε τα λοίσθια μέχρι την οριστική διάλυση της το 1923. Με την διάλυση της Αυστρο-Ουγγαρίας που επί χρόνια αποτελούσε τον κύριο πολέμιο των ιταλικών συμφερόντων, ο δρόμος ήταν πλέον ελεύθερος για την σύντομη αποικιακή περιπέτεια της Ιταλίας.
Η Ιταλία ακολούθησε την παραδοσιακή πολιτική της Αυστρο-Ουγγαρίας, δηλαδή τον αποκλεισμό κάθε άλλης δυνάμεως από τον έλεγχο της Αδριατικής θάλασσας. Λίγο πριν τα όπλα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ηχήσουν για πρώτη φορά, το τέλος του Πρώτου Βαλκανικού Πόλεμου, έληξε και τυπικά με την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου στις 30 Μαΐου του 1913. Η συνθήκη του Λονδίνου θα όριζε και τα σύνορα ενός νέου βαλκανικού κράτους, αυτού της Αλβανίας. Η Ιταλία θεωρούσε έτσι τη νεοσύστατη Αλβανία ως μια πιθανή, σημαντική βάση για την προώθηση της οικονομικής διεισδύσεως της στα Βαλκάνια, και από στρατηγική άποψη, ένα κατάλληλο προγεφύρωμα για την εγκαθίδρυση της ηγεμονίας της στην Αδριατική. Τα νότια σύνορα του νέου κράτους της Αλβανίας απασχολούσαν ιδιαίτερα την Ιταλία, η οποία όπως ήταν φυσικό επιθυμούσε να εμποδίσει την βόρεια επέκταση της ελληνικής επικράτειας, δηλαδή προς την ευαίσθητη για την Ιταλία, Αδριατική Θάλασσα. Η επιβολή της κυριαρχίας στα στενά της Κέρκυρας ήταν επομένως ψηλά στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής της Ιταλίας· ένα ”αγκάθι” στις μετέπειτα διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας.
1923
Από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και στο εξής, ο κόσμος και κατά συνέπεια η Μεσόγειος αποτελούσε πλέον ένα πολύ διαφορετικό μέρος. Η ιταλική επιθετικότητα όμως παρέμενε η ίδια. Παράλληλα η Μικρασιατική καταστροφή και η συνθήκη της Λωζάννης τερμάτισε την εποχή της ελληνικής Μεγάλης Ιδέας. Η περιστολή των στρατιωτικών δαπανών της Ελλάδας, με σκοπό την εξοικονόμηση πόρων για την αποκατάσταση των προσφύγων, αδυνάτιζε τη διεθνή θέση της ίδιας εναντίον των γειτόνων της. Η μοίρα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής συντάχθηκε με τις προσδοκίες της Γαλλίας και της Αγγλίας που επιζητούσαν σταθερότητα στη Βαλκανική χερσόνησο και ένα παγιωμένο status quo.
Στις ελληνοαλβανικές σχέσεις μαινόταν διαμάχη σχετικά με τα σύνορα των δύο χωρών. Η διαμάχη αυτή τελικά τέθηκε στη διαιτησία της Κοινωνίας των Εθνών. Η επακόλουθη επιτροπή που δημιουργήθηκε για την διευθέτηση των συνόρων των δύο χωρών από τη Κοινωνία των Εθνών διόρισε ως πρόεδρο της τον Ιταλό στρατηγό Enrico Tellini. Εξ αρχής η σχέση της Ελλάδας με την επιτροπή αυτή υπήρξε δυσάρεστη. Τελικά η ελληνική αντιπροσωπεία κατηγόρησε ανοικτά τον στρατηγό Tellini ότι εργάζεται μεροληπτικά, υπέρ των αξιώσεων της Αλβανίας.
Στις 27 Αυγούστου 1923 ο στρατηγός Enrico Tellini και δύπ από τους αξιωματικούς της συνοδείας του δολοφονήθηκαν κατόπιν ενέδρας από άγνωστους στην περιοχή της Κακαβιάς, στο δρόμο που οδηγούσε προς τα Ιωάννινα. Η ελληνική πλευρά κατηγόρησε την ιταλική πλευρά για τις δολοφονίες ως ένα αναξιοπρεπές μέσο τόνωσης της πολιτικής κρίσης. Η ιταλική πλευρά με τη σειρά της κατηγόρησε την Ελλάδα. Ο Μουσολίνι, που είχε ανέλθει στην εξουσία της Ιταλίας μόλις πριν δύο χρόνια, δεν περίμενε τα πορίσματα των ανακρίσεων που η ελληνική πλευρά είχε διατάξει να πραγματοποιηθούν. Ο Ιταλός πρέσβης στην Ελλάδα παρέδωσε στην ελληνική κυβέρνηση ένα τελεσίγραφο 24ωρης προθεσμίας.
Το περιεχόμενο του τελεσίγραφου και η κλιμάκωση της κρίσης
Η Ιταλία ζητούσε με αυτό το τελεσίγραφο από την Ελλάδα την αποδοχή της δεύτερης για καταβολή αποζημίωσης 50.000.000 λιρετών (ένα ποσό αντίστοιχο με 500.000 λίρες Αγγλίας της εποχής, που η Ελλάδα δεν είχε να διαθέσει εξαιτίας της προσφυγικής κρίσης), συμμετοχή Ιταλών στρατιωτικών στις έρευνες και στις ανακρίσεις, επίσημη αίτηση συγνώμης προς την Ιταλία, στρατιωτική απόδοση τιμών στην Ιταλική σημαία, τέλεση μνημοσύνου παρουσία του ελληνικού υπουργικού συμβουλίου και καταδίκη σε θάνατο των ενόχων.
Η Ελλάδα παρά την δικαιολογημένη άρνηση της για την καταβολή μιας παράλογης αποζημίωσης, πρότεινε την προσφορά αρωγής στις οικογένειες των θυμάτων και την διεθνή διαιτησία μέσω της Κοινωνίας των Εθνών. Ωστόσο η Κοινωνία των Εθνών, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, συνήθιζε να δρα μεροληπτικά εναντίον των μικρών δυνάμεων. Μέχρι τις 31 Αυγούστου ούτε η Ιταλία, μήτε και η Κοινωνία των Εθνών δεν είχαν επιδείξει καλή θέληση επιζητώντας όπως η ελληνική πλευρά την διπλωματική διευθέτηση.
Ανήμερα στις 31 Αυγούστου του 1923, ιταλική ναυτική μοίρα του στόλου της Αδριατικής παρέδωσε στον νομάρχη Κέρκυρας, Πέτρο Ευριπαίο, τελεσίγραφο παράδοσης του νησιού της Κέρκυρας. Η απάντηση που έλαβαν οι Ιταλοί ήταν αρνητική, με την πληροφορία ότι στα ανοχύρωτα φρούρια της Κέρκυρας ήταν εγκατεστημένοι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Οι Ιταλοί έλαβαν κατόπιν την εντολή να βομβαρδίσουν και να καταλάβουν το νησί της Κέρκυρας.
Ο ιταλικός ναυτικός βομβαρδισμός ήταν σύντομος, διαρκώντας 25 λεπτά, προετοιμάζοντας την απόβαση των στρατευμάτων. Ο ιταλικός βομβαρδισμός στοίχισε τη ζωή σε 15 Κερκυραίους και τραυμάτισε άλλους 35. Αμέσως μετά τα ιταλικά αποβατικά αγήματα αποβιβάστηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Κέρκυρα, χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου. Με την κίνηση αυτή η Ιταλία όχι μόνο επιχειρούσε να εκβιάσει την ελληνική πλευρά να αποδεχθεί τους όρους του ιταλικού τελεσίγραφου αλλά και να επιδιώξει να εδραιώσει τη θέση της στην είσοδο της θάλασσας της Αδριατικής. Η Ιταλία απαίτησε επίσης πρόσθετη αποζημίωση για τα έξοδα κατοχής της Κέρκυρας. Η Ελλάδα παρά την αδικία που είχε υποστεί, εξακολουθούσε ”στα μάτια” της Κοινωνίας των Εθνών να βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου για μια μη
εξακριβωμένη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου ελαφρότερη από αυτήν που διέπραξε η κατήγορός της, Ιταλία.
Το τέλος της κρίσης
Η αντίδραση της Κοινωνίας των Εθνών, προς την ανοικτή και απροκάλυπτη πρόκληση που αποτελούσε η παραβίαση της εδαφικής κυριότητας της Ελλάδας ήταν μάλλον διστακτική. Αναμφίβολα η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν καθοριστική, η οποία χαρακτηρίστηκε όμως από έλλειψη αποφασιστικότητας και συνοχής στο θέμα της υπεράσπισης του status quo, όπως υπαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο. Η Αγγλία και η Γαλλία, είχαν άλλες προτεραιότητες, και θα απέφευγαν σε κάθε περίπτωση μια σύγκρουση με την Ιταλία, με οποιοδήποτε μέσο δυνατόν. Ο θεσμός της συλλογικής ασφάλειας, όπως αυτός εκφραζόταν από την ύπαρξη και τη λειτουργία της Κοινωνίας των Εθνών δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα, ενώ η ελληνική αντίδραση, τόσο ήπια, υποχωρητική και μοιρολατρική σχεδόν επιβεβαίωσε την ανικανότητα της χώρας να ενεργήσει κατά τρόπο που θα μπορούσε να αντιταχθεί στη θέληση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Μετά από 28 μέρες κατοχής της Κέρκυρας, η ελληνική πλευρά εξαναγκάστηκε από την Κοινωνία των Εθνών να αποδεχθεί τους ιταλικούς όρους καταβάλλοντας τελικά την υπέρογκη αποζημίωση των 50.000.000 λιρετών, αναγκάζοντας να συνάψει δάνειο για την αποπληρωμή της, να τελέσει μνημόσυνο για τους δολοφονημένους Ιταλούς και να αποδεχθεί τη συμμετοχή Ιταλών στις έρευνες εξιχνίασης των δολοφονιών. Ήταν μονάχα ένα πρελούδιο μιας μεσοπολεμικής διεθνής κοινότητας που βάδιζε προς την αστάθεια και τελικά στον κατακερματισμό της.
Πηγές:
- http://www.britannica.com/event/
- http://www.ime.gr/
- https://prezi.com/
- Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΕ.