H Ρουάντα καλύπτει μια έκταση 26.338 τ.χλμ., δηλαδή σχεδόν τα δύο τρίτα του μεγέθους της Ελβετίας. Παρά το μικρό της μέγεθος, χαρακτηρίζεται από μία μεγάλη ποικιλία βιοκλιματικών συνθηκών που έχουν οδηγήσει σε διαφορετικές εθνολογικές κατοικήσεις κατά το παρελθόν της.
Η Ρουάντα ή αλλιώς η χώρα των χιλίων λόφων, κατοικείται από τρεις κύριες εθνολογικές ομάδες, τους Χούτου (84%), τους Τούτσι (15%) και τους Τούα (1%). Ιστορικά, η φυλή των Χούτου ήταν κυρίως πληθυσμός γεωργικών εργατών, ενώ οι Τούτσι αντίθετα ήταν γαιοκτήμονες. Τα αίτια της εμφύλιας σύρραξης της Ρουάντα μπορούν να αναχθούν πίσω στη περίοδο της βελγικής αποικιοκρατίας του 1916-1962, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας ήταν, όπως και στη περίπτωση του Κονγκό, η αναποτελεσματική αποικιακή διαχείριση, η ακόρεστη δίψα για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και των θησαυρών της πρωτογενούς παραγωγής, αλλά και η εμφυλιακή διέγερση καθώς και η καλλιέργεια της διχόνοιας μεταξύ των δύο βασικών εθνοτήτων από την αποικιακή διοίκηση· διαίρει και βασίλευε.
Κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, η φυλή των Τούτσι ήταν ευνοημένη στο τομέα της εκπαίδευσης και της απασχόλησης ενάντια της πλειοψηφίας των Χούτου, η οποία ήταν
αποκλεισμένη από τα περισσότερα δημόσια αγαθά και τις υπηρεσίες. Επίσης, η βελγική διοίκηση εισήγαγε ταυτότητες οι οποίες έκαναν διάκριση της εθνικής καταγωγής. Η πραγματικότητα αυτή όπως ήταν αναμενόμενο οδήγησε σε εντάσεις μεταξύ των Χούτου και των Τούτσι, δύο φυλών που συνυπήρχαν αρμονικά πριν από την αποικιοκρατία κάτω από την ίδια μοναρχία.
Πριν τον εμφύλιο
- 11ος-12ος αιώνας: εγκατάσταση των γεωργών Χούτου, προερχόμενοι αρχικά από τα νοτιοδυτικά και ομιλητές της γλώσσας μπαντού.
- 15ος αιώνας: εισβολή των Τούτσι, φυλής κτηνοτρόφων, ποιμένων και πολεμιστών. Υποταγή των Χούτου. Εγκαθίδρυση φεουδαρχικού και ιεραρχικού συστήματος υπό τον εκάστοτε διαδοχικό μονάρχη της δυναστείας των Νυϊγκίνυα.
- 1885: το συνέδριο του Βερολίνου παραχωρεί τη Ρουάντα στη Γερμανία.
- 1894: οι Γερμανοί διεξάγουν μια πρώτη στρατιωτική εκστρατεία. Έπειτα προσπαθούν να ενσωματώσουν την περιοχή στη Γερμανική Ανατολική Αφρική, αλλά δεν κατορθώνουν να την ελέγξουν πλήρως.
- 1916: Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι γερμανοβελγικές συγκρούσεις στην Αφρική αναγκάζουν την Γερμανία να αναδιπλωθεί στο σημερινό Μπουρούντι.
- 1922: το Βέλγιο, στρατεύματα του οποίου το 1916 είχαν καταλάβει τη χώρα, αναλαμβάνει τη διοίκηση της Ρουάντα.
- 1962: ακολουθώντας την πορεία ανεξαρτητοποίησης του γειτονικού Κονγκό, η Ρουάντα γίνεται και αυτή ανεξάρτητη, με πρώτο πρόεδρο τον Καγιμπάντα. Την ανεξαρτησία του κράτους από τους Βέλγους ακολούθησαν σοβαρές, βίαιες συγκρούσεις που έφεραν αντιμέτωπους τους Χούτου και τους Τούτσι· οι τελευταίοι μεταναστεύουν από τη Ρουάντα ή εξοβελίζονται εντελώς από το δημόσια ζωή.
Η ανεξάρτητη Ρουάντα
Τα τραύματα των χρόνων της αποικιοκρατίας ήταν ακόμα νωπά και οι επιπτώσεις της έγιναν κυρίως αισθητές κατά τη διάρκεια των επόμενων
δεκαετιών που ακολούθησαν την ανεξαρτησία. Οι ηγέτες των Χούτου ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν την εξουσία με κάθε δυνατό μέσο και λίγη σημασία έδωσαν στη δημιουργία ενός υγιούς κρατικού μηχανισμού που θα ήταν ικανός να λειτουργήσει δίχως την εξωτερική αρωγή των Ευρωπαίων. Ο πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης Ρουάντα, Καγιμπάντα, καταγόταν από τη φυλή των Χούτου. Ο βασιλιάς της Ρουάντα και μέλος της φυλής των Τούτσι αναγκάστηκε έτσι να καταφύγει σε εξορία στην Ουγκάντα ως απότοκο της βίαιας μεταξύ των εθνοτήτων των υπηκόων του. Μέσα στα επόμενα χρόνια αυτή η χώρα της αφρικανικής ηπείρου θα αδυνατεί διαρκώς να ακολουθήσει μια πορεία πολιτικής σταθερότητας, ενώ η ισορροπία μεταξύ των δύο κύριων εθνικών της ομάδων θα είναι συνθήκη μάλλον ουτοπική, αφού οι τριβές μεταξύ των δύο διαφορετικών φυλών θα οδηγούν σε περαιτέρω μοιραίες αιματοχυσίες. Με την Ρουάντα να διάγει δειλά δειλά μόλις τον πρώτο χρόνο του ανεξάρτητου βίου της, το 1963, μια εξέγερση μελών της φυλής των Τούτσι στα σύνορα με το Μπουρούντι θα οδηγήσει στη θανάτωση 20.000 εξ αυτών.
Η αποαποικιοποίηση και η επακόλουθη διαχείριση του κράτους από τους Χούτου οδήγησε στην ισοπέδωση της άρχουσας αριστοκρατίας των Τούτσι και της ευνοιοκρατίας, υπέρ της φυλής τους, όπως αυτή υφίστατο στα χρόνια της βελγικής κατοχής. Η φυλή των Τούτσι, που μονοπωλούσε την ιδιοκτησία της καλλιεργήσιμης γης, απαλλοτριώθηκε των πρωτύτερων ιδιοκτησιακών της δικαιωμάτων και προνομίων. Οι νέες γαίες που επήλθαν στην ιδιοκτησία της κυβέρνησης, αναδιανεμήθηκαν σε ακτήμονες οικογένειες Χούτου. Η πολιτική αυτή οδήγησε με τη σειρά της σε μια πρωτοφανή αύξηση της γεωργικής παραγωγής, αποκορύφωμα της οποίας ήταν η δεκαετία του 1980. Το μεγαλύτερο μέρος της γεωργικής παραγωγής κατευθυνόταν στο εξαγωγικό εμπόριο της χώρας, καθιστώντας κατ’ αυτό τον τρόπο την οικονομία της χώρας ιδιαίτερα ευάλωτη στις εξωτερικές συνθήκες, διακυμάνσεις των αγορών, ιδιαίτερα στις διακυμάνσεις της αγοράς του καφέ, ο οποίος αποτελούσε το βασικότερο εξαγωγικό αγαθό και συνεπώς τη κυριότερη πηγή εθνικού εισοδήματος.
Κατά τη διαδικασία αναδιανομής της γης, το νέο καθεστώς είχε αγνοήσει σημαντικούς κινδύνους, αφού στάθηκε ανίκανο να συνειδητοποιήσει ότι στη πραγματικότητα είχε θέσει τα θεμέλια μιας επερχόμενης οικονομικής και εθνικής κρίσης. Η διαδικασία αναδιανομής της καλλιεργήσιμης γης υπήρξε επίσης κατά ένα μεγάλο βαθμό πρόχειρη, μην αφήνοντας διαθέσιμες, ανεκμετάλλευτες εκτάσεις για την δεύτερη και τρίτη γενιά αγροτών. Η αναδιανομή της γης είχε προξενήσει τελικά περισσότερα προβλήματα από όσα είχε επιχειρήσει αρχικά να επιλύσει. Αυτή η ανισορροπία οδήγησε σε μια κατάσταση στην οποία το ήμισυ του πληθυσμού της Ρουάντα δεν ήταν σε θέση να πληρεί την ελάχιστη ενεργειακή απαίτηση διατροφής των 2100 θερμίδων ανά άτομο ανά ημέρα. Για μια χώρα, όπως η Ρουάντα στην οποία ο αγροτικός τομέας απασχολούσε τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της, αυτό ισοδυναμούσε με μία εν δυνάμει εσωτερικά έκρυθμη πολιτική πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, κατά τη δεκαετία του 1980, λιμός έπληξε τη χώρα. Το 1985, εκτιμάται ότι οι τα νοικοκυριά της Ρουάντα δαπανούσαν το 88% των αποδοχών τους
για την αγορά τροφίμων, και ότι το 98% των φτωχών ήταν αγροτικές οικογένειες.
Με τα εξωτερικά κέρδη να μειώνονται συνεχώς, η ικανότητα του καθεστώτος να αναδιανείμει τους κρατικούς πόρους μεταξύ των πολιτών του, γινόταν μια ολοένα και δυσκολότερη διαδικασία. Δυσαρεστημένοι Τούτσι, μερικοί εκ των οποίων είχαν ακόμα διατήρησει την επιχειρηματική επιρροή και της διασυνδέσεις που κατείχαν από την αποικιακή περίοδο, εξέφρασαν ανοικτά τη δυσαρέσκεια τους για τη πορεία της χώρας.
Ο εμφύλιος πόλεμος
Στις δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία της Ρουάντα, δεκάδες χιλιάδες εξόριστοι Τούτσι κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Ουγκάντα και στο Μπουρούντι. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, πολλοί δεύτερης γενιάς Τούτσι, εξόριστοι, σχημάτισαν το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα, το οποίο καλούσε για την επιστροφή όλων των εξόριστων Τούτσι στην πατρίδα τους, ώστε να αγωνιστούν για τη δημοκρατία ,την εθνική ισότητα και τη θέση της φυλής τους στο γίγνεσθαι της πατρίδας τους. Η αστάθεια στη Ρουάντα το 1990, απόρροια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, έδινε στους αντάρτες του Πατριωτικού Μετώπου την ιδανική ευκαιρία για δράση.
Η μοιραία ημερομηνία θα ήταν η 1η Οκτωβρίου 1990, όταν 7.000 μαχητές του Πατριωτικού Μετώπου θα εισέβαλαν στη Ρουάντα από την Ουγκάντα.
”Ο στόχος μας ήταν τότε ο ίδιος όπως είναι και τώρα: η οικοδόμηση μιας Ρουάντα όχι μόνο για Τούτσι ή Χούτου, αλλά για όλους τους πολίτες της Ρουάντα. Προσπαθούσαμε να επιστρέψουμε σε μια κοινωνία, όπως αυτή ήταν πριν οι ξένοι μας δημιουργήσουν την ιδέα ότι Τούτσι και Χούτου δεν είναι ο ίδιος λαός. Μιλάμε την ίδια γλώσσα, λατρεύουμε τον ίδιο θεό, τρώμε το ίδιο φαγητό, ο πολιτισμός μας είναι ο ίδιος” Οι περισσότεροι υποστηριχτές του Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντα ήταν Τούτσι που ζούσαν για μερικές γενιές ήδη στην εξορία, επομένως τα κίνητρα ένταξης των περισσότερων στις γραμμές του ριζοσπαστικού Πατριωτικού Μετώπου που καλούσε για ένοπλο αγώνα, ήταν αρχικά αμιγώς ιδεαλιστικά· η διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού ιστού, βασισμένου στη λήθη του πολύ πρόσφατου παρελθόντος και η ειρηνική συμβίωση των δύο φυλών. Η πραγματικότητα όμως υπήρξε δυστυχώς, μακράν διαφορετική και με ζοφερές αποχρώσεις. Το καθεστώς επέλεξε να απαντήσει με αντίστοιχη βία στη πρόκληση των ανταρτών. Ξεκίνησε έτσι ο αιματηρότερος εμφύλιος πόλεμος του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, ένας πόλεμος αποκτήνωσης, εκβαρβάρωσης και εξαχρείωσης. Τα χειρότερα όμως ακόμα έμελλε να έρθουν.Συνθήκη ειρήνης και γενοκτονία
Τον Αύγουστο το 1993, μέσα από τις ειρηνευτικές προσπάθειες του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας και των γειτονικών κυβερνήσεων
της Ρουάντα, υπεγράφη ειρηνευτική συμφωνία για το τέλος των εχθροπραξιών μεταξύ της κυβέρνησης των Χούτου και του Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντα. Μια ειρηνευτική συμφωνία που αποδείχθηκε όμως εξαιρετικά εύθραυστη. Αρχικά για να διατηρήσει τη σταθερότητα στο εσωτερικό των ελεγχόμενων εδαφών της κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, η κυβέρνηση στράφηκε για βοήθεια στη βελγική και γαλλική κυβέρνηση, που επενέβησαν τελικά στρατιωτικά αλλά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα και παραμένοντας απαθής το περισσότερο διάστημα κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Η πράξη αυτή του νεοαποικισμού, έγινε δεκτή με μεγάλη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό της χώρας. Ως αντάλλαγμα για την ευρωπαϊκή βοήθεια εναντίων των στασιαστών Τούτσι, το καθεστώς αναγκάστηκε να προχωρήσει σε μερικό εκδημοκρατισμό, παραδίδοντας πολιτικές ελευθερίες και στους Τούτσι. Ούτε αυτό όμως στάθηκε ικανό να συγκρατήσει τη χώρα μακριά από τον επικείμενο σπαραγμό.
Ο θάνατος του Χούτου προέδρου Χαμπγιαριμάνα, κατά τη διάρκεια προσγείωσης του αεροπλάνου του στο Κιγκάλι, θεωρήθηκε αμέσως σκόπιμη πολιτική δολοφονία. Ο ασκός του Αιόλου είχε ανοίξει. Ο θάνατος του προέδρου είχε ως επακόλουθο νέες άγριες σφαγές, χωρίς προηγούμενο.
”Υπήρχαν ξυλοδαρμοί και δολοφονίες. Οι άντρες της αντικατασκοπείας της Ρουάντα μοίραζαν όπλα σε δημοτικές αρχές σε επιλεγμένα χωριά. Συγκέντρωναν τους μαχητές του κυβερνώντος κόμματος, οι περισσότεροι από τους οποίους έφεραν μπαστούνια, μαχαίρια και άλλα όπλα και πήγαιναν από χωριό σε χωρίο προς αναζήτηση Τούτσι, σκοτώνοντας χιλιάδες. Χιλιάδες άμαχοι σκοτώθηκαν, όπως σε κάθε πόλεμο.” [Συνταγματάρχης Bernard Cussac, στρατιωτικός διοικητής της γαλλικής δύναμης στο Κιγκάλι]
Η μειονότητα των Τούτσι υπήρξε θύμα πραγματικής γενοκτονίας οργανωμένης από τις εξτρεμιστικές πολιτοφυλακές των Χούτου. Καθώς οι εβδομάδες προχωρούσαν, κάθε Τούτσι αλλά και ο καθένας με υποψία ότι διατηρούσε τυχόν δεσμούς με ένα Τούτσι, ήταν αντιμέτωπος με την απειλή δολοφονίας. Μετριοπαθείς ηγέτες των Χούτου επίσης καθαιρέθηκαν από τα αξιώματα τους και δολοφονήθηκαν, όπως επίσης και δέκα Βέλγοι στρατιωτικοί της ειρηνευτικής δύναμης. Ο αριθμός των θυμάτων, συνολικά ένα εκατομμύριο άνθρωποι υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους, συγκλόνισε τη διεθνή κοινότητα. Χρειάστηκαν εκατό ημέρες για να κοπάσει το χάος στη ταραγμένη χώρα. Εκατό μέρες κατά τις οποίες η ιστορία, οι άνθρωποι και το μέλλον της χώρας άλλαξε διαπαντός. Εκατό μέρες κατά τις οποίες ο άνθρωπος παραδόθηκε στα πλέον κτηνώδη ένστικτά του. Η νύχτα έπεσε πάνω από τη χώρα και για αυτούς που έζησαν από κοντά τη στυγνότητα του σπαραγμού, είναι αβέβαιο αν ποτέ θα ξημερώσει.
Έπειτα, η ζωή στη Ρουάντα, ακόμα και σήμερα δυσκολεύεται να ξεπεράσει τις πληγές του παρελθόντος και να αφήσει πίσω της το ιστορικό της διχόνοια μεταξύ των δύο φυλών.
Πηγές:
- http://www.un.org/
- https://teachwar.wordpress.com/
- https://libcom.org/
- http://www.bbc.com/news/world/africa
- http://endgenocide.org/
- http://www.history.com/
- http://www.globalsecurity.org/
- http://acuns.org/
- http://news.nationalgeographic.com/