Αυτό το ξημέρωμα με βρήκε συντροφιά με ένα μεθυσμένο μισοφέγγαρο που πάσχιζε να μην μπερδέψει τα βήματά του και πέσει μες στα νερά του ωκεανού. Ξενυχτισμένοι και οι δυο, ελπίζαμε σε έναν ύπνο που θα νάρκωνε την συνείδησή μας και θα μας χάριζε λήθη και άφεση για τις αποδοκιμασμένες μας εντεύξεις με το παρελθόν.
Μα η συνάντηση με τον Μορφέα αργεί. Γι’ αυτό αρχίζω να μετράω τα σημάδια που άφησε το χτες επάνω μου. Είναι ακόμα εμποτισμένο το δέρμα μου με την μυρωδιά σου. Τυλίγομαι μες στα σεντόνια μου και το άρωμά σου βάφει το ύφασμα με χρώμα πορφυρό, στην απόχρωση του λάθους. Έχω ακόμη τα αποτυπώματα των φιλιών σου στο λαιμό μου σαν δερματοστιγμένο σουβενίρ που σε αλλοτινές εποχές δεν θ’ αποχωριζόμουν. Και η γεύση που ακούμπησες στα χείλη μου κλείνει μέσα της την ενοχική και γνώριμη πλέον θλίψη σου αναμεμειγμένη με την μοναξιά που κουρνιάζει σε κάθε σκοτεινή γωνιά της ψυχής σου.
Όμως η αναβίωση του παρελθόντος, που τόσο πιστά αναπαράγαμε το περασμένο βράδυ, έχει ρίξει άγκυρα στον τελικό της προορισμό. Ακόμη και το «αύριο» δεν δίστασε να έρθει πάνω στην ώρα για να μας στηλιτεύσει για την αμαρτία που διαπράξαμε όταν αποφασίσαμε να συναντηθούμε ξανά στο δωμάτιο των αναμνήσεων.
Φέρω επάνω μου το πρόσκαιρο στίγμα της ανυπακοής μα δεν με νοιάζει. Γιατί μόνο σε εκείνες τις αναπολήσεις που αρνιόμουνα εξαρχής, διαπιστώνω πόσο μακριά έφτασα χωρίς εσένα. Μόνο στην κατά καιρούς αγκαλιά σου ελέγχω αν παραμένουν ξεθυμασμένα τα συναισθήματά μου για σένα. Και εκείνα τα χάδια σου που εξυμνούσα, δεν έχουν θέση πια στις μνείες που δωρίζω.
Μπορεί να μοιραζόμαστε εφήμερες στιγμές ευδαιμονίας μα δεν θα αγγίξουν το ζωηρό νεφέλωμα που έχει τρυπώσει τελευταία μες στην ψυχή μου…