Τα τελευταία χρόνια, για διάφορους λόγους, τα σίκουελ κυριαρχούν στην παγκόσμια κινηματογραφική σκηνή. Αφιερώνω, λοιπόν, το πρώτο άρθρο του 2017 στο καλύτερο σίκουελ που έχει γυριστεί ποτέ, σε μια εποχή μάλιστα που το είδος δεν ήταν της μόδας…
Ο Νονός, Μέρος ΙΙ
Γκανγκστερικό δράμα, 1974, 200′
Σκηνοθεσία: Francis Ford Coppola
Σενάριο: Francis Ford Coppola & Mario Puzo
Πρωταγωνιστούν: Al Pacino, Robert DeNiro, Diane Keaton
Για να είμαστε βέβαια δίκαιοι, το δεύτερο μέρος του Νονού, το πρώτο σίκουελ που κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, είχε ήδη την τεράστια κληρονομιά του προκατόχου του. Οι χαρακτήρες, η ατμόσφαιρα, αλλά και η αγάπη κοινού και κριτικών ήταν ήδη έτοιμα. Αυτό, βέβαια, θα μπορούσε εύκολα να γυρίσει μπούμερανγκ λόγω των υπερβολικά υψηλών –για σίκουελ- απαιτήσεων, ειδικά από τη στιγμή που το μεγάλο αστέρι, ο Marlon Brando, ο αυθεντικός «Δον» Κορλεόνε, έλειπε από το πλάνο.
Η ευφυία στο σενάριο και τη ροή του τρίωρου (όπως άλλωστε και η πρώτη ταινία) δεύτερου Νονού είναι η εναλλαγή παρελθόντος και μέλλοντος, με δυο ξεχωριστές ιστορίες να προβάλλονται εναλλάξ και να ξετυλίγονται γύρω από τα δυο μεγάλα ονόματα της ταινίας: τον Αλ Πατσίνο, που συνεχίζει ως Michael Corleone, όπως τον αφήσαμε στο τέλος του Νο1, πιο αποφασισμένος, ισχυρός και αδίστακτος από ποτέ και τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που μας γυρίζει στο παρελθόν υποδυόμενος σε flashback τον αυθεντικό «Δον» σε νεαρή ηλικία, και μας δείχνει πως με παρόμοια χαρακτηριστικά κατόρθωσε από το μηδέν να φτιάξει την ισχυρότατη φαμίλια που γνωρίσαμε από την αρχή.
Όπως (θα έπρεπε να) γίνεται πάντα όταν γυρίζεται ένα σίκουελ, όσο καλή και «στρωμένη» να είναι η ιστορία των προηγούμενων ταινιών, πρέπει να υπάρχουν νέες ιδέες και ευφάνταστες εμπνεύσεις, που να μην αλλοιώνουν όμως το νόημα του όλου κόνσεπτ, εκτός αν έχουν σκοπό να παρουσιάσουν κάτι τελείως διαφορετικό.
Οι εμπνεύσεις, λοιπόν, σε σεναριακό και σκηνοθετικό επίπεδο, είναι αυτές καθιστούν το Νονό 2 εξαιρετική ταινία. Οι χαρακτήρες, κυρίως του Michael Corleone και του διπρόσωπου αδελφού του Fredo (John Cazale) αναπτύσσονται πολύ περισσότερο από το πρώτο φιλμ, νέα πρόσωπα, συνθήκες και δολοπλοκίες εμφανίζονται, και η αγωνία παραμένει στο κατακόρυφο από την αρχή ως το τέλος.
Το δίπολο Πατσίνο-Ντε Νίρο, που ο καθένας τους δίνει ρέστα σε ρόλους που μοιάζουν ταυτόχρονα παρόμοιοι και τελείως διαφορετικοί, χωρίς να έχουν ούτε μια κοινή σκηνή, είναι το μεγάλο ατού της ταινίας. Οι δύο γίγαντες του σινεμά, στους ρόλους που τους ανέδειξαν, είναι απολαυστικοί και γεμίζουν την οθόνη με το πάθος, την ωριμότητα και τον πλουραλισμό τους, στεκόμενοι στο ύψος των περιστάσεων και καλύπτοντας την απουσία του Marlon Brando. Ο Κόπολα, αν και λιγότερο ατμοσφαιρικός και νοσταλγικός συγκριτικά με την πρώτη ταινία, είναι εξίσου καθηλωτικός στη σκηνοθεσία του, και το αποτέλεσμα περιέχει περισσότερη αγωνία, μυστήριο και ανατροπές από ποτέ.
Ένα στοιχείο λείπει μόνο από το δεύτερο Νονό σε σχέση με τον πρώτο: η νοητή αυτή σφραγίδα μιας πολύ μεγάλης ταινίας. Υπάρχουν κι εδώ χαρακτήρες, σκηνές και ατάκες που άφησαν ιστορία, αλλά χωρίς την αφύσικα βραχνή φωνή του «Δον» Marlon Brando, τους επικούς μονολόγους του και τις τελετουργίες τύπου «κομμένο κεφάλι αλόγου» που περιλαμβάνει ο Νονός, αρκετή από τη μαγεία χάνεται.
Ο δεύτερος Νονός, σε αντίθεση με τον αποτυχημένο τρίτο (1990), είναι μια εξαιρετική ταινία, μάλλον πληρέστερη από την πρώτη, αλλά κινείται στα όρια του συνηθισμένου. Παρ΄ όλα αυτά, άφησε τη δική του εποχή στο χώρο, αναδεικνύοντας μεγάλα ονόματα της τέχνης και αποδεικνύοντας πως τα σίκουελ έχουν πέραση και μπορούν να εξελιχθούν. Σαράντα τρία χρόνια μετά, τα σίκουελ όλων των ειδών κυριαρχούν στο Χόλιγουντ, ίσως μάλιστα σε υπέρμετρο βαθμό, αλλά κανένα δε μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να συναγωνιστεί το αριστούργημα του Κόπολα.
Καλή χρονιά σε όλους!
Βαθμολογία: 8,5/10