Σε κατέστησαν αδικαιολογήτως απόντα οι ηθελημένες σου φυγές και εξορίστηκες στην άκρη της λήθης, να κατοπτεύεις το άλγος που τύλιξε τον άγευστο πια χρόνο μου. Οι λεπτοδείχτες άρχισαν να σκονίζονται από τις στάχτες των στιγμών μας που πήραν φωτιά εξαιτίας μιας παρορμητικής θλίψης. Έπεσε βαριά η στάχτη εκείνη επάνω στα ρολόγια, επάνω στον ίδιο τον χρόνο που στάθηκε τελικά ασάλευτος και μαρμαρωμένος κάτω από το δυσβάσταχτο φορτίο των καμένων μας αναμνήσεων.
Κι απέμεινε να κρατάει την ανάσα του ο χρόνος σε ένδειξη αλληλεγγύης προς το μέρος μου… κι οι μέρες, πιστές στο πρόσταγμα του καιρού, φοράνε τα χρώματα της σέπιας πια και σιγομουρμουρίζουν νότες ενός απροσάρμοστου αποχωρισμού. Νότες που παλεύουν να βρούνε χώρο μες στην σκέψη μου αλλά τις εξορκίζω όταν σφαλίζω τα μάτια της ψυχής μου μπροστά τους…
Κλείνω τις κιτρινισμένες απουσίες σου σε ένα συρτάρι του μυαλού μου για να μην με αγκυλώνουνε πια οι αιχμηρές τους απολήξεις και στροβιλίζομαι στην δίνη ενός κενού που ύφανες εσύ και μου κληροδότησες. Σε έκρυψα σε ένα απροσδιόριστο σκοτάδι, μακριά από όλους. Σε κρύβω κι από τον ίδιο μου τον εαυτό παίζοντας τυφλόμυγα κάθε φορά που ένα απομεινάρι σου εμφανίζεται εμπρός μου. Με κοροϊδεύω από την αρχή και στο ίδιο μοτίβο.
Κι όμως, πίσω από την κουρτίνα που σε καθιστά αόρατο στη συνείδηση των άλλων, η απουσία σου αναδίνει έντονα το άρωμα του έρωτα που νόμιζα πως θα ξεθύμαινε μαζί με την ανάμνησή σου. Ανασαίνω όσες μνήμες δεν καπνίστηκαν από τον χρόνο. Και παραδέχομαι σε νύχτες νεφελώδεις πως κανένα αποτύπωμα παρουσίας σου δεν μου δίδαξε πιο εμπεριστατωμένα πόσα σημαίνει η αντανάκλασή σου για τον καθρέφτη της ζωής μου…