Τον τελευταίο καιρό δεν συμμετέχω με ιδιαίτερη προθυμία σε αυτό το μεγάλο και παγκόσμιο οικοδόμημα που ονομάζουμε social media – ένα ορατό φάντασμα των ημερών μας, παλαιότερα έμοιαζε με δυστοπικό περιβάλλον του H.P. Lovecraft που έκλεινε με διακριτική και κάπως αποσταστιοποιημένη συμπάθεια το μάτι στον ρομαντικό ρεαλισμό της μεταγενέστερης Ayn Rand και στις φιλοσοφικές απόψεις της περί Objectivism-, έτσι ελάχιστη βαρύτητα επιλέγω να δίνεται και στην δημόσια ζωή μου, στο ποιός μου είπε τί και σε ποιά -υποτίθεται τρομερή- φήμη κυκλοφόρησε για παλιούς γνωστούς που ένα φεγγάρι τα πίναμε μαζί στο ίδιο Bar διαφωνώντας παραλλήλως για τελευταίες καλλιτεχνικές απόπειρες αγαπημένων rock συγκροτημάτων και Ευρωπαίων συγγραφέων – η ζωή μας δεν ενδιαφέρει κανέναν σοβαρό άνθρωπο-. Συζητήσεις του τύπου “Ο τάδε χαρακτήρισε την ξέρεις ποιά με τη λέξη που αρχίζει από μ ή κ” δεν φαίνεται να με αφορούν, κατά συνέπεια ούτε τους δίνω τροφή με την διαδικτυακή παρουσία μου.
Παρ’ όλα αυτά, οι θέσεις μας, το ποιοί υπήρξαμε πριν ένα χρόνο, τί ψηφίζαμε, τί υποστηρίζαμε και τί υποστηρίζουμε τώρα φερειπείν για το δημοψήφισμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ποιοί είμαστε την Δευτέρα και ποιοί θα είμαστε την Παρασκεύη, μοιάζει για τις μεγάλες μάζες τόσο συναρπαστική πραγματικότητα, breaking news, όσο και οι τρομακτικές εξελίξεις στην Ρεπουμπλικανική Αμερική ή όσο οι συζητήσεις περί δημιουργίας Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης που παραπέμπουν στον Στέφαν Τσβάιχ. Στον πυρήνα των κεντρικών μας ασχολιών στο internet – σκοπίμως αναφέρομαι σε ασχολίες και όχι σε ενδιαφέροντα- κυριαρχούν ακραίες αντιθετικές μεταξύ τους θεματολογίες που ώρες ώρες με κάνουν να αναρωτιέμαι εάν προσεγγίζουμε τον υπεράνθρωπο του Νίτσε ή τον Ηλίθιο που φαντάζομαι εγώ να γεννά και να πολλαπλασιάζεται ασταμάτητα μέσα σε κοινωνίες των Zombies των απόψεων, της ημιμάθειας, των μετα-αληθειών, της σκόπιμης παραπληροφόρησης – συχνά πιστεύουμε ό,τι μας βολεύει και δεν θέλουμε να μάθουμε από τους πιο ικανούς αλλά από τους πιο συμπαθείς-, των μέσων και των professionals της διασκέδασης. Ζητήματα που υπό φυσιολογικές συνθήκες – όπου φυσιολογικές συνεπάγεται ελάττωση της αμεσοδημοκρατικής μανίας μας- θα έμοιαζαν εξαιρετικά topics συζήτησης, πχ: gay γάμοι, διαχωρισμός κράτους- εκκλησίας, προσφυγικό, μεταναστευτική κρίση, άνοδος της ακροδεξιάς κλπ. πλέον μετατρέπονται σε plastic food των αναλυτών της φούσκας, οι οποίοι αναζητούν αγωνιωδώς ένα ποιοτικό one night stand με τον πνευματικό κόσμο των ελιτιστών που τόσο φθονούν εφόσον δεν δύνανται να τους φτάσουν. Η κουλτούρα, η μόρφωση, η παιδεία δεν φτάνει ως εκεί σε αντίθεση με τον Νάρκισσο συλλογικό εαυτό που ξέρει τα πάντα χωρίς να ξέρει τίποτα. Ιδιαιτέρως οι Έλληνες αποτελούν ένα θαυμάσιο παράδειγμα μιας κοινωνίας που ως σύνολο, πολύ θα ήθελε να καθρεφτίζεται ένας Νίκος Δήμου ή μία Σώτη Τριανταφύλλου κάθε φορά που κοιτάει στον καθρέφτη αλλά εφόσον δεν έχει καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια ώστε να το αξίζει, επιλέγει τον επαρχιώτικο φθόνο, την ιδεολογία της επιβούλευσης και συναντά το πρόσωπό της σε pop idols, σε μεσημεριανά, σε gossip tv και σε κονσερβοποιημένα σήριαλ. Έτσι, αντί να μαθαίνουμε πώς να μοιάζουμε στους καλύτερους, στους πιο μορφωμένους και εκλεκτούς ώστε να ευτυχίσουμε μαζί τους, κάνουμε την εύκολη επιλογή και τελικώς αποστρεφόμαστε την γνώση, την ώριμη σκέψη, την ευγενική τοποθέτηση που μισούμε – “Δεν γνωρίζω το θέμα που θίγετε, κύριοι” -, πουλάμε αντικοσμοπολιτισμό, απαξιώνουμε ανθρώπους, αναπαράγουμε αντιευρωπαϊσμό, ανατολίτικη μαγκιά – “αυτοί είμαστε και σε όποιον αρέσουμε” – διολισθαίνουμε σε βλακώδεις ισχυρισμούς, σε ρατσιστικά παραληρήματα και σεξιστικά ξεσπάσματα, σε συνωμοσιολογίες και μεγαλοϊδεατισμούς. Γινόμαστε το χείριστο λούμπεν.
Το δύο χιλιάδες δεκαεπτά εξελίσσεται ήδη σε μία κακή χρονιά. Αριστεροί και δεξιοί πολίτες είναι αμφότεροι ιδεοληπτικοί και δεν βρίσκουν κοινά σημεία ούτε στα πιο απλά ζητήματα. Η αλήθεια είναι πως δεν φαίνεται να γνωρίζουμε καλά καλά ούτε βασικές ορολογίες. Οι δεξιοί χαρακτηρίζονται από την μεγάλη μερίδα της αριστεράς ως καπιταλιστές και φασίστες(!) Πρώτο λάθος. Η βάση του φασισμού είναι λαϊκή, οι αριστεροί ωστόσο επιμένουν να συνδέουν τον καπιταλισμό με την ελεύθερη αγορά και τον φιλελευθερισμό. Έτσι τους βολεύει; Έτσι νομίζουν; Ποιός ξέρει; Ίσως για την αριστερά ο φασισμός -με τον οποίο η ίδια βρίσκεται σε συνεχή διαλεκτική σχέση- και ο καπιταλισμός είναι ένα και το αυτό. Παραπέμπω στον Τζων Λοκ για ακριβή ενημέρωση πάνω στη θεωρία του φιλελευθερισμού. Από την άλλη, οι δεξιοί και κυρίως οι conservatists εξισώσουν την αριστερά με τον κομμουνισμό – εδώ η συλλογιστική τους πορεία αποτελεί σφάλμα της λογικής ωστόσο το συμπέρασμά τους είναι εν μέρει σωστό, απλουστευτικά- ενώ άλλοι κάπως πιο κοντά στην βάση της αλήθειας βλέπουν στον αριστερό χώρο, τις Liberal αρχές του νεώτερου διαφωτισμού να συμπλέουν μετριοπαθώς με σοσιαλδημοκρατικές λύσεις. Και εδώ το ζήτημα σηκώνει τσιγάρο και μακρά συζήτηση.
Επισημαίνω σε αυτό το σημείο το εξής: Oι Έλληνες πολίτες δεν βρίσκονται σε θέση να αντιληφθούν πως ο κόσμος ρυθμίζεται από τις πολιτικές επιλογές των ίδιων. Τίποτα δεν είναι προκαθορισμένο και η ιστορία κάνει κύκλους απλώς επειδή οι πλειοψηφίες αποτελούν μεγάλες ομάδες αποκομμένες από την λογική, τα κατάλληλα πρότυπα και την γεωπολιτική γνώση. Συνεπώς παίρνουν τις χειρότερες αποφάσεις και κάνουν τα πιο καταστροφικά λάθη. Η εκλογή Trump δεν αποτελεί “επιλογή των Illuminati” ούτε είναι “γροθιά στο σύστημα των προοδευτικών”. Αποτελεί απλώς την περίτρανη απόδειξη ότι πάμε κατά διαόλου. Ο Einstein μεταξύ βλακείας και σύμπαντος θεωρούσε νικητήριο μέγεθος την βλακεία των ανθρώπων. Μάλλον συμφωνώ μαζί του.
Καταλήγω πως η φαινομενική ελευθερία μας να συμμετέχουμε στα κοινά κάθε στιγμή της μέρας όπου σταθούμε και όπου βρεθούμε με ένα απλό δημόσιο σχόλιο σε εφαρμογές όπως το facebook, όπου έχει πρόσβαση ο καθένας, δεν αποτελεί ουσιαστική ελευθερία αλλά κατάχρηση εξουσίας. “Παντογνώστες” ξεπηδάνε από παντού, δημιουργούν τα περίφημα δωμάτια ηχούς – όπου οι μειοψηφίες συμφωνούν και αυτοθαυμάζονται. Ο Σαββόπουλος έγραψε τους εύστοχους στίχους: “Οι μειοψηφίες, τάγματα ξυπόλητα, σκαρφαλώνουν μέσα σε σκοτάδια απόλυτα.” – και χωρίς τις απαραίτητες αποδείξεις δημιουργούν ψεύτικες πραγματικότητες, μύθους και απόψεις που μεταφράζονται ως οι μετα-αλήθειες ενός συννεφιασμένου μέλλοντος. Οι μετριοπαθείς αναγκαζόμαστε να κάνουμε λόγο για διαφορετική οπτική, να συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε και εν ολίγοις, λόγω καλής διαγωγής ή συμφιλιωτικού πνεύματος να προσφέρουμε μέχρι και στο κάθε διαδικτυακό troll τον κατάλληλο χώρο ώστε να δράσει όπως επιθυμεί.
O Milan Kundera σημειώνει στο διάσημο έργο του, The unbearable lightness of being : A person who longs to leave the place where he lives is an unhappy person. Που μεταφράζουμε ως: Το άτομο που δεν βλέπει τον καιρό να φύγει από το μέρος όπου ζει είναι δυστυχισμένο. Το πρόβλημα είναι τί συμβαίνει όταν το μέρος που θέλουμε να εγκαταλείψουμε δεν είναι πια μόνο η χώρα μας αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου, όταν το σκοτάδι της αντι-σκέψης μοιάζει να εξαπλώνεται παντού και προς όλες τις κατευθύνσεις.
Κάθε φορά που ακούγονται κενολογίες και εξάγονται αυθαίρετα συμπεράσματα οι ευπρεπείς πολίτες φαίνεται να διατηρούν ουδέτερη στάση, να σιωπούν και να αναγνωρίζουν δικαίωμα στο λάθος, a lot of wind. Εγώ από την άλλη, τώρα τελευταία δεν μπορώ πια να αντιστέκομαι στην ανάγκη μου να φωνάζω στους αερολόγους των post-truths: Mumbo Jumbo, Mumbo Jumbo, Mumbo Jumbo!