Χαζεύω την ματαιότητα πίσω από το τζάμι της ζωής. Ένα θολωμένο είδωλο πλέον η δική σου φιγούρα, που μέχρι χτες κατείχε περίοπτη θέση στον κεντρικό διάκοσμο της καρδιάς μου. Μα τώρα, πεσμένη από το βάθρο της, μοιάζει θλιβερό κατάλοιπο ενός παρελθόντος που αρχίζω να σβήνω με αποφασιστικές κινήσεις. Τα θρυμματισμένα σου κομμάτια κείτονται άψυχα πια στο έδαφος του χρόνου. Η λάμψη σου έχει ξεθωριάσει σαν παλιά, κιτρινισμένη φωτογραφία, κρυμμένη από τα μάτια του καιρού.
Χαζεύω και το σταματημένο ρολόι που πάγωσε ακαριαία την στιγμή που με αποκήρυξες. Η απόκοσμη ακαμψία του ταιριάζει τόσο πολύ με το τέλος εποχής μας… Μα όπως λιώνουν οι πάγοι στην καρδιά της φύσης, έτσι κι αυτό μέλλει να άρει την ακλόνητη στάση του. Και ξέρω ότι όταν αρχίσουν να κινούνται και πάλι οι δείκτες του θα σημάνει η αρχή του τέλους για όλες τις αναμνήσεις που κεντήσαμε επάνω στον καμβά μας. Κάθε χτύπος κι ένα σάλεμα της λήθης που θα ξεχυθεί σαν χείμαρρος να καλύψει τις εκδορές της κάθε ψυχής.
Ακούω αμυδρά τον ήχο του ρολογιού. Σημαίνει ήδη την έλευση της λήθης. Την νιώθω να ακουμπάει πάνω μου τα καταπραϋντικά της θέλγητρα και να με ελευθερώνει από τις αλυσίδες της μνήμης. Το μόνο που μένει να κηλιδώνει πλέον κάποιες διάσπαρτες άκρες του μυαλού είναι οι καστροπολιτείες που χτίζαμε ομού στην αμμουδιά του χρόνου. Κάστρα που φτιάχναμε μερόνυχτα ατέλειωτα με την παιδική αφέλεια πως θα αντέχανε παντός καιρού δίπλα στο νερό. Μα η ματαιότητα κι οι εσφαλμένες μας επιλογές κοίμισαν όνειρα ενός χρόνου που χάθηκε μες στα κύματα, όπως κι εσύ.
Χαζεύω την ματαιότητα μα απομακρύνομαι. Στην αγκαλιά της πλέον θα σε αφήσω να ξενυχτάς.