Γεννήθηκε μέσα στην αλμύρα, το αλάτι έλουζε τα μαλλιά της από μικρό παιδί και τα μάτια της έλαμπαν καθώς έβλεπε το πράσινο φανάρι από το μπαλκόνι του σπιτιού της… Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, η φωτιά που ένιωθε για την Μεγάλη αυτή Κυρία, την Θάλασσα, της έκαιγε τα σωθικά…
Ατίθαση και μονίμως άφαντη, στις σκέψεις της και τη λαχτάρα της. Μια λαχτάρα που πολλές φορές της έκοβε την ανάσα… Πήγαινε και καθόταν με τις ώρες στο λιμάνι και κοίταζε το φάρο.Ήταν κουρασμένη από τον ήλιο που έκαιγε το πρόσωπο της, μα και συνάμα τόσο ενθουσιασμένη, το μυαλό της ταξίδευε σε μέρη μακρινά κι ας ήταν το κορμί της στον τόπο που γεννήθηκε.
Στον τόπο που μεγάλωσε, στον τόπο που αγάπησε, εκεί που όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου κοίταζες το απέραντο γαλάζιο… Πόσες εικόνες αποθηκευμένες στο μυαλό της, με φουρτούνα, με άπνοια, με γαλήνη… Πόσα βράδια ένιωσε να πνίγεται και να θέλει να αμοληθεί, να τρέξει στο φάρο και να ταξιδέψει… Εκεί καθόταν τις νυχτιές και έγραφε στο ημερολόγιο της, τα όνειρα και τα πάθη της, τις στιγμές της και τα θέλω της…
Πάντα άφαντη και χαμένη στον ορίζοντα, ο χρόνος σταματούσε στον ήχο των κυμάτων και ξεκινούσε πάλι με την ανατολή, εκεί που ο ήλιος έπαιρνε τη θέση του σκότους κι ο ήχος της πόλης κάλυπτε τη βουή των κυμάτων… Μεγάλωσε και άρχισε να τρέχει, ένας ατελείωτος αγώνας για να πιάσει το όνειρο και να το κάνει πραγματικότητα… Πολλά τα εμπόδια, πολλοί και οι πειρασμοί, μα εκείνη ψυχρή απέναντι σε οτιδήποτε άλλο…
Σκληρή σαν ατσάλι και εύθραυστη σαν κρύσταλλο, δράση και αντίδραση την ίδια στιγμή…κι έτσι το όνειρο άρχισε να παίρνει μορφή , χρώματα κι αρώματα. Το έντυνε καθημερινά και το στόλιζε όλο και πιο πολύ, όπως ήθελε και ήξερε εκείνη…
Δοκίμαζε συνεχώς το παιχνίδι των χρωμάτων, μόνη εντελώς μόνη, γιατί αυτό το όνειρο θέλει μόνο δυο, εκείνη και τον εαυτό της… Δεν χωρούσαν άλλοι… Κι όσο περνούσε ο καιρός η φλόγα μεγάλωνε κι ο έρωτας του γαλάζιου ήταν πλέον η πληρότητα της, τι κι αν προσπάθησαν να την μεταπείσουν, εκείνη σαν ούριος άνεμος άλλαζε πορεία κι έφευγε μακριά!!!
Αμετάκλητη η απόφαση της και μοναδικό της στήριγμα το Πείσμα της, απέναντι σε όλους και σε όλα, διέσχιζε τα κύματα και έβλεπε την πλώρη της… Μια πλώρη χοντροκομμένη με δύναμη και γερή λαμαρίνα, φορτωμένο το γκαζάδικο με 1 εκατομμύριο βαρέλια και το υδρόθειο να ξεμπουκάρει από όπου έβρισκε τον τρόπο…
Πόσο ‘’τρελό’’ θα ακουστεί, μα σαν έβγαινε κατά τη δύση του ηλίου να περπατήσει στο κατάστρωμα απολάμβανε τη δυσοσμία του υδρόθειου που έβγαινε από τις δεξαμενές. Πλέον ζούσε μέσα στο όνειρο της, φοβόταν να τον χαρακτηρίσει πραγματικότητα, όπως θα φοβάται για πάντα… Γιατί εκείνη ξέρει πως όσο το θεωρεί όνειρο, τόσο θα το ζει…
Αν το χαρακτήριζε πραγματικότητα ίσως το γαλάζιο της είχε σκεπαστεί από το μαύρο του σκοταδιού… Κι αυτό δεν θα το επέτρεπε ποτέ η Αφέντρα της Μοίρας της κι ο Καπετάνιος της ψυχής της… Κι όσο αναπνέει στα αυτιά της θα ηχεί η βουή της Μεγαλοκυρίας που με φουρτούνα και γαλήνη άλλαξε όλη της τη ζωή και κάθε χτύπος της καρδιάς της θα ‘ναι σαν ένα ουρλιαχτό,
“Θάλασσα μου σ’ αγαπάω”