Μικρές φαντάζουν οι ώρες και βυθίζονται μέσα σε μεγάλα, χειμαρρώδη συναισθήματα. Συναισθήματα που καταλήγουν να λιμνάζουν σε γνώριμες κοίτες μέσα στην θαλπωρή της επερχόμενης νύχτας. Και καθώς απλώνεται το σκοτάδι τριγύρω μας, ξεχύνεται η λήθη να καλύψει τα κενά της σιωπής που δημιούργησαν οι μικροί, ανούσιοι εγωισμοί μας. Αυτοί που έμαθαν να πλέκουν ιστούς γύρω από τις επιθυμίες μας και να δεσμεύουν λόγια και πράξεις στην ανείπωτη, αραχνιασμένη τους αγκαλιά.
Μέσα σε αυτό το μακρόσυρτο, νωχελικό σκοτάδι σε ψάχνω νοερά κάθε φορά που νιώθω την ανάμνησή σου να τρεμοπαίζει μέσα στις κόγχες του μυαλού μου. Όπως έρχομαι να σε βρω και κάθε φορά που η μνήμη μου μοιάζει να παίρνει μια τρωτή και επικίνδυνη στροφή προς την πλευρά της λησμονιάς.
Κλείνω τα μάτια μου και τεντώνομαι για να σε ξαναβρώ. Κι όπως απαρνούμαι τον οφθαλμοφανή περίγυρό μου, ένας αλλοτινός κόσμος ξανοίγεται κάτω από τα βλέφαρά μου. Παίρνει η εικόνα σου τα χρώματα και την θέρμη του καλοκαιριού που καθρεφτιζόταν στο χαμόγελό σου. Δανείζεται η μνήμη σου τις μυρωδιές του γιασεμιού και της γαζίας που μάγευαν τα απογευματινά σου βήματα. Και το ηλιοβασίλεμα βρίσκει απάνεμο και φιλόξενο λιμάνι για να συστήσει και να ξεδιπλώσει τα χρώματά του μέσα στο φωτεινό σου βλέμμα.
Κλείνω τα μάτια μου και μένω εκεί, σε ένα σκοτάδι που καταπνίγει τον παλμό του έξω κόσμου. Σε ένα έρεβος που προσφέρει τόσο ανακουφιστική ημιδιαμονή στις αναμνήσεις που έχω κρατήσει από σένα. Κι εγώ παραμένω στην συντροφιά της νυχτερινής αναπόλησης ακολουθώντας τα νοερά σου χνάρια ίσαμε οι πρώτες σταγόνες της αυγερινής πραγματικότητας να σημάνουν την λήξη του ονείρου.