Και είπε ο μεγάλος Λιβανέζος ποιητής στον ”Κήπο του Προφήτη”: Το έθνος να λυπάστε αν φορεί ένδυμα που δεν το ύφανε. Ψωμί αν τρώει αλλά όχι απ’τη σοδειά του. Κρασί αν πίνει,αλλά όχι από το πατητήρι του.Το έθνος να λυπάστε που δεν υψώνει τη φωνή παρά μονάχα στη πομπή της κηδείας.Που δεν συμφιλιώνεται παρά μονάχα μες’τα ερείπιά του. Που δεν επαναστατεί παρά μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα. Το έθνος να λυπάστε που έχει αλεπού για πολιτικό, απατεώνα για φιλόσοφο, μπαλώματα κι απομιμήσεις είναι η τέχνη του. Το έθνος να λυπάστε που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους…
Ο Χαλίλ Γκιμπράν ή ”ο άνθρωπος από τον Λίβανο” όπως τον αποκαλούσαν γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1883 στο Μπσαρί του βόρειου Λιβάνου. Οι ενασχολήσεις και ο επιπόλαιος χαρακτήρας του πατέρα του, οδήγησε την οικογένειά τους στην φτώχεια γεγονός που στέρησε την επίσημη εκπαίδευση από τον Χαλίλ. Ωστόσο έμαθε κάποια βασικά μαθήματα από τον ιερέα του χωριού (ήταν χριστιανός μαρωνίτης). Όταν οι Οθωμανικές αρχές συνέλαβαν τον πατέρα του για χρέη, έμειναν χωρίς σπίτι και αφού φιλοξενήθηκαν από γνωστούς και συγγενείς η μητέρα του αποφάσισε να μεταναστεύσουν στις Η.Π.Α. Έτσι το 1895 ο Χαλίλ βρέθηκε μετανάστης στη Βοστώνη.
Το 1898 επέστρεψε πίσω στον Λίβανο για να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το 1902 έφυγε ξανά για τις Η.Π.Α και το 1904 πραγματοποίησε την πρώτη του έκθεση στη Βοστώνη, καθώς ήταν και σκιτσογράφος. Τα σκίτσα του -πολλά από τα οποία παρουσιάζονται στα λογοτεχνικά του έργα- έχουν συμβολική σημασία και έχουν πάντα σχέση με το θείο και τον πνευματικό κόσμο. Επιπλέον όταν βρέθηκε στο Παρίσι φοίτησε και στη Σχολή καλών τεχνών έχοντας ως δάσκαλό του τον Ογκίστ Ροντέν.Στις 10 Απριλίου του 1931 ο Χαλίλ Γκιμπράν άφησε την τελευταία του πνοή στα 48 του χρόνια, από εκτεταμένη κίρρωση του ήπατος.