Πριν από πολλά χρόνια σε ένα ορεινό χωριό που το λέγανε Ναβαϊκεσεσέ πάνω στο νησί Μπένγκα ζούσε η φυλή των Σαβάου. Ο Ντρέντρε ήταν ο φημισμένος παραμυθάς του χωριού και τους διασκέδαζε με τις ιστορίες του. Οι ντόπιοι συνήθιζαν να του πηγαίνουν δώρα για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους για τη μαγεία που έβαζε στις ζωές τους.
Μια μέρα τον ρώτησαν τι δώρο θα ήθελε να του φέρουν. Εκείνος ζήτησε το πρώτο πράγμα που θα έβρισκαν την επόμενη μέρα ενώ θα κυνηγούσαν.
Ο Τούι-Να-Ιβινγκαλίτα, ένας από τους πολεμιστές πήγε για να ψαρέψει χέλια σε ένα ποτάμι. Έβαλε το χέρι του στη λάσπη της όχθης και έπιασε κάτι που του φάνηκε σαν χέλι. Το τράβηξε έξω και αυτό πήρε τη μορφή ενός Θεού Πνεύματος. Ο Τούι-Να-Ιβινγκαλίτα αισθάνθηκε πολύ χαρούμενος και περήφανος με το δώρο που θα πήγαινε στον παραμυθά. Όμως, ο Θεός Πνεύμα, άρχισε να τον ικετεύει να του χαρίσει την ελευθερία του και του έδινε σε αντάλλαγμα διάφορα δώρα, που ο Τούι αρνιόταν να πάρει.
«Θα σου χαρίσω τη δύναμη να ελέγχεις τη φωτιά», είπε τελικά ο Θεός Πνεύμα και αυτό φαίνεται πως κέντρισε την περιέργεια του κυνηγού.
Για να αποδείξει τα λεγόμενα του σκάψανε ένα λάκκο και τον γεμίσανε με πέτρες πάνω στις οποίες ανάψανε φωτιά. Όταν οι πέτρες ξασπρίσανε από τη μεγάλη θερμοκρασία ο Θεός Πνεύμα πήδηξε πάνω τους και κάλεσε τον Τούι να κάνει το ίδιο. Ο Τούι στην αρχή φοβόταν να το κάνει, αλλά τελικά μάζεψε αρκετό κουράγιο και πήδηξε δίπλα στο Θεό.
Για μεγάλη του έκπληξη δεν ένιωθε καμία ζέστη. Ο Θεός Πνεύμα του είπε ότι θα μπορούσε να θαφτεί για τέσσερις ολόκληρες μέρες μέσα στο φούρνο και να μην πάθει τίποτα. Ο πολεμιστής, όμως, φοβόταν να κάνει κάτι τέτοιο και είπε στο Θεό ότι του αρκούσε μόνο να περπατάει στις πυρωμένες πέτρες και να παθαίνει τίποτα. Οι απόγονοι του Τούι-Να-Ιβινγκαλίτα είναι οι αρχιερείς των πυροβατών των νησιών Φίτζι και μέλη της φυλής Σαβάου περπατάνε σε λευκοπυρωμένες πέτρες σε ανάμνηση εκείνης της ιστορίας.