Το ΣτΕ επιλύει ακυρωτικές διαφορές που αφορούν την ακύρωση μιας πράξης ενώ διαφοροποιούνται από τις διαφορές ουσίας που είναι κυρίως οι φορολογικές και τελωνειακές. Βέβαια υπάρχουν και κάποιες ακυρωτικές διαφορές που επιλύονται στο διοικητικό εφετείο και αυτές είναι κυρίως οι εκπαιδευτικές, υπαλληλικές και πολεοδομικές. Κάθε διάδικος μπορεί να στραφεί ενώπιον του ΣτΕ με προσφυγή η αίτηση ακυρώσεως και να αξιώσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Η προσφυγή στο ΣτΕ επιδιώκει την τροποποίηση της πράξης κατά νόμο και ουσίας ενώ η αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ αφορά την ακύρωση των ατομικών εκτελεστών πράξεων εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον.
Αποτελεί αδιαπραγμάτευτη άποψη πως τα ένδικα βοηθήματα ενώπιον του ΣτΕ πρέπει να ακολουθούν μια συγκεκριμένη διαδικασία. Αρχικά, έχουμε την κατάθεση δικογράφου στο ΣτΕ που πρέπει να αναφέρει την προσβαλλόμενη πράξη, τους λόγους ακυρώσεως καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση αυτού που ασκεί το ένδικο βοήθημα. Η κατάθεση δικογράφου μπορεί να γίνει σε δημόσια αρχή ενώ ο όρος αρχή μπορεί να νοηθεί οργανικά καθώς το ΣτΕ είναι ένα και βρίσκεται στην Αθήνα. Για την κατάθεση συντάσσεται πράξη με τον αριθμό πρωτοκόλλου και τη χρονολογία, την οποία υπογράφουν ο υπάλληλος που παρέλαβε το δικόγραφο και ο καταθέτης.(άρθρο 19π.δ18/1989). Ακολουθεί η έκδοση του δικογράφου και η κοινοποίηση της πράξης καθώς κοινοποιούνται αντίγραφο του δικογράφου του ένδικο μέσου με μνεία της χρονολογίας κατάθεσης και αντίγραφο της πράξης που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο. Η κοινοποίηση γίνεται με επιμέλεια της γραμματείας τουλάχιστον είκοσι μέρες πριν τη δικάσιμο.(άρθρο 21π.δ 18/1989).Στην ακυρωτική δίκη υπάρχει αντίκλητος, πρόκειται για τον δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο και πρέπει να είναι από το Πρωτοδικείο Αθηνών, διαφορετικά πρέπει να αναφέρεται η διεύθυνση του και να κατοικεί στην Αθήνα.
Τα υπομνήματα των διαδίκων στην ακυρωτική δίκη αντιστοιχούν με τις προτάσεις της πολιτικής δίκης. Με τα υπομνήματα δεν μπορούν να κατατεθούν πρόσθετοι λόγοι ακυρώσεως αλλά διευρύνεται το νομικό και πραγματικό μέρος της υπόθεσης. Μπορούν να κατατεθούν έξι πλήρεις μέρες πριν τη δικάσιμο αλλά και αυτεπαγγέλτως μετά από αυτή. Τα υπομνήματα συμβάλλουν στο να ενισχύσουν τους ήδη υπάρχοντες λόγους ακυρώσεως ενώ πρέπει να θεμελιώνουν και έννομο συμφέρον. Οι πρόσθετοι λόγοι ακυρώσεως μπορούν να κατατεθούν όχι μόνο με κατάθεση αλλά και επίδοση δέκα πέντε πλήρεις μέρες πριν τη δικάσιμο, με επιμέλεια εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο.(άρθρο 25π.δ18/1989).Η πληρεξουσιότητα στην ακυρωτική δίκη παρέχεται σε δικηγόρο με συμβολαιογραφική πράξη, συνυπογραφή του διάδικος η με προφορική δήλωση στο ακροατήριο.(άρθρο 27π.δ 18/1989). Στην ακυρωτική δίκη προβλέπεται αίτηση επανασυζητήσεως της υπόθεσης με αποκλειστική προθεσμία δέκα ημερών από τη συζήτηση της υπόθεσης. Για να επανασυζητηθεί η υπόθεση πρέπει να συντρέχει ανώτερα βία που εμποδίζει τον δικηγόρο να παραστεί ο ίδιος στη συζήτηση η να ορίσει κάποιον αντικαταστάτη του.(αρθεί 27παρ5 π.δ 17/1989).