H Συμφωνία Πρεσπών είναι η συμφωνία που επιτεύχθηκε ανάμεσα στους υπουργούς εξωτερικών της Ελλάδας και της πλέον ονομαζόμενης Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας για την επίλυση μακρόχρονου προβλήματος του ορισμού ονόματος μεταξύ των δύο χωρών. Η συμφωνία αυτή πήρε την ονομασία της από τις Λίμνες Πρέσπες όπου υπεγράφη. Η συμφωνία όχι μόνο απαλύνει ενδιάμεσες εντάσεις μεταξύ των δυο χωρών, αλλά υποχρεώνει την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας να μετονομαστεί σε Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας με αντάλλαγμα την απρόσκοπτη εισχώρηση της στην ΕυρωπαΪκή Ένωση και με την άδεια αυτής στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ).
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ
Η ελληνική διοίκηση βρέθηκε σε μεγάλη ανησυχία μετά το 1991 όπου το νεο-ιδρυθέν κράτος υιοθέτησε το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας, το οποίο δημιούργησε σύγχηση στην Ελλάδα για το τι υποννοείται με τον όρο Μακεδονία αφού συμπίπτει με το όμορο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας αλλά και διότι συσχετίζεται στενά με το ιστορικό και πολιτιστικό παρελθόν της Ελλάδας. Κατηγόρισε επίσης η Ελλάδα το νέο αυτό κράτος για επεκτατικές διαθέσεις και εξέφρασε αποδοκιμασία απέναντι στη χρήση του Ήλιου της Βεργίνας πάνω στη σημαία της , το μέρος όπου ενταφιάστηκε ο πατέρας του Μέγα Αλεξάνδρου ο Φίλιππος ΙΙ της Μακεδονίας, μέρος που βρίσκεται σητν Ελλάδα. Το νεοΪδρυθέν αυτό κράτος δηλαδή αντιμετωπίστηκε ως απειλή για την Ελλάδα. Λόγω της σφοδρούς αντιπαράθεσης η πλέον ονομαζόμενη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας ονομάστηκε Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) ώστε να μπορέσει να γίνει το 1993 μέλος των Ηνωμένων Εθνών. Στη συνέχεια όμως η Ελλάδα επέβαλε εμπάργκο στην ΠΓΔΜ το 1995, εκτός από ανθρωπισιτκά είδη,που καταδικάστηκε από την ΕΕ και αναιρέθηκε με παραχώρηση όμως της τότε ΠΓΔΜ να αλλάξει τη , δηλαδή η άρση του εμπάργκο και η αλλαγή σημαίας, ήταν δύο μόνο από τις προβλέψεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας που υπεγράφη το 1995 στην Νέα Υόρκη των ΗΠΑ μεταξύ των 2 χωρών όπου ορίστηκε το όνομα ΠΓΔΜ μέχρι την εξεύρεση καλύτερης λύσης.
Αυτό όμως δεν κρίθηκε επαρκές από την ελληνική κυβέρνηση η οποία μάλιστα εμπόδισε με την τότε κυβέρνηση Καραμανλή (2007) με βέτο την είσοδο της γειτόνισσας χώρας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ , μέχρι τη συμφωνία του 2018.
Iστορικό Διαπραγματεύσεων μεταξύ δύο χωρών
Όπως προαναφέρθηκε το 1995, οι δυο χώρες συνομολόγησαν την Ενδιάμεση Συμφωνία, επί βάσει του άρθρου 5 της οποίας όφειλαν να καταλήξουν σε συμφωνία για το ονοματολογικό.
O τότε πρωθυπουργός λοιπόν, Κωσταντίνος Καραμανλής σε συνάντηση με τον Αμερικανό πρεσβευτή τον Ιανουάριο του 2008 είχε δηλώσει πως θα αποδεχόταν οποιαδήποτε σύνθετη ονομασία για τη γειτόνισσα χώρα αρκεί να συμπεριλάμβανε ως δεύτερο συνθετικό τη λέξη <<Μακεδονία>>, αν αυτή επίσης χρησιμοποιούνταν από τις ΗΠΑ και από όλους τους διεθνείς οργανισμούς. Το Μάρτιο η υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης Ντόρα Μπακογιάννη συνέχισε αυτήν την επιθυμία αναγγείλοντας στον αμερικανό πρεσβευτή την επιτακτική διάθεση της τότε κυβέρνησης για συνθετική ονομασία με πρώτο μέρος τις λέξεις <<Άνω>> ή <<Νέα>> που θα ίσχυε έναντι όλων (erga omnes).
Eν τέλει τον Απρίλιο του 2008 στο Βουκουρέστι, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, στο θέμα ένταξης της ΠΓΔΜ στην Βορειοατλαντική συμμαχία ο Κώστας Καραμανλής αψηφώντας τις αμερικανικές πιέσεις προέβαλε βέτο, με πρόφαση την αποτυχία έως τότε καταστάλλαξη οριστικού ονόματος το οποίο θα έπρεπε να έιναι μόνιμο και να έχει την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η κίνηση τελικά αυτή κατέστη αποτρεπτική για την είσοδο της ΠΓΔΜ στην συμμαχία κρατών με την ίδια όμως να προσφεύγει το 2011 στο Δικαστήριο της Χάγης, επικαλώντας το άρθρο 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995, το οποίο ξεκαθάριζε την αποτροπή της Ελλάδας από το να σταθεί εμπόδιο σε προσπάθειες της χώρας να εισχωρήσει σε διεθνείς οργανισμούς στις οποίες εκείνη ήταν ήδη μέλος. Στις 5 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους το Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα η οποία απέσπασε παγκόσμια συρροή αποδοκιμασιών για το βέτο που είχε ασκήσει παλαιότερα.
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΡΕΣΠΩΝ
Το 2017 με τον Ζόρα Ζάεφ πλέον πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ, υπήρξε νέα πίεση προς την Ελλάδα να διευθετήσει το ονοματολογικό ζήτημα με την γειτόνισσα χώρα της , μιας και το υπογεγραμμένο το 2017 σύμφωνο φιλίας μεταξύ Βουλγαρίας και ΠΓΔΜ καθιστά την Ελλάδα την μόνη χώρα στην ΕΕ που δεν έχει επιλύσει διαφορές της με αυτήν. Με το Σύμφωνο Φιλίας ΠΓΔΜ-Βουλγαρίας, μεταξύ άλλων, να σημειωθεί πως η Βουλγαρόα δεσμεύεται να <<στηρίξει τη Δημοκρατία της Μακεδονίας>>.
Έσι η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ξεκίνησε διαδικασία διαπραγματεύσεων με τον Ζάεφ και στις 12 Ιουνίου το 2018 επιτεύχθη η συμφωνία των Πρεσπών όπου πλέον η όμορη χώρα μετονομάστηκε σε <<Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας>>, με το νέο όνομα να χρησιμοποιείται erga omnes, δηλαδή για όλες τις χρήσεις στο εσωτερικό, σε όλες τις διμερείς σχέσεις και σε όλους τους περιφερειακούς και διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς.
Oι δύο αρχηγοί κρατών οριστικοποίησαν τις διαπραγματεύσεις με την τελική συμφωνία σε κλίμα πολιτικά αντίθετο αλλά στόχευσαν με αυτό να αλλάξουν ριζικά το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο του κράτους τους. Ο Τσίπρας αρχικά μόλις η βαθιά δύσκολη και διχαστική περίοδος οικονομικής κρίσης στην χώρα τελείωσε, ή ,άλλον εξομαλύνθηκε σχετικά, επιδίωξε να επιλύσει το ονομαοτλικό ζήτημα με την Βόρεια Μακεδονία μετατρέποντας επιδεικτικά το κόμμα σε συμβατικό δημοφιλές κόμμα που κινείται προς την κεντροαριστερά σφαίρα της ψήφου της λαϊκής ψήφου. Η επίλυση του μακροχρόνιου ζητήματος από την κυβέρνηση του Τσίπρα δεν ήταν στρατηγική για τις επόμενες εκλογές, αλλά περισσότερο μία οριστική κίνηση για μακροπρόθεσμη αποτύπωση της επιτυχίας του κόμματός του και στροφής προς την κεντροαριστερά από την Νέα Δημοκρατία. Άλλωστε, ήταν αναμενόμενο να χάσει το κόμμα του τις επόμενες εκλογές μετά από 5 χρόνια εξουσίας και αργής οικονομικής ανάκαμψης.
Ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ από την άλλη, επικύρωσε την συμφωνία μόνο μετά από ένα χρόνο εξουσίας του σητν κυβέρνηση αλλά την χρισημοποίησε για να έρθει σε αντιπαράθεση με την εθνικισιτκή ηγεμονία της μετα-Γκρουέφσκι εποχής και να σηματοδοτήσει επιτέλους την πολυπόθητη είσοδο της χώρας του στο ΝΑΤΟ και στην απόκτηση υπηκοότητας της ΕΕ.
Ο Τσίπρας και ο Ζάεφ για να φτάσουν στην οριστική επικύρωση της συμφωνίας χρησιμοποίησαν στρατηγικές φαινομενικά εκκεντρικές ή δυσοίωνες για την οριστική ευόδωση των διαπραγματεύσεων, αλλά τελικά επέδειξαν την επιμονή και τις ηγετικές τους ικανότητες ή και την μαεστρία που διαθέτουν να αντιβαίνουν έναντι πάγιων τακτικών για την εκπλήρωση των στόχων τους. Ο Ζάεφ από τη μία, επικρίθηκε για πολλές μεθόδους και πολιτικές που χρησιμοποίησε για την εισχώρηση της συμφωνίας στο Σύνταγμα το εθνικό αλλά και για το δημοψήφισμα που κρίθηκε από πολιτικούς επιστήμονες ως αντισυνταγματικό. Ενώ, ο Τσίπρας έπρεπε να χαλάσει την συνεργασία του με τον υποθργό εξωτερικών του Νίκο Κοτζιά, για να κρατήσει τον συνασπισμό της Κυβέρνησης του με τους Ανεξάρτητους Έλληνες ώστε εν τέλει να κερδίσει και την ψήφο μελών στην βουλή από άλλα κόμματα.
ΌΡΟΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
Eκτός από την επισήμανση της συμφωνίας πως το σύνορο ανάμεσα των δυο χωρών είναι απαραβίαστο διαρκές και διεθνώς καταρρίποντας όποια αντίληψη υπήρχε για επεκτατικές διαθέσεις της εκάστοτε χώρας, η συμφωνία ανάμεσα σε άλλα, κατοχυρώνει την αναγνώριση της <<Μακεδονικής γλώσσα>> ως οικογένεις των νότιων σλαβικών γλωσσών κάνοντας διαχωρισμό της ονομασίας <<Βόρεια Μακεδονία>> ως μνεία σε λαό με διαφορετική ιστορική παράδοση και κληρονομιά σε αντιπαράθεση με τον αρχαίο ελληνικό. Αυτό αποδεικνύει εξάλλου Κι η επιβολή σε αυτην (τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας) να αναγράψει σε οποιοδήποτε μνημείο παραπέμπει στην αρχαία ελληνική κουλτούρα πως η ανέγερση τους αποτελεί ένδειξη φιλίας μεταξύ των δύο χωρών.
Η Ελλάδα από την άλλη τονίζεται πως εξακολουθεί να έχει δικαίωμα αρνησικυρίας προς την ένταξη της όμορης χώρας σε διεθνής οργανισμό αν δνε τηρήσει τις διατάξεις της συμφωνίας.
ΕΘΝΙΚΗ-ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Αρχικά στην ΠΓΔΜ η συμφωνία θεωρήθηκε γενικότερα πως πάρθηκε ώς ένα <<αναγκαίο κακό>> για να μπορέσει η χώρα ν΄ατενίσει προς το μέλλον πλέον έχοντας επιτύχει την είσοδο της σε διεθνείς οργανισμούς. Στο πολιτικό προσκήνιο όμως, η αρνητική αντίδραση στη συμφωνία ήταν κραυγαλέα με το κόμμα της αντιπολίτευσης VMRO-DPMNE να καταθέτει μήνυση απέναντι στον πρωθυποθργό Ζάεφ αλλά και απέναντι σε όσους βουλευτές ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας με την Ελλάδα, την οποία χαρακτηρίζουν ώς νεκρή και μάταιη, με τον πρόεδρο της χώρας Γκιόργκε Ίβανοφ να διατείνεται πως τίθεται η χώρα σε θέση υποταγής από την Ελλάδα.
Στην Ελλάδα παραδόξως η λαϊκή διαμαρτυρία υπήρξε έντονη με πλήθη συλλαλητηρίων σε όλη τη χώρα, με έμφαση στη πολυπληθής διαμαρτυρία στο Σύνταγμα, με τη κοινή λαΪκη γνώμη να θεωρεί τη Συμφωνία μέχρι και ως προδοσία απέναντι στη χρηστή κουλτούρα του έθνους, υπονοώντας σαφώς τη χρήση του ονόματος Μακεδονία. Χαρακτηριστικές δημοσκοπήσεις μάλιστα υποδείκνυαν την πλεινότητα της κοινής γνώμης να συνεχίζει να αποκαλεί τη χώρα ώς <<Σκόπια>> όπως συνηθιζόταν σ’αυτήν να κάνει (στην Ελλάδα). Η πλευρά της αντιπολίτευσης είχε παρόμοια αρνητική στάση αναγνωρίζοντας όμως πως η συμφωνία κινούνταν σε θετική κατεύθυνση και εξάλλου έπρεπε να λυθεί το θέμα εν τέλει.
Εν αντιθέσει, η διεθνής αντίδραση υπήρξε πανηγυρική με τη γενική γνώμη διεθνών οργανισμών να τη συγχαίρει ώς ιστορική νίκη της Δύσης αλλά και τον Κοσοβάρο πρόεδρο Χασίμ Θάτσι να τη βλέπει ώς πρότυπο επίλυσης και πάνω στην διαφορά του Κοσόβου με τη Σερβία.
Η Ρωσία από την άλλη, ως παγκόσμια υπερδύναμη εξέφρασε την πεποίθηση πως η Συμφωνία αποτέλεσε αποτέλεσμα εξωτερικών πιέσεων από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ και επιτεύχθηκε με αντιδημοκρατικά μέσα.