Ώρα 7 και 15 πρώτα λεπτά, πετάγομαι από το κρεββάτι για να απαντήσω στο θυροτηλέφωνο που στριγκλίζει. Μα ποιος με θυμήθηκε πρωί – πρωί αναρωτιέμαι; Παιδικά γέλια από την είσοδο, τρεξίματα στις σκάλες και ο κρότος ενός τρίγωνου που πέφτει στο μωσαϊκό της εισόδου με επαναφέρει στην πραγματικότητα “Α, ναι σήμερα είναι παραμονή Χριστουγέννων”, διαπιστώνω με αφέλεια. Ώσπου να τρίψω το αγουροξυπνημένο μου μάτι και να τεντωθώ χτυπάει και το κουδούνι της πόρτας. Τρέχω να ανοίξω – άργησα μάλλον και στο τσαφ τους πετυχαίνω καθώς πάνε να στρίψουν στις σκάλες κατευθυνόμενοι στον κάτω όροφο. Μόλις παίρνουν χαμπάρι την πιτζαμοντυμένη ύπαρξή μου επιστρέφουν ταχύτατα. ” Σας ξυπνήσαμε κυρία; Εμείς θέλαμε μόνο να τα πούμε…” απολογούνται. “Ε, δεν πειράζει, άντε πείτε!”.
Αρχίζουν το άσμα, καθώς τους παρατηρώ κι εκείνοι εμένα και το ελαφρώς ακατάστατο σπίτι πίσω μου. Δυο αγοράκια, με το ζόρι οχτώ – εννιά χρονών το ένα και σκούφο Αη – Βασίλη στο κεφάλι, ντροπαλούτσικο, με το άλλο λίγο πιο μεγάλο, με τρίγωνο στο χέρι και πιο θαρρετό. Κάποια στιγμή ο μικρός τα χάνει, μπερδεύει τα λόγια – σταματάει. “Λέγε”, του λέει ο μεγάλος, μάλλον αδερφός, “αλλιώς δεν σε παίρνω ξανά μαζί μου” και σ’ εμένα ” κυρία να σας πούμε τα Τρίγωνα – Κάλαντα που τα ξέρουμε καλύτερα;” Γελάω, “πείτε – πείτε!”, στο μεταξύ ψάχνω μέσα στο σπίτι το πορτοφόλι. Το ανοίγω και τα δυο ζευγάρια μάτια απέναντι καρφώνονται στο χέρι να δουν τι θα βγάλω. Τελειώνουν και πετάγεται ο μικρός “έχουμε κοινό ταμείο”, τους δίνω το χαρτζιλίκι, το τσεπώνουν και πάω να τους κεράσω κουραμπιέ. “Εγώ θέλω!!!” χαμογελάει το πιτσιρίκι απλώνοντας το χέρι, για να συναντήσει το βλοσυρό βλέμμα του αδερφού που του αρπάζει το χέρι στον αέρα ψιθυρίζοντας στο αυτί “η μαμά είπε όχι!”. Ευχαριστούν και φεύγουν βολίδα για τον επόμενο όροφο. Πιάνω τον μεγάλο να λέει σκασμένος “Τι ήθελα και σε πήρα μαζί μου!” και τον μικρό να παίρνει την ρεβάνς “Δικό μου είναι το τρίγωνο, δως το μου να πάω σπίτι τότεεεε”. Κλείνω την πόρτα και σκάω στα γέλια.
Λίγο αργότερα σουλατσάρω στην γειτονιά, περνάω μπροστά από την στάση. Τρία παπούδια, ανταλλάσσουν εκεί καθιστοί πολιτικές μπηχτές και μια κυρία τροφαντή, περιμένει το αστικό. Να σου άλλη μια παρέα για κάλαντα, τριμελής αυτή την φορά. Πλησιάζουν τους πολιτικολογούντες ηλικιωμένους ανακοινώνοντας ” Λοιπόν θα σας τα πούμε!”. Ξεκινάνε ευθύς χωρίς να περιμένουν απάντηση. Μα φτάνουν στο σημείο “σ’ αυτό το σπίτι που ήρθαμε..” κολλάνε, σταματούν. Πετάγεται με φωτισμένο πρόσωπο ο ένας και αυτοσχεδιάζει: “Σ’ αυτή την στάση που ‘ρθαμε, σίδερο μην ραγίσει, κι αυτοί που περιμένουνε, χίλια χρόνια να ζήσουν!” χαμογελάει με ύφος θριαμβευτή, γελάνε και τα παπουδάκια, γελάω κι εγώ. Τον αρχίζουν οι άλλοι στην καζούρα και η τροφαντή κυρία τον ασημώνει. Κοιτάω τριγύρω μου, πανδαιμόνιο από πιτσιρίκια να μπαινοβγαίνουν σε πολυκατοικίες και μαγαζιά! Μα που ήταν κρυμμένη τόση πιτσιρικαρία απορώ!
Άντε και του χρόνου!
One Comment
soula
Και του χρόνου κορίτσι μου.
Πολύ ωραία μας τα είπες.