Που και που, τα φέρνει η ζωή και συναντάμε κάτι ανθρώπους , λες κι από αστερόσκονη φτιαγμένους, μυρίζει η ομορφιά του “είναι τους” από μακριά. Σαν κάτι λουλούδια οικόσιτα – υποτίθεται – που ανθίζουν πρόωρα μες το καταχείμωνο κι ας έλεγαν οι οδηγίες από Μάρτη και μετά να τα περιμένεις, μας εκπλήσσουν ξαφνικά, που σκάνε πέταλα ενώ εμείς τουρτουρίζουμε τυλιγμένοι στα παλτά μας, φέρνουν την άνοιξη προώρως κι απορούμε με το κουράγιο τους και το θράσος, που δεν τολμήσαμε εμείς οι μικροί. Κοιτάμε τα άνθη τους, ανθρωπάκια βολεμένα στην γωνιά του τζακιού τρυπωμένα κι απορούμε συλλαβίζοντας “αν είναι δυνατόν!” σκασμένοι από την ζήλια της μιζέριας μας. Ντρεπόμαστε, θαυμάζουμε και μετανιώνουμε που σταθήκαμε τόσο λειψοί ακόμη και στον καιρό της κατά τα άλλα από τον νόμο του “νορμάλ” που μας υπέβαλλαν ανθοφορίας μας. Λες κι απότιστους μας άφησε η αποκοτιά κι ο ήλιος, σκεφτόμαστε δικαιολογούμενοι την μισανθρωπία και την δειλία μας για την ζωή, για να μην νιώθουμε τύψεις και να προχωράμε… Ψόφια σαρδέλα το πάθος μας, πεταμένη στο δρόμο μετά την λαϊκή, αυτό που ήταν να μας θρέψει, το αποφεύγαμε, στρέφαμε το κεφάλι στην άλλη μεριά με αηδία, σαπίλα και δυσωδία ανέδυε και προσπερνάγαμε γρήγορα μένοντας νηστικοί στην ζωή. Άσε να την πατήσουν άλλοι λέγαμε και μας στερούσαμε τον παράδεισο. Όχι εκείνοι. Κάλλιο ανηφόρα ατέρμονη και ο κήπος στο βάθος! Αλλιά σε εμάς.
Στην αρχή μας φαίνονται περίεργοι και αλλόκοτοι. Δεν ξέρεις από που να τους πιάσεις ένα πράγμα. Αυτή τους η πληθωρικότητα τους ξεχειλίζει έτσι που δεν ξέρεις πως να την διαχειριστείς, πού να την βάλεις βρε αδερφέ. Κι ας μην λένε πολλά πολλά με τα λόγια. Να τα μαντεύεις είναι η γοητεία. Γνώρισα κάποτε έναν άνθρωπο τέτοιο η τυχερή. Φίλος φίλης κολλητής, γνώριμος από μπέρδεγουέι καταστάσεις αγαπημένες φοιτητικές που τις βλέπω να προβάλλονται ακόμα σε κάτι κρίσεις νοσταλγίας στο πανί το λευκό του μυαλού. Σαν τις ταινίες που μας έβαζε εκείνος να βλέπουμε τότε, πολύ πριν παιχτούν στο σινεμά, πού τις έβρισκε ένας Θεός του διαδικτύου το ήξερε μόνο, βαθιά νυχτωμένοι εμείς από κινηματογράφο πέραν της Χολιγουντιανής κατάντιας, βρίζαμε που είχαν υπότιτλους μόνο στα αγγλικά και μασουλούσαμε αργά ποπ – κορν καθισμένοι στο πάτωμα του φοιτητικού του σπιτιού, ο ένας δίπλα στον άλλο – χίλιοι καλοί παντού χωράνε, το ξαναλέω – μήπως και μας ανάψει το φως. Ψώρα το είχε με το σινεμά από τότε, στριμωχνόμασταν στον κόκκινο καναπέ-κρεββάτι του ΙΚΕΑ που είχε – και συχνά οι υπόλοιποι στο πάτωμα με θέα τον κορνιζαρισμένο Έζρα Πάουντ, μόνο εκείνος ήξερε ποιος ήταν τότε – να δούμε τις τελευταίες του ανακαλύψεις. Κι όσοι δεν γεύτηκαν εκείνες τις βραδιές μπορεί και να έτυχαν σε μια από τις δωρεάν προβολές στο Πολυτεχνείο που σκάρωνε η κινηματογραφική ομάδα που συμμετείχε. Τότε γνώρισα τους Buena Vista Social Club, τότε είδα το Requiem for a Dream, πολύ πριν το παίξουν τα σινεμά της Θεσσαλονίκης.
Και να ‘ταν μόνο αυτό του το χούι. Είχε βαλθεί ο άτιμος να εκπολιτίσει της οικουμένης τα ζώα. Δεν νομίζω να το είχε στρατηγική, απλά δεν άντεχε την ηλιθιότητά μας υποψιάζομαι. Από εκείνον πήρα πάσα μέσω της φιλενάδας μου τα πρώτα τραγούδια του Μάλαμα και του “Θανάση” και άλλα παλιότερα από τις Τρύπες, δυσεύρετα που τα είχα στο κυνήγι από το λύκειο ακόμη. Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα φανταζόμουν εγώ η και καλά ψαγμένη τότε πόση μοναξιά μπορεί να ζει ένας άνθρωπος που πατούσε πιο στέρεα στην γη που εμείς τα κωλόπαιδα παίρναμε για δεδομένη. Το ότι δεν ερωτεύτηκα τότε τέτοιους ανθρώπους επιβεβαιώνει την ηλιθιότητά μου. Το ότι ερωτεύτηκε εκείνος όμοιούς μου επιβεβαιώνει το αδιέξοδο του μεγαλείου του.
Στο μεταξύ μεγαλώναμε παραμένοντας άγνωστοι – γνωστοί. Ανταλλάσσαμε διαδικτυακά πάντα γρίφους, όσο εγώ λίμναζα στην Ιταλία, συναγωνιζόμενοι ποιος θα τους λύσει πιο γρήγορα. Ενίοτε τα κατάφερνα να νικώ, άλλοτε πάλι όχι. Κι όποτε τύχαινε να βλέπω καμιά ταινία που με έκανε να σπαράζω του έστελνα σε mail τον τίτλο, μόνο και μόνο για να εισπράξω την ήττα πως την είχε ήδη δει όταν ακόμη εγώ ήμουν στο τρίτο έτος του πτυχίου. Με το γάντι πάντα, πληγή δεν ένιωσα, μόνο θαυμασμό και απορία που στο διάολο βάλτωνε εκείνο τον καιρό η ύπαρξή μου η ματαιόδοξη, που με ήθελε κατά τα άλλα περπατημένη. Χα! Φτύνε με να μεγαλώνω φιλαράκο, πόσα έμαθα από εσένα και το κόβω εδώ πριν γίνω γραφική. Δεν ξέρω αν πήρα το μάθημά μου. Ξέρω πως μεγαλώνεις καλύτερα συναναστρεφόμενος ανθρώπους που ψάχνουν πως να μεγαλώσουν, τουλάχιστον έτσι με συμβούλευε ο σοφός παππούς μου… Τα ώριμα φρούτα πέφτουν από το δέντρο και αν δεν υπάρχει προκομμένος νοικοκύρης να μεριμνήσει, σαπίζουν στα πλακόστρωτα. Είναι αδύνατο να ζεις εκτός των καιρών σου έλεγα. Τι ευτυχία να σε διαψεύδουν…
Τελικά δεν μπορώ να σου πω με βεβαιότητα αν η γοητεία ενός σπιρτόζικου μυαλού υπερβαίνει αυτό που μπορεί να συλλάβει το μάτι σε μια πρόσκαιρη συναναστροφή φίλε αναγνώστη. Ακόμη όμως ζηλεύω αυτούς που ανθίζουν παράταιρα όταν μπορώ να τους αναγνωρίσω – καλύτερα με τους λίγους. Καλύτερα μειονότητα παρά αριθμός στην βλακεία που συσσωρεύεται στα γκρουπ των πολλών. “Ηλί” και τρισαλί άγνωστε φίλε, τι και να ψάχνω τις λέξεις αν δεν ακούω την ψυχή σου.
p.s. Το άσμα, πρώτη φορά κατά λέξη.
Soundtrack:
2 Comments
Ηλίας
Για ποιον γράφεις άραγε μικρή μου Barbie..! Θυμάμαι που βρισκόμασταν στο nice pair, πόσο νοσταλγώ τα αθώα πρώτα χρόνια που μαζευόμασταν η παρεούλα και μιλούσαμε, διασκεδάζαμε, κλαίγαμε (εγώ τουλάχιστον)..
Με βοήθησες πολύ και σ’ευχαριστώ. Από εδώ είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσεις να βοηθήσεις πολλούς ακόμα που έχουν ανάγκη το ιδιαίτερο, καίριο αλλά και τρυφερό σου λόγο.
Φιλάκια, Barbie μου, θα τα πούμε σύντομα..
Ανώνυμος
Και συμπληρώνω: …τι και να βρω τις λέξεις αν δεν είμαι εκεί κοντά για να στις πω.