Το λογοτεχνικό σύμπαν είναι τόσο αχανές, ώστε η ολική του χαρτογράφηση – πόσο μάλλον η εξερεύνηση του – να φαντάζει αδύνατη. Ωστόσο, μέσα σε αυτή την απέραντη θάλασσα λέξεων και ιδεών, πάντα ξεχωρίζουν τα μεγάλα άστρα του λογοτεχνικού στερεώματος, τα κλασικά έργα δηλαδή, που για τους έμπειρους περιπλανητές αποτελούν τη διαχρονική πυξίδα προς την τοποθεσία της εκλεκτής ιδέας. Παρόλα αυτά, τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας, εξαιτίας του παρεξηγημένου όρου “κλασικός” και της εξαναγκαστικής αυθεντίας που αυτός επιβάλλει, πέφτουν πολλές φορές θύματα μιας ξέφρενης απαξίωσης, είτε από σύγχρονους συγγραφείς, είτε από αναγνώστες. Σε αυτό παίζει ρόλο και η αναχρονιστική αποχαύνωση των ανθρώπων του σήμερα, που με την εμμονική τους απασχόληση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αρκούνται σε μια οικτρά απλοποιημένη και γυμνή γλώσσα, η οποία δεν συνεισφέρει στην εξοικείωση με την λογοτεχνία που αξίζει.
Η κύρια προβληματική του όρου “κλασικός” είναι ότι περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα εννοιών και κυρίως μια τεράστια ποικιλία βιβλίων. Δεν αναφέρεται, δηλαδή, σε ένα μονάχα είδος, δεν αφορά μια συγκεκριμένη εποχή, δεν έχει κριτήρια παλαιότητας ή κριτήρια ύφους. Στην πραγματικότητα ο χαρακτηρισμός “κλασικός” όταν χρησιμοποιείται για να εντάξει ένα βιβλίο στη χρυσή ελίτ των λογοτεχνικών αριστουργημάτων, δεν έχει ακαδημαϊκά κριτήρια.
Πρόκειται αντίθετα, για μη καταγεγραμμένα ζητήματα αντοχής και διαχρονικότητας και όχι για τήρηση στεγανών φορμαλιστικών κανόνων. Αυτό εξηγεί και την κατακεραύνωση που υπέστησαν πολλά κλασικά έργα από τους κριτικούς και τους ακαδημαϊκούς κύκλους της εποχής τους. Και αυτό αφορά ονόματα βεληνεκούς Ντοστογιέφσκι μέχρι Σταντάλ.
Το στοιχείο λοιπόν, που κατάφερε εντέλει να αναδείξει ως κλασικά κάποια έργα, είναι η αντοχή τους στο χρόνο και η σπάνια ιδιότητα τους να παραμένουν επίκαιρα. Άλλωστε, κλασικά βιβλία δεν γράφτηκαν μόνο πριν από αιώνες, ούτε αφορούν μόνο ιστορίες με φράκα και κυρίες με πουδραρισμένες περούκες: δεν υπάρχουν όρια χωροχρόνου στο ταξίδι ενός βιβλίου μέσα στο σύμπαν της τέχνης.
Οφείλουμε πάντως να παραδεχτούμε πως πράγματι, πολλά κλασικά έργα μπορεί να ξενίσουν τον αναγνώστη του σήμερα. Οι λυρικές εξάρσεις του ερωτευμένου Βέρθερου, για παράδειγμα, κινδυνεύουν να φανούν γελοίες στους σημερινούς αναγνώστες. Αυτό φυσικά, δεν καθιστά τον Γκαίτε ή τον γερμανικό ρομαντισμό παρωχημένες έννοιες, ούτε είναι σημάδι αναλώσιμης τέχνης. Αντίθετα, καταδεικνύει πως εμείς ως αναγνώστες, πρέπει να καταβάλουμε περισσότερη προσπάθεια για να φτάσουμε στο μεδούλι ενός έργου. Αυτό το εύγευστο μεδούλι άλλωστε, είναι που οδηγεί τις πολυπληθείς διασκευές κλασικών έργων στο να γίνονται εξαιρετικά δημοφιλείς, ακριβώς γιατί απλοποιούν και μας σερβίρουν ατόφιο, χωρίς εμείς να κοπιάσουμε, ένα εξαιρετικό νόημα που βρίσκεται κρυμμένο σε ένα καλά απλωμένο περιτύλιγμα.
Είπαμε παραπάνω, πως αυτό που καθιστά ένα βιβλίο κλασικό, δεν είναι οι κανονιστικές νόρμες, αλλά το νόημα και η καλλιτεχνική μαεστρία. Αυτά τα δύο στοιχεία ήταν που το 1774, τη χρονιά δηλαδή της πρώτης έκδοσης του επιστολογραφικού μυθιστορήματος του Γκαίτε, Τα Πάθη του νεαρού Βέρθερου, οδήγησαν αρκετούς νέους στην αυτοκτονία, ως ένδειξη απόλυτης ταύτισης με τον αυτόχειρα ήρωα του βιβλίου.
Σαφώς, δεν θέλουμε να φέρουμε κανέναν σε τόσο μοιραία σχέση με τη λογοτεχνία. Αρκεί το ένθερμο και αγαθό πάθος για να καταπιαστεί κάποιος με έργα, που συνιστούν το στέρεο κρηπίδωμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είπαμε άλλωστε στην αρχή, πως οι έμπειροι νομάδες του πνεύματος κοιτάνε πάντα τα άστρα για να οδηγηθούν σε εκλεκτούς τόπους ιδεών. Και υπό το φως αυτών των καθοδηγητών το πνεύμα θα φτάσει σίγουρα κάπου που αξίζει.