Ο Γεώργιος Βιζυηνός είναι γνωστός σε όλους μας, τόσο από τα σχολικά εγχειρίδια, όσο και από τις ιδιωτικές μας αναγνώσεις, ως ένας από τους κορυφαίους έλληνες διηγηματογράφους. Πράγματι μας έχει ταξιδέψει πολλές φορές σε μαγικούς κόσμους, αγγίζοντας τον ψυχισμό μας και φωτίζοντας μία εποχή απομακρυσμένη και γοητευτική. Η περιδιάβαση στον κόσμο του Βιζυηνού, αποτελεί μία περιπλάνηση στη σύνθετη πραγματικότητα του αλύτρωτου ακόμη ελληνισμού του 19ου αιώνα αλλά και στα σύνθετα τοπία του ταραγμένου ψυχισμού των ηρώων του. Ωστόσο, θα ήταν άδικο το μεγαλείο της λογοτεχνικής του παραγωγής να επισκιάσει το θεωρητικό του έργο.
Ο Βιζυηνός, έχοντας σπουδάσει Ψυχολογία, Φιλοσοφία αλλά και Παιδαγωγική, έχει συγγράψει αρκετά θεωρητικά έργα που, δυστυχώς, παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό. Οι σπουδές του Γ. Βιζυηνού, αρχίζουν στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1874, όπου παρακολούθησε μαθήματα του Φ. Ιωάννου. Ένα χρόνο αργότερα, αποφασίζει να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό και παρακολουθεί μαθήματα στο Gottingen (1875 – 1877) δίπλα στον Lotze, στην Λειψία (1877 – 1878) κοντά στον Wundt και στο Βερολίνο κοντά στον Zeller. Εκεί, παρακολουθεί μαθήματα ψυχολογίας, αισθητικής και ιστορίας της φιλοσοφίας. Ο Lotze, που υπήρξε εισηγητής της διδακτορικής διατριβής του Βιζυηνού στο Gottingen, συνέβαλε στην υπέρβαση των θεωριών του Herbart για τα θεμέλια της Ψυχολογίας (εμπειρία –μεταφυσική – μαθηματική μέτρηση) με την επεξεργασία μίας ψυχοφυσιολογικής προσέγγισης. Η έρευνα του, αποτέλεσε σημαντική βάση για την πειραματική ψυχολογία του Wundt και έδωσε στον ίδιο τη δυνατότητα να διερευνήσει τους όρους της γέννησης του ωραίου.
Ο Βιζυηνός, στα πλαίσια των ερευνών του δασκάλου και εισηγητή του, επιλέγει με την διατριβή του να ερευνήσει το παιχνίδι από ψυχολογική και παιδαγωγική άποψη, με συναγωγή δεδομένων από εμπειρική παρατήρηση, με στόχο να αναδείξει την σημασία της μιμητικής κλίσης του ανθρώπου. Η επιρροή του δασκάλου του Lotze είναι σημαντική, καθώς και του Julius Baumann. Ωστόσο, τα θεωρητικά εργαλεία και οι ιδέες που επεξεργάζεται πηγάζουν από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Kant, τον Schleirmacher και άλλους διανοητές.
Προεκτείνοντας την θεματική της διατριβής του, ο Βιζυηνός συγγράφει δύο τεύχη με τίτλο «Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού». Στα δύο προαναφερθέντα τεύχη, εξετάζονται δύο ζητήματα, εκείνο των «πνευματικών ιδιοφυϊών» και εκείνο της «γέννησης του ωραίου». Και σε αυτή την περίπτωση, η επίδραση του Lotze είναι εμφανής, στην εννοιολογική σπονδύλωση των κειμένων και την επισήμανση σχετικά με την απόκρουση της μεταφυσικής και των περί ψυχογονίας θεωριών. Προσπαθώντας να εξελίξει την συλλογιστική του, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την ψυχολογία ως εμπειρική επιστήμη και χρησιμοποιεί όρους όπως «κλίση» ή «ροπή». Σχετικά με την γέννηση της ιδιοφυίας, ο Βιζυηνός απαντά στις φαταλιστικές θεωρίες, οι οποίες υποστηρίζουν πως οι εξωτερικές περιστάσεις διαμορφώνουν την ιδιοφυία, όπως και εκείνη του Herbart, προβάλλοντας το θέμα των χαρακτήρων ως συνειδητών αποτελεσμάτων της βούλησης. Ο λογοτέχνης, επιλέγει την θεωρία που αντιμετωπίζει σαν ανεπαρκή την παραστατική ενέργεια της ψυχής ως εξήγηση του πνευματικού βίου συνολικά. Το ενδιαφέρον, αντιθέτως, στρέφεται στην βούληση του υποκειμένου. Συμπερασματικά, η ιδιοφυία διακρίνεται από την ικανότητα εκτίμησης της σχέσης μεταξύ των παραστάσεων. Σύμφωνα με τον Μαυρέλο, στο πρώτο μέρος της μελέτης του, ο Βιζυηνός εστιάζει στην έννοια της ανάπτυξης προς την τελειοποίηση, δίνοντας στον όρο μεγαλοφυΐα μία δυναμική και διαρκώς μεταβαλλόμενη υπόσταση. Ο στόχος, δεν είναι η ανάπαυση του υποκειμένου στην τελειοποιημένη μορφή, μα η πορεία προς αυτήν και οι παράγοντες της μεγαλοφυΐας είναι δύο ειδών, εξωτερικοί και εσωτερικοί, με πρωταρχικό τον ρόλο των αισθήσεων.
Στον δεύτερο τόμο, εξετάζονται οι γενετικοί όροι του καλού, σε μία πορεία από την «ιστορία των αποτελεσμάτων» στην «ιστορία των αιτίων» τα οποία τα παράγουν. Βασικό στόχο αποτελεί η ανίχνευση των «ψυχικών ελατηριών» της τέχνης. Στο κείμενο, εξαίρεται η σημαντική συμβολή του Immanuel Kant στον εντοπισμό της πορείας, η οποία θα έπρεπε να ακολουθηθεί με στόχο την προσπέλαση των αρχικών αφετηριών, δηλαδή του φυσικού παιχνιδιού του πνεύματος. Την συμβολή αυτή, ο Βιζυηνός παρουσιάζει ως το μοναδικό όφελος από την παλαιωμένη πλέον θεωρία του Kant, την οποία επιχείρησε να αναζωογονήσει ο Schiller. Ο συγγραφέας, με την διατριβή του, επιχείρησε μάλιστα, να ψέξει τον Schiller. Για την καντιανής καταγωγής ταύτιση της «παραγωγής και της απολαύσεως» του καλού, με την «παιδιά» η οποία στερείται κάθε ιδανικότητας. (Νούτσος 1997 : 40) Ο Βιζυηνός, αναφερόμενος στον Καντ, εισάγει το ψυχολογικό κριτήριο, αποδίδοντας τις ελλείψεις της αρχαιοελληνικής σκέψης στην ατέλεια της ψυχολογίας των αρχαίων ελλήνων. Η αναφορά στην ιστορία της Αισθητικής, αποτελεί το κέντρο του ενδιαφέροντος του και τον οδηγεί στην παράθεση του ορισμού του Kant για το «Ωραίο». Ο φιλόσοφος, αν και αποδίδει το ωραίο στην μεγαλοφυΐα, δεν χρησιμοποιεί όρους ψυχολογίας και δεν περιγράφει ένα ψυχολογικό φαινόμενο, όπως ο Βιζυηνός. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι φυσικό λόγω της απουσίας της επιστήμης της ψυχολογίας κατά την συγγραφή των έργων του Kant, ωστόσο, σύμφωνα με τον Μαυρέλο, ο Βιζυηνός παρουσιάζει την θεωρία για την κριτική του Kant, ως προϋπόθεση όλων των ανθρωπιστικών επιστημών.
Ο λογοτέχνης, ήδη από την διδακτορική του διατριβή, έχει καταστήσει ξεκάθαρο πως δεν αρκεί οποιοσδήποτε φιλοσοφικός ορισμός και επιτηδευμένη ερμηνεία για την τάση έμφυτη τάση για παιχνίδι. Το παιχνίδι, αποτελεί ευεργέτημα των όντων που δρα εξισορροπητικά σε ψυχολογικές ή φυσιολογικές ανισόρροπες καταστάσεις, μία διαδικασία που δεν έχει πρακτικό σκοπό αλλά στοχεύει στην τέρψη. Σχετικά με τις τέχνες, ανάγονται στην μιμητική ροπή. Οι κλίσεις, ως ψυχολογικό φαινόμενο, διαφέρουν ελάχιστα από τις φυσικές ορμές, καθώς οι πρώτες εκδηλώνονται με πνευματικά ενώ οι δεύτερες με συναισθηματικά φαινόμενα. (Νούτσος 1997 : 41)
Οι απόψεις του Βιζυηνού για το παιχνίδι, το οποίο διακρίνει σε τρία είδη (ψέλλισμα – μιμητική παιδιά – παιδιά άμιλλας) είναι πως αντιπροσωπεύει τις τρείς φάσεις της τέχνης (πρωτογενές – καλολογική ωρίμανση – τελειοποίηση). Η τέχνη, ορίζεται ως μία αστεία μα και σοβαρή ενόχληση και το παιγνιώδες αποτελεί την λέξη κλειδί που προσδίδει στην αισθητική θεωρία του συγγραφέα μία τάση εξισορρόπησης μεταξύ αντικειμενικού και υποκειμενικού, επιστημονικού και ατομικού κ. ο. κ. Κατά τον Μαυρέλο, στο σημείο αυτό, εντοπίζεται συνειδητά ή όχι, μία θεωρία με εγελειανές αποχρώσεις, που βρίσκεται κοντά στους προβληματισμούς που ταλανίζουν την δυτική σκέψη κατά την περίοδο της νεωτερικότητας.
Ένα χρόνο νωρίτερα, ο Βιζυηνός είχε δημοσιεύσει την υφηγεσία του με τίτλο «Η φιλοσοφία του καλού παρά τω Πλωτίνω», όπου ο Πλωτίνος εμφανίζεται να συμφωνεί με τις σύγχρονες του συγγραφέα καλολογικές θεωρίες. Ο ίδιος ο συντάκτης της υφηγεσίας αναγνωρίζει μία τάσης ερμηνείας του Πλωτίνου μέσω των σύγχρονων θεωριών, ωστόσο αυτό δεν τον εμποδίζει να αναζητήσει την προδρομική νεωτερικότητα του φιλοσόφου. Άλλα θεωρητικά έργα του, αποτελούν δύο εγχειρίδια για την Μέση Εκπαίδευση («Στοιχεία Λογικής», 1885 – «Στοιχεία Ψυχολογίας», 1888) και η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επίκριση της υφηγεσίας του Μ. Ευαγγελίδη.
Η παραπάνω σύντομη παρουσίαση του θεωρητικού έργου του Βιζυηνού, στοχεύει στην ανάδειξη μία διαφορετικής πτυχής του έργου του συγγραφέα την οποία είναι χρήσιμο να απολαύσει κάθε αναγνώστης του. Είναι σημαντικό οι σκέψεις του να ενταχθούν στην ιστορία της σύγχρονης σκέψης περί αισθητικής αλλά και να γίνουν γνωστές στο κοινό του συγγραφέα, καθώς αδιαμφισβήτητα φωτίζουν το έργο του και επιτρέπουν να κατανοήσουμε βαθύτερα την πολυσύνθετη προσωπικότητα του, τις πηγές του αλλά και τους προβληματισμούς του.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο:
- Δήμου Νίκος, «Βιοθεωρία και φιλοσοφία του Γ. Βιζυηνού», στον τόμο:
Περιφερειακό συνέδριο Γεώργιος Βιζυηνός : η ζωή και το έργο του : Αμφιθέατρο Ιδρύματος Παπανικολάου 2, 3 και 4 Απριλίου 1993, επιμ. Ξανθή Κατσαρή-Βαφειάδη Δήμος Κομοτηνής, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Κομοτηνής , Κομοτηνή 1997, 76 -84. - Μαυρέλος Νικόλαος, «Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού του Γ. Βιζυηνού. Η “παιδιά” και η “φυσική τάσις προς μίμησιν” ως παράγοντες διαμόρφωσης της “καλολογικής διαθέσεως” και του έργου τέχνης», στον τόμο: Το εύρος του έργου του Γεωργίου Βιζυηνού: παλαιότερες αναγνώσεις και νέες προσεγγίσεις, Πρακτικά Διημερίδας, Κομοτηνή, 30-31 Μαΐου 2009, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης – Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας, Σοκόλη-Κουλεδάκη, Αθήνα 2012, 233 – 250.
- Νούτσος Παναγιώτης, «Γεώργιος Βιζυηνός : η “εσωτερική ιστορία” της Τέχνης», στον τόμο: Γιώργος Βιζυηνός : Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του –Κομοτηνή 28 – 30 Μαρτίου 1997, Δήμος Κομοτηνής – Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων, Κομοτηνή 1998, 35 – 47.
- Ποταμιάνου – Παλαντίου Ελένη, «Γ. Βιζυηνός : Ποιητής, διηγηματογράφος και φιλόσοφος», Διαβάζω, τ. 278, Αθήνα Ιανουάριος 1992, 52 – 57.