Ετοιμάζομαι μετά από αρκετό καιρό (λόγω διάφορων συγκυριών) να βγώ έξω να απολαύσω τον ήλιο και το αεράκι και διαμαρτύρομαι για την τύχη που με έκλεισε στους 4 τοίχους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Με την παρέα μου κατευθυνόμαστε προς την θάλασσα και επιλέγουμε μια πανέμορφη καφετέρια, που σαν φυσικό όριο έχει το απέραντο γαλάζιο. Διαλέγουμε ένα τραπέζι ακριβώς εκεί που σκάει το κύμα και προσωπικά αφήνομαι στην ομορφιά του τοπίου.
Γύρω μας άνθρωποι που μοιάζουν ανέμελοι, συζητούν, γελούν, πίνουν τον καφέ ή το ποτό τους, βγάζουν φωτογραφίες και απολαμβάνουν τις στιγμές. Πολλοί από αυτούς με έκδηλη οικονομική άνεση, ακριβά ρούχα και αξεσουάρ, σαν μια ξεχωριστή κάστα που δεν την αγγίζουν τα τωρινά κοινωνικά δεδομένα. Παρατηρώντας τους θυμόμαστε όλα μας τα προβλήματα και αρχίζουμε πάλι τα παράπονα για την κρίση που τόσο μας έχει επηρεάσει. Θεωρητικές συζητήσεις για την ανισότητα στον κόσμο, για το πως ορισμένοι άνθρωποι έχουν χρήματα και όχι μόνο μπορούν χωρίς άγχος να καλύπτουν τις υποχρεώσεις τους αλλά και να τα σπαταλούν κατά βούληση σε διάφορες πολυτέλειες, όταν εμείς αναρωτιώμαστε πως θα καλύψουμε τους τρέχοντες λογαριασμούς.
Ξαφνικά, μέσα στο παραλήρημα με τα κακώς κείμενα, γυρίζω το κεφάλι μου προς την παραλία και αντικρύζω σε μικρή απόσταση έναν άνθρωπο να προσπαθεί να πλύνει τα ρούχα του στη θάλασσα. Ένας κύριος γύρω στα 50, προφανώς άστεγος, που όλη του η περιούσία ήταν δύο πλαστικές σακούλες με τα λιγοστά του υπάρχοντα. Προσπάθησε να καθαρίσει με το θαλασσινό νερό τη μπλούζα, τις κάλτσες, τα παπούτσια του και αφού τα άπλωσε στον ήλιο άρχισε να ρίχνει νερό και στο πρόσωπό του. Εμείς καθισμένοι αναπαυτκά στον καναπέ μας να γκρινιάζουμε για όσα μας λείπουν κι εκείνος μόνος, ακουμπισμένος σε μια τσιμεντενια εξεδρα να παλεύει για να βελτιώσει το παρόν του. Δεν φαίνεται να αγωνιά για το μέλλον όπως εμείς, πιθανότατα γιατί δεν γνωρίζει αν θα έχει μέλλον.
Τότε συνειδητοποίησα πόσο τυχεροί είμαστε όσοι έχουμε 4 τοίχους γύρω μας, ακόμα κι αν υποχρεωνόμαστε να κλειστούμε μέσα σ’αυτούς. Πόσο πρέπει να ευχαριστούμε τον Χριστό, τον Αλλάχ, τον Σίβα ή όποιον θεό πιστεύουμε, ή αν δεν πιστεύουμε σε αυτά τότε τη μοίρα ή ότι είναι αυτό που μας εξασφάλισε τα στοιχειώδη. Να ευχαριστούμε που είμαστε υγιείς, που έχουμε ανθρώπους να μας στηρίζουν, συγγενείς, φίλους, δουλειά, σπίτι, φαγητό και την “πολυτέλεια” να πληρώνουμε για έναν καφέ δίπλα στη θάλασσα.
Δεν γνωρίζω για ποιό λόγο υπάρχουν τέτοιες ανισότητες, γιατί έχουμε περισσότερα από κάποιους και λιγότερα από κάποιους άλλους. Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι θα πρέπει να ζούμε το παρόν χωρίς μεμψιμοιρίες, αναγνωρίζοντας τις μικρές καθημερινές στιγμές ευτυχίας και σκεπτόμενοι ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο. Ας χαμογελάσουμε τώρα γιατί δεν ξέρουμε τι θα φέρει το αύριο….