Η Έμιλι Ελιζάμπεθ Ντίκινσον ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια. Πλέον είναι από τις ποιο αντιπροσωπευτικές πέννες τις Αμερικανικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Έχει γράψει πάνω από 1.000 ποιήματα αλλά όσο ήταν εν ζωή μόνο πέντε από αυτά δημοσιεύτηκαν και μάλιστα τα τρία ανώνυμα και το ένα εν άγνοια της.
Η Έμιλι γεννήθηκε 10 Δεκεμβρίου το 1830 και πέρασε όλη την διάρκεια της ζωής της κλεισμένη στο πατρικό της κτήμα στο Άμχερστ της Μασαχουσέτης μαζί με τα δυο αδέρφια της. Στα παιδικά της χρόνια ήρθε σε επαφή με την λογοτεχνία και έμαθε να παίζει πιάνο αλλά και να τραγουδάει. Μετά το τέλος της βασικής εκπαίδευσης και έχοντας εξαιρετικές επίδοσης φοιτά στο Mount Holyoke College για έναν χρόνο που ήταν και η μοναδική περίοδο που έλειψε από το σπίτι της. Περίπου όταν φτάνει τα 20 αρχίζει να την τραβάει η ποίηση και να γράφει τους πρώτους της στίχους που είναι αρκετά ρομαντικοί σε αντίθεση με τα μετέπειτα έργα της.
Η μεγάλη της όμως συγγραφική έκρηξη θα έρθει την περίοδο 1858-1865 που ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή για την Αμερικανική ιστορία λόγο του εμφύλιου πόλεμου. Εκείνη την περίοδο η Έμιλι γράφει τον κύριο όγκο του έργου της που ξεπερνάει τα 1.100 ποιήματα και υμνεί μέσα από τους στίχους της τον πόνο, την θλίψη, τον ερωτά, την χαρά, την τέχνη και την ίδια την ζωή. Τα περισσότερα από αυτά τα ποιήματα τα καθαρόγραψε και τα οργάνωσε σε ποιητικές συλλογές αλλά τα κράτησε καλά φυλαγμένα στο συρτάρι της που είχε στο δωμάτιο της από ξύλο κερασιάς.
Είχε πλέον συνηθίσει σε αυτόν τον απομονωμένο τρόπο ζωής που η ίδια είχε επιβάλει στον εαυτό της και ζούσε μαζί με τους γονείς της και τα αδέρφια της. Συνεχίζει να γράφει ποιήματα αλλά όχι με την ίδια συχνότητα και οργάνωση όπως έκανε πιο παλιά. Τα ποιήματα της μετά την περίοδο της μεγάλης γραφής της είναι πιο προχειρογραμμένα και όχι τόσο προσεγμένα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της είναι σημαδεμένα από την θλίψη και τον θάνατο. Χάνει τον πατέρα της το 1874 και την μητέρα της το 1875 και βυθίζεται ακόμα πιο πολύ στην απομόνωση της. Στην συνεχεία δέχεται ακόμα ένα πλήγμα από την μοίρα και χάνει τον ανιψιό της το 1883 σε ηλικία μόλις 8 χρόνων αλλά και την καλύτερη της φίλη το 1885. Το 1883 την βρίσκει και αυτήν η αρρώστια και αρχίζει σιγά- σιγά να εξασθενεί ο οργανισμός της. Η Έμιλι τελικά δεν μπόρεσε να νικήσει την αρρώστια της και άφησε την τελευταία της πνοή στις 15 Μάιου 1886 σε ηλικία 55 ετών.
Μετά την κηδεία της η αδερφή της Λαβίνια θα ανακαλύψει στο συρτάρι στο δωμάτιο της Έμιλι τα εκατοντάδες ποιήματα της τα οποία εκδόθηκαν από το 1890 και μετά. Μάλιστα η πρώτες εκδόσεις σημείωσαν πολύ μεγάλη επιτυχία. Όμως η πρώτη επιμελημένη έκδοση της άργησε αρκετά να εμφανισθεί γύρω στο 1955. Όμως η επιρροή της Έμιλι στην Αμερικανική λογοτεχνία του 20ου αιώνα ήταν αρκετά μεγάλη και την καθιέρωσε ως μια από τις σημαντικότερες πέννες της Αμερικής του 19ου αιώνα.