Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στον Πύργο Τήνου στις 14 Αυγούστου 1851. Ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει υπάλληλο, αλλά εκείνος αντέδρασε και το 1869 μπήκε στο τμήμα γλυπτικής του Πολυτεχνείου. Ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες γλυπτές με αρκετά περίεργη ζωή σαν παραμύθι για μεγάλους.
Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέρφια του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του ο οποίος διατηρούσε εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής στη Τήνο στα διάφορα έργα του. Τελειώνοντας τις σπουδές του έφυγε για το Μόναχο με υποτροφία της Ευαγγελίστριας Τήνου.
Το 1876 επέστρεψε στην Αθηνά όπου άνοιξε το δικό του εργαστήριο. Όταν γύρισε από το Μόναχο γνώρισε την 18χρονη Μαριώ Χριστοδούλου με την οποία είχε μια μικρή και αγνή σχέση με άτυχο τέλος που κλόνισε ακόμα περισσότερο την ήδη ταραγμένη του ψυχή. Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον «Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα» ενώ άρχισε να δουλεύει και το ποιο γνωστό του έργο την «Κοιμωμένη», την οποία τοποθέτησαν στο Α΄νεκροταφείο Αθηνών το 1878.
Τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς αρχίζει να εκδηλώνει τα πρώτα σοβαρά σημάδια της αρρώστιας του. Στην συνεχεία υπέστη νευρικό κλονισμό και χωρίς κανέναν λόγο άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε αρκετές φορές να αυτοκτονήσει. Έτσι την άνοιξη του 1888 μπαίνει στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στο ψυχιατρείο ο Χαλεπάς αντιμετωπίζει μια εξαιρετικά σκληρή συμπεριφορά από τους φύλακες και τους γιατρούς που του απαγορεύουν να πλάθει και να σχεδιάζει ενώ καταστρέφουν όσο έργα κάνει.
Το 1901 πεθαίνει ο πατέρας του και η μανά του πηγαίνει και τον παίρνει από το ψυχιατρείο και επιστρέφουν στην Τήνο. Εκεί η μητέρα του τον είχε υπό αυστηρή επιτήρηση γιατί νομίζει πως είχε τρελαθεί εντελώς από την τέχνη του. Όταν πέθανε η μητέρα του το 1916 ο Χαλεπάς ζούσε πάμφτωχος σαν βοσκός και είχε εγκαταλείψει εντελώς την τέχνη του.
Μετά την απουσία της μητέρας του άρχισε πάλι σιγά-σιγά να δημιουργεί καινούργια έργα. Όμως η κοινωνία του χωριού φέρεται πολύ σκληρά στον Χαλεπά που τον θεωρούν τρελό και παλαβό και συνεχεία τον εκμεταλλεύονται και τον κοροϊδεύουν. Έτσι και αυτός μην αντέχοντας άλλο θα φύγει για την Αθηνά όπου θα μείνει στην ανιψιά του.
Από το 1920 και μέχρι το θάνατο του θα ακολουθήσει μια μακρά περίοδος αναγνώρισης και δημιουργίας. Οι επαφές με τον πνευματικό κόσμο της Αθηνάς πυκνώνουν. Το έργο του θα αρχίσει να αναγνωρίζετε και η πολιτεία θα αρχίσει να ενδιαφέρετε για αυτόν. Το 1925 η Ακαδημία Αθηνών διοργανώνει έκθεση έργων του και το 1927 τον τιμά με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
Θα μείνει και θα συνεχίσει να δημιουργεί στην Αθηνά μέχρι και το θάνατο του στις 15 Σεπτεμβρίου 1938. Ο Χαλεπάς προσπάθησε να δείξει την απλότητα των ανθρώπων πάνω στα έργα του άσχετα αν εισέπραξε από αυτούς την σκληρότητα που τον οδήγησε για ένα διάστημα στην εσωτερική του απομόνωση.