Σήκωσα το κεφάλι μου και την είδα να κάθεται απέναντί μου. Ήταν ένα κορίτσι κοντά στην ηλικία μου με ένα αινιγματικό βλέμμα, αλλά αδιάφορο παρουσιαστικό. Μου χαμογέλασε και της ανταπέδωσα. Κρατούσε και εκείνη ένα κομμάτι άσπρο χαρτί μέσα σε νάιλον, όπως ακριβώς και εγώ. Κανονικά, θα έπρεπε να τη βλέπω ανταγωνιστικά, αλλά για κάποιο λόγο μού έβγαλε συμπάθεια.
«Και εσύ για την θέση;»
Μου έγνεψε καταφατικά. Τράβηξε το χαρτί μπροστά από το στήθος της και μου το έδειξε.
«Καλή επιτυχία!»
Κατά βάθος η ευχή ήταν τυπική. Φυσικά και δεν ήθελα να πάρει την θέση. Αν την έπαιρνε, θα την έχανα εγώ. Δεν ήμουν για τέτοια. Δύο χρόνια άνεργος αρκούσαν και με το παραπάνω.
«Περάστε παρακαλώ!» Η ψηλόλιγνη γραμματέας μου άνοιξε την πόρτα. Ήταν προφανές πώς η κοπέλα είχε κερδίσει την θέση: γόβες, κοντό φόρεμα, κόκκινο κραγιόν.
Την ευχαρίστησα και μπήκα. Ο υπεύθυνος προσλήψεων με χαιρέτισε δια χειραψίας και μου έγνεψε να καθίσω. Μου φάνηκε πως η καρέκλα ήταν γεμάτη μικροσκοπικά καρφιά που με ανάγκαζαν κάθε τόσο να κουνάω το σώμα μου πέρα δόθε σε μια άκαρπη προσπάθεια να βολευτώ.
Του έδωσα το βιογραφικό το οποίο μελέτησε για αρκετή ώρα αμίλητος. Ήξερα τι θα επακολουθούσε. Ερωτήσεις κατανόησης για εκείνον και εμπέδωσης για εμένα.
«Λοιπόννν…», είπε παρατεταμένα. «Βλέπω ένα αρκετά ενδιαφέρον βιογραφικό. Έχετε τελειώσει διοίκηση επιχειρήσεων και στις περισσότερες εργασίες σας η συνεργασία ήταν μακροχρόνια. Αυτό είναι καλό. Αλλά…»
Ήμουν περίεργος να δω αυτήν τη φορά που θα κολλούσαν.
«Αλλά, βλέπω ότι από την προηγούμενη εργασία σας έχει παρέλθει ένα διάστημα δύο ετών. Γιατί αυτό;»
Αν του έλεγα λόγω της καταραμένης κρίσης θα κατέληγα με ένα τεράστιο Χ στο βιογραφικό μου. Το πρώτο που θα σκεφτόταν ήταν, ότι δεν ήμουν ιδιαίτερα καλός για να επιλεγώ. Και φυσικά, όχι ότι εκείνοι είχαν μια πληθώρα βιογραφικών που πολλές φορές δεν κοιτούσαν καν, αλλά τα διατηρούσαν για λόγους δημοσκοπήσεων ή έκτακτων αναγκών σε περίπτωση που κάποιος υπάλληλος σήκωνε ψηλά τον αμανέ.
«Είχα ένα σοβαρό ατύχημα που δεν μου επέτρεψε να δώσω όσα ήθελα να δώσω, οπότε επέλεξα την απραξία έως ότου επανέλθω».
«Μάλιστα», είπε ξεροβήχοντας. «Και από πότε η φυγή μετονομάστηκε σε απραξία;»
«Συγγνώμη;» Αυτό ομολογουμένως δεν το περίμενα. Κράτησα την ψυχραιμία μου. «Δεν θεωρώ απραξία τη συνείδηση των δυνατοτήτων που μου παρέχει η εκάστοτε κατάσταση. Θα θέλατε να εργαστώ στην εταιρεία και να μην είμαι σε θέση να δίνω το 100% αυτού που μπορώ;», απάντησα θέλοντας να τονίσω το πάθος μου να κάνω σωστά τη δουλειά μου.
«Βλέπετε αυτό είναι το πρόβλημα, κύριε. Αναφέρατε ‘’ το 100% αυτού που μπορώ’’. Δεν αρκεί. Εδώ, υπερβαίνουμε τον εαυτό μας. Κάνουμε τα ακατόρθωτα».
Μετά από αυτήν τη φράση μου παρέδωσε το βιογραφικό. «Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας», είπε και πάτησε το κουμπί για να ενημερώσει ότι είχε έρθει η ώρα για τον επόμενο.
Δεν πρόλαβα να βγω και η γραμματέας με έντονο το βλέμμα της απαξίωσης παραχώρησε την θέση μου στην κοπέλα. Καθώς εκείνη έμπαινε, τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Πρόλαβε να δει την απογοήτευσή μου και εγώ την ελπίδα της.
Δεν ξέρω αν και εγώ είχα την ίδια ελπίδα μπαίνοντας. Γύρισα και κοίταξα μια ακόμα φορά πίσω προτού δω την γραμματέα να κλείνει ανέκφραστη την πόρτα. Μια πόρτα που έβλεπα να κλείνει καθημερινά. Τόσο διαφορετική, μα τόσο ίδια.
Πέρασα τον χρόνο μου στην πλατεία Συντάγματος, μέχρι την επόμενη προγραμματισμένη συνέντευξη. Χάζευα τους περαστικούς που έτρεχαν πανικόβλητοι να προλάβουν ό,τι είχαν να κάνουν. Είναι καλό να έχεις κάτι να κάνεις. Είχα προσπαθήσει μέσα σε αυτό το διάστημα να βρω κάτι ενδιαφέρον να ασχοληθώ. Μα όσα ήθελα να κάνω απαιτούσαν χρήματα και πολλά που δεν απαιτούσαν δεν μου ταίριαζαν. Ακόμα και σε μια εταιρεία που ζητούσε να παρέχει κάποιος τις υπηρεσίες του αφιλοκερδώς πήγα και δεν με πήραν. Ήθελαν κάποιον λέει που να μπορεί να δεσμευτεί για ένα έτος. Ότι δηλαδή αν τελικά με προσλάμβανε κάποιος, εγώ θα έπρεπε να πω όχι. Δεν είναι απορίας άξιο για πολλά πράγματα που συμβαίνουν σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο.
Είχα για πολλή ώρα αφαιρεθεί όταν κάποιος ήρθε και κάθισε δίπλα μου στο παγκάκι. Ήταν το κορίτσι από τη συνέντευξη. Μου χαμογέλασε συνεσταλμένα. Την κοίταξα καλύτερα και είδα κάτι διαφορετικό πάνω της. Δεν την είχαν πάρει. Σε άλλη περίπτωση θα της έλεγα “Κερνάω καφέ! Πάμε;”.
«Θες να περπατήσουμε;”, είπα αντ’ αυτού.
Σηκωθήκαμε νωχελικά και κατευθυνθήκαμε προς την Ερμού. Η ιστορία της δεν ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μου. Μάλιστα, ίσως και να ήμουν καλύτερα από εκείνη. Μπορώ να πω, τώρα, πως αν γύριζε ο χρόνος λίγο πίσω το ‘’καλή επιτυχία’’ θα το εννοούσα.
Μπορεί να μην πήρα τη θέση, κέρδισα όμως κάτι καλύτερο. Για κάθε τι που χάνεις, η ζωή σου δίνει κάτι. Αλισβερίσι είναι.