Κι όταν τα κάστρα σου όλα αλωθούν και μία μετά την άλλη οι γραμμές της άμυνάς σου καταρρεύσουν.
Κι όταν κι οι πιο δυνατοί στο πλάι σου μαχόμενοι πέσουν και ακομα και η Ελπίδα δίπλα σου φοβάται να σταθεί.
Και μόνος μείνεις, απέναντι σε όλους.
Μη φοβηθείς και κοίτα χαμηλά, καταγής.
Κι ανάμεσα σε σώματα άψυχα και όπλα ορφανεμένα, ασπίδα ταπεινή από ξύλο θα βρεθεί.
Θα’ ναι κακοκαιρισμένη και ευτελής και θυρεό της θά’ χει σκούφο με μικρά, χρυσά, καμπανάκια.
Σήκωσέ την ψηλά και μη φοβηθείς, σαν σίγουρος πως κανείς δεν θα μπορέσει να σε ακουμπήσει.
Γιατί τώρα πια κρατάς περήφανα το πιο μεγάλο όπλο, την ξύλινη ασπίδα του Ηλιθίου του Βασιλιά, που η όψη της νικά και τον πιο σκληρό πολεμιστή, σωριάζοντάς τον κατάχαμα από τα γέλια.
Κράτα γερά αυτό το μέγα σύμβολο του Ακαταλόγιστου στο χέρι και προχώρα, λέγοντας και κάνοντας ό,τι θες και κανείς ποτέ δεν θα σε αγγίξει, μα κι όπου σε βλέπουν, στο πλάι θα κάνουν για να περάσεις.
Τι κι αν καμιά φορά θα ακούς χαχανητά και δάχτυλα θα σε δείχνουν, μη δώσεις σημασία.
Αυτό που μετράει είναι που μένεις ζωντανός, χωρίς να χρειαστεί μάχη, μα ούτε λόγο να δώσεις ποτέ ξανά.
Ούτε με τον ίδιο σου τον εαυτό.