“Το Μηδέν και το Άπειρο” είναι ένα βιβλίο που από την πρώτη στιγμή υπήρξε τεράστια εκδοτική και εμπορική επιτυχία. Θα μπορούσα να το κατατάξω στην πολιτική, ιδεολογική λογοτεχνία, ένα έργο που δεν μας επιβάλει μια άποψη αλλά μας θέτει ερωτήματα, μας προβληματίζει και μας αφήνει να αναζητήσουμε μόνοι μας την δική μας “αλήθεια”.
Κεντρικό θέμα του έργου είναι οι διαγραφές της σταλινικής περιόδου και οι δίκες της Μόσχας (1936-38).
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Ρουμπάσοφ, μέλος της ηγεσίας του κόμματος. Προδότης; Τον κατηγόρησαν για προδοσία και η κατάληξη του πολύ πιθανό να είναι η εκτέλεση ή όπως αναφέρει και ο ίδιος σε έναν από τους μονολόγους του στο κελί «… θα με τουφεκίσουν, λοιπόν». Εμείς τον βρίσκουμε στην φυλακή σε μια κατάσταση αναμονής για την εξέλιξη της υπόθεσης του. Ο πόθος του για ένα ακόμα τσιγάρο, ο επίμονος πονόδοντος, τα εφιαλτικά όνειρα και το μυστήριο για το διπλανό κελί, φέρνουν στο μυαλό του το παρελθόν, τα υπόλοιπα μέλη του κόμματος και τις συναντήσεις του. Σκέφτεται τις κινήσεις του για την Επανάσταση και την ευθύνη του για την παρούσα κατάσταση.
«Η πόρτα του κελιού έκλεισε με θόρυβο πίσω απ’ τον Ρουμπάσοφ. Έμεινε για λίγο γερμένος στην πόρτα και άναψε τσιγάρο…»
Πάντως σίγουρα πρόκειται για ένα επίκαιρο μυθιστόρημα και το καταλαβαίνει κανείς όταν ανατρέχει στην κατάσταση της ελληνικής ιστορίας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Το Μηδέν και το Άπειρο (1940) υπήρξε από την πρώτη στιγμή τεράστια εκδοτική και εμπορική επιτυχία. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και, επάξια, κατέκτησε θέση ανάμεσα στα κορυφαία “μυθιστορήματα ιδεών” του 20ού αιώνα. Με εντυπωσιακή οξυδέρκεια, αλλά και με τη ματιά και τη γνώση του ανθρώπου που γνωρίζει “από μέσα” τις πρακτικές του κομμουνιστικού κινήματος, ο Καίσλερ προσεγγίζει εδώ, εμμέσως πλην σαφώς, το ακανθώδες ζήτημα των περιβόητων Δικών της Μόσχας, στις οποίες ο Στάλιν και το καθεστώς του εξόντωσαν -μεταξύ άλλων- και όλη την “παλιά φρουρά” των Μπολσεβίκων.
Μέσω του ήρωά του, του Ρουμπάσοφ, μέλους της ιστορικής ηγεσίας του κόμματος, αλλά και μέσω των παράπλευρων ιστοριών και των άλλων χαρακτήρων του μυθιστορήματος, ο Καίσλερ φωτίζει τους μηχανισμούς και τις ψυχολογικές διεργασίες που ωθούσαν τους κατηγορουμένους σε αυτές τις “δίκες” να ομολογούν εγκλήματα που… ποτέ δεν διέπραξαν.