
Μετανάστρια Μητέρα (1936), μία από τις πλέον χαρακτηριστικές εικόνες της ένδειας που ακολούθησε τη Μεγάλη Ύφεση (1929). Παρόλο που σχεδόν εκατό χρόνια χωρίζουν τη φωτογραφία της Dorothea Lange από το θέμα του άρθρου, η εικονιζόμενη γυναίκα υπήρξε απόγονος της φυλής των Τσερόκι, γεγονός που μας επιτρέπει ένα παράλληλο συσχετισμό με το αντικείμενο που πραγματεύεται η συνέχεια αυτού του κειμένου.
Οι Ινδιάνοι και η συνύπαρξη με του έποικους.
Οι πρώτοι κάτοικοι του Νέου Κόσμου υπέστησαν τις συνέπειες της αποικιοκρατίας (σφαγές, ασθένειες, εσωτερικές συγκρούσεις, οικονομική εκμετάλλευση, νομικές διακρίσεις). Σήμερα πολλοί Ινδιάνοι στις Η.Π.Α ζουν περιορισμένοι σε καθορισμένες περιοχές εγκατάστασης, ενώ αρκετοί είναι μιγάδες από επιμειξίες.
Ο πληθυσμός των Ινδιάνων, που ζει στις Η.Π.Α, περιορισμένος σε χωριστούς οικισμούς, αποτελούσε μια από τις χειρότερες περιθωριοποιήσεις σε μια ανεπτυγμένη κοινωνία. Οι λευκοί άποικοι, αφού αποδείχτηκε αδύνατο να υποδουλώσουν τους Ινδιάνους, τους οδήγησαν στην εξόντωση άμεσα ή έμμεσα. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων από την πρώτη επαφή Ευρωπαίου και Ινδιάνου εξαφανίστηκαν αναρίθμητες μεγάλες και μικρές φυλές Ινδιάνων σε πολλές περιοχές της Βορείου Αμερικής όπως οι Ναραγκάνσετς (1765, πρώτος πόλεμος των Ινδιάνων, του λεγόμενου ”βασιλιά Φιλίππου), οι Ντελάγουερ, οι Σάουνι, οι Μαϊάμι, οι ισχυροί Ιροκέζοι (οι επιζήσαντες κατέφυγαν στο Καναδά). Επί προεδρίας του Άντριου Τζάκσον η περιοχή των Ινδιάνων οριοθετήθηκε δυτικά του Μισισίπι.
Συνεχώς εκτοπισμένοι από τα κύματα αποικισμού της Δύσης και του στρατού, την ίδια τύχη είχαν και οι Ινδιάνοι της Μεγάλης Πεδιάδας και των Βραχωδών Ορέων, όπως οι φυλές των Σίου, Αραπάχο, Κιόουα, Ναβάχο, Κομάντσι και τέλος οι Απάτσι.
Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Αμερική (Κεντρική και Νότια Αμερική), ως προς τους τρόπους παραγωγής και τα μοντέλα πολιτικής οργάνωσης, ο αγγλοσαξονικός Βορράς της ηπείρου (Η.Π.Α και ο τότε βρετανικός Καναδάς) έθεσε ως στόχο αφενός τη δημιουργία ισχυρών εθνικών κρατών με την κατάληψη της ενδοχώρας, απ’ όπου εκτοπίστηκαν οι αυτόχθονες κάτοικοι, και αφετέρου την εξάπλωση των συνόρων ως τον Ειρηνικό ωκεανό.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1830, περίπου 125.000 ιθαγενείς ζούσαν στις σημερινές πολιτείες Τζόρτζια, της Αλαμπάμα, του Τεννεσσί, της Βόρειας Καρολίνας και της Φλόριντας, εδάφη που είχαν κληρονομήσει από τη συνεχή κατοίκηση των προγόνων τους. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας όμως, ελάχιστοι αυτόχθονες είχαν παραμείνει στις νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες. Θέλοντας τη γη τους για τη καλλιέργεια βαμβακιού, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα τους ανάγκαζε να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να περπατήσουν χιλιάδες μιλίων προς ειδικά προορισμένες για αυτούς περιοχές, δυτικά του ποταμού Μισσισσιππί. Το επίπονο και συχνά θανατηφόρο ταξίδι είναι γνωστό ως μονοπάτι των δακρύων.

Μονοπάτι των δακρύων, περίπου εκατό χιλιάδες Ινδιάνοι εκτοπίστηκαν από τα παραδοσιακά τους εδάφη στις δυτικές εσχατιές.
Λευκοί Αμερικάνοι, ιδιαίτερα εκείνοι που κατοικούσαν στις δυτικές γαίες των ακριτικών πολιτειών ζούσαν με το φόβο και την απέχθεια για τους ιθαγενείς που συναντούσαν καθώς οι οικονομικές τους δραστηριότητες τους παρέσυραν ολοένα και βαθύτερα στη γη των τελευταίων. Για τους πρώτους, οι Ινδιάνοι, που λογίζονταν ως ανεξοικείωτοι άνθρωποι αποτελούσαν μια άγνωστη απειλή, ενώ παράλληλα κατείχαν γη την οποία οι άποικοι είχαν άμεση προσδοκία να αποκτήσουν ως δική τους.
Τα πλάνα για την απομάκρυνση των Ινδιάνων.
Από την αυγή κιόλας του αμερικάνικου έθνους, το ζήτημα των Ινδιάνων υπήρξε ένας συνεχής πονοκέφαλος για οποιαδήποτε κυβερνητική ατζέντα. Ο ίδιος ο Τζορτζ Ουάσινγκτον πίστευε ότι ο καλύτερος τρόπος για να επιλυθεί το ζήτημα της σχέσης των Ινδιάνων με την αμερικάνικη κοινωνία και το κράτος είναι ο εκπολιτισμός τους. Η επίτευξη ενός τέτοιου εκπολιτισμού θα πραγματοποιείτο με την ενθάρρυνση των λευκών Αμερικάνων να συνδράμουν στη διάδοση του Χριστιανισμού, της Αγγλικής γλώσσας αλλά και του δυτικού τρόπου ζωής στους πληθυσμούς των Ινδιάνων, με τους οποίους είχαν αποκτήσει εμπορικές κυρίως γέφυρες επικοινωνίας. Παρά τις αρχικές επιτυχίες της προσπάθειας εκπολιτισμού των αυτοχθόνων της βορειοαμερικάνικης ηπείρου, τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά μέχρι το 1830, όπου ο παραδοσιακός τρόπος ζωής των Ινδιάνων δεν είχε ακόμα παρεκκλίνει ολωσδιόλου από τις συνήθεις των προπατόρων τους, πριν την συνάντηση με το λευκό άποικο, καθιστώντας τις προσπάθειες αφομοίωσης τους άκαρπες. Ωστόσο το ακανθώδες πρόβλημα στις σχέσης των δύο πλευρών· των νεοσύστατων Ηνωμένων Πολιτειών και των αυτοχθόνων της ηπείρου δεν υπήρξε τόσο η πολιτιστική και γλωσσολογική τους διαφορά αλλά η κυριότητα των δεύτερων σε νευραλγικές εκτάσεις της προς δυσμάς αμερικανικής επέκτασης.

Άντριου Τζάκσον (1767-1845), υπήρξε ο έβδομος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, με το προσωνύμιο ”κοφτερό μαχαίρι”, υπήρξε κύριος υπέρμαχος της απομάκρυνσης των Ινδιάνων.
Ο πρόεδρος Άντριου Τζάκσον υπήρξε γνωστός υποστηριχτής της απομάκρυνσης των Ινδιάνων από το εσωτερικό των πολιτειών στις οποίες κατοικούσαν. Ως στρατηγός ο ίδιος είχε συμμετάσχει σε πολέμους-σφαγές εναντίον της φυλής των Κρί στη Τζόρτζια και των Σεμινιόλε στη Φλόριντα. Κάτοχος πλέον του προεδρικού αξιώματος των Ηνωμένων Πολιτειών συνέχισε τη σταυροφορία του, υπογράφοντας στις 28 Μαΐου 1830 τη Πράξη για την Απομάκρυνση των Ινδιάνων. Έτσι η νομική οδός έδωσε την εκτελεστική δύναμη στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση για τη μετακίνηση των Ινδιάνων από τις προικισμένες σε βαμβάκι περιοχές ανατολικά του ποταμού Μισσισσιππί προς την δυτική ενδοχώρα που πρόσφατα είχε περιέλθει στην κυριότητα των Ηνωμένων Πολιτειών ( η μεταεγκατάσταση των Ινδιάνων αναφέρεται κυρίως στην σημερινή περιοχή της Οκλαχόμα) , αν και ακόμα δεν διέθετε πολιτειακό καθεστώς.
Αν και η Πράξη για την Απομάκρυνση των Ινδιάνων ανέφερε ρητά πώς απαγορεύεται από οποιαδήποτε αρχή οποιοσδήποτε εξαναγκασμός για τη μετακίνηση των Ινδιάνων και ότι η απομάκρυνση τους αποτελεί ουσιαστικά μια ανταλλαγή εδαφών μεταξύ των φυλών και του αμερικάνικου κράτους, ο Άντριου Τζάκσον και η κυβέρνηση του θα παραβίαζαν επανειλημμένα την ίδια τους τη νομοθεσία. Το χειμώνα του 1831, υπό των απειλή της εισβολής στα εδάφη τους οι Τσόκταου θα ήταν η πρώτη φυλή που θα εκδιωκόταν από τα εδάφη της. Επιχείρησαν χωρίς οποιαδήποτε αρωγή του Αμερικάνικου κράτους να περπατήσουν την απόσταση μέχρι τους καταυλισμούς της Οκλαχόμα, ένα ταξίδι που θα αποδεκάτιζε τους περισσότερους. ”Ένα μονοπάτι δακρύων και θανάτου”. όπως εξιστόρησε ο αρχηγός τους.
- “Τελικά ο Τζάκσον κατέφυγε στις απειλές και σε μία οξύθυμη έκρηξη οργής για να αποκτήσει τη συγκατάθεσή τους. Τους απείλησε ότι θα χάσουν την αμερικανική φιλία και εύνοια, τους υποσχέθηκε ότι θα αρχίσει πόλεμο εναντίον τους και θα καταστρέψει το λαό τους. Τελικά έκανε γνωστή τη πρόθεσή του να τους απομακρύνει είτε είναι κάτι που τους αρέσει είτε όχι” [Remini Robert, Expansion and Removal]
Η περίπτωση των Τσερόκι.
H απομάκρυνση των Ινδιάνων συνεχιζόταν. Το 1836 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εκδίωξε και τους τελευταίους Κρί από τη γη τους προς τους καταυλισμούς της Οκλαχόμα. Η μεγάλη φυλή των Τσερόκι υπήρξε διχασμένη ως προς τον τρόπο διαχείρισης της υπάρχουσας κρίσης. Μέλη της φυλής των Τσερόκι ήταν πρόθυμα να πολεμήσουν και να σκοτωθούν ενώ μια άλλη ισχυρή αλλά αριθμητική μειονότητα του πληθυσμού της συμφωνούσε στην απομάκρυνσή τους με αντάλλαγμα χρήματα και άλλες παραχωρήσεις. Το 1835 οι εκπρόσωποι των Τσερόκι, που άνηκαν στην δεύτερη κατηγορία που κατείχε πλέον διαύλους επικοινωνίας με τους αμερικάνους αξιωματούχους, αποφάσισαν έναντι του ποσού των πέντε εκατομμυρίων δολαρίων και μιας πραχτικής βοήθειας κατά τη μεταεγκατάστασή τους να παραχωρήσουν τη γη τους, σύμφωνα με τη

Ο πυρετός του χρυσού της Τζόρτζια (1828-1840) παρουσίασε επιτακτική την ανάγκη απομάκρυνσης των Τσερόκι της περιοχής.
συνθήκη της Νέας Έχοτα (πρωτεύουσα της περιοχής-κράτους των Τσερόκι). Η συμφωνία δυσαρέστησε πολλούς Τσερόκι οι οποίοι ένιωσαν προδομένοι. Έτσι μέχρι το 1838 μόνο δύο χιλιάδες Τσερόκι είχαν εγκαταλείψει τη γη τους για τους καταυλισμούς της Οκλαχόμα, αριθμός που σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιούσε τη συμφωνημένη συνθήκη. O πρόεδρος Μάρτιν Βαν Μπιούρεν, που διαδέχτηκε τον Άντριου Τζάκσον έστειλε εφτά χιλιάδες άνδρες στράτευμα προκειμένου να επισπεύσει τη διαδικασία απομάκρυνσης. Ο στρατηγός Γουίνφιλντ Σκότ και οι άνδρες του θα πυρπολούσαν τα σπίτια των Ινδιάνων Τσερόκι. Προσπαθόντας να ξεφύγουν προς τα δυτικά οι περισσότεροι Τσερόκι θα έβρισκαν το θάνατο από το τύφο, τη χολέρα και το λιμό.
- ”Πολύ καιρό περπατούσαμε προς τη νέα γη. Οι άνθρωποι νιώθουν άσχημα όταν εγκαταλείπουν τη παλιά πατρίδα. Οι γυναίκες κλαίνε και θρηνούν. Τα παιδιά κλαίνε και πολλοί άντρες κλαίνε, αλλά κανείς δεν λέει τίποτα, βάζουν το κεφάλι κάτω και περπατάνε προς τα δυτικά. Πολλές μέρες περνάνε και οι άνθρωποι πεθαίνουν πολύ.” [Διήγηση Ινδιάνου, National Park Service]
Το μονοπάτι των δακρύων εκτεινόταν στις περισσότερες περιπτώσεις σε μία απόσταση περισσότερη των πέντε χιλιάδων μιλίων διασχίζοντας ακαλλιέργητες ακόμα εκτάσεις και σημαντικές περιοχές πετρώδους εδάφους. Οι συχνές βροχοπτώσεις και ο μεγάλος αριθμός από άμαξες σε ένα λασπωμένο δρόμο έκανε ακόμα και τις μικρότερες μετακινήσεις ακατόρθωτες. Συχνά δεν υπήρχαν δρόμοι ή αυτοί που υπήρχαν ήταν απροσπέλαστοι όλες τις εποχές εκτός του καλοκαιριού, παγιδεύοντας πολλούς στις ερημιές, αναγκασμένους να πίνουν λιμνάζων νερό, ενδίδοντας ακόμα ευκολότερα στις ασθένειες.
Μέχρι το 1840 δεκάδες χιλιάδες Ινδιάνοι θα είχαν εκτοπιστεί από τις νοτιοανατολικές πολιτείες, με ελάχιστους από αυτούς να καταφέρνουν να φτάσουν στους καταυλισμούς της Οκλαχόμα. Το 1907 όταν η περιοχή της Οκλαχόμα προσαρτήθηκε ως πολιτεία, ακόμα και αυτοί οι καταυλισμοί θα έπαυαν να αποτελούν γη των αυτοχθόνων κατοίκων της ηπείρου.
”Τώρα πια έχουμε μείνει πολύ λίγοι”, Τζερόνιμο τελευταίος αρχηγός των Απάτσι (1829-1909)
Πηγές:
- http://www.cherokee.org/
- http://www.nps.gov/history/
- http://www.history.com/
- http://www.loc.gov/
- Παγκόσμιος Γεωγραφικός Άτλας, Μαλλιάρης Παιδεία 1998
3 Comments
Olympia Tsiara via Facebook
Πολύ ενδιαφέρον και εμπεριστατωμένο άρθρο!Μπράβο! 🙂
Διονύσης
Σας ευχαριστώ πολύ για τα θετικά σχόλια!
Pingback: Η πρόγνωση για 26 Μαίου 2017 & μια ιστορία | kolydas.eu