Κάθεσαι απέναντι μου και σε κοιτάζω, δεν χορταίνω να σε κοιτάζω και βυθίζομαι στα μάτια σου… Με παρασύρεις σε μέρη μαγικά χωρίς προβλήματα, χωρίς φασαρίες… Δεν σου μιλάω, απλά σε κοιτάζω κι εκείνη τη στιγμή κλαίω και γελάω παράλληλα… Είναι τόσα πολλά τα συναισθήματα που με πλημμυρίζουν και δεν μπορώ πλέον να τα ελέγξω… Ούτε και θέλω βέβαια… Τόσοι μήνες σιωπής, τόσος πόνος συσσωρευμένος, τόση αγανάκτηση και άλλη τόση πίκρα…
Ξαφνικά όμως όλα σβήστηκαν, τίποτα δεν έχει πλέον σημασία, τίποτα δεν μου τρυπάει το μυαλό και την καρδιά μου… Τώρα πια οι σκέψεις μου σταθμίστηκαν και η ψυχή μου ηρέμησε… Η καρδιά μου λες και μπήκε πάλι στη θέση της, το άψυχο σώμα βρήκε πάλι σφυγμό και χτύπους στην καρδιά, το αίμα μου άρχισε να διοχετεύεται μέσα στις αρτηρίες μου… Λες και όλα είχαν παγώσει, τίποτα δεν γινόταν σωστά κι εγώ χαμένη στο διάστημα…
Χαμένη μέσα σε κάτι που δεν επιδίωξα, πληγωμένη από όλους και όλα, κουρασμένη, εξαντλημένη, όλα στον υπερθετικό βαθμό… Τα πάντα τριγύρω μου στις αποχρώσεις του μαύρου, κανείς δεν χωρούσε μέσα στα σκοτάδια μου, γιατί σε κανέναν δεν έδινα χώρο να μπει μέσα σε αυτά… Ένιωθα ασφάλεια μέσα στην ανασφάλεια του μαύρου… Όσο παράλογο κι αν ακούγεται, ήξερα πως κανείς δεν θα μπορέσει πια να με πονέσει…
Σε όλους έδινα να καταλάβουν πως είμαι καλά, ”περασμένα ξεχασμένα” που λένε, για μένα όμως ούτε περασμένα ήταν, ούτε ξεχασμένα… Για μένα ήταν το παρελθόν μου βαθιά χωμένο μέσα στο μέλλον μου… Ένα μέλλον αβέβαιο, με μοναδικό σύμμαχο την ελπίδα… Γιατί η αληθινή αγάπη είναι σαν την μπαταρία ενός αυτοκινήτου, θέλει και τους 2 πόλους για να δουλέψει… Αν αφαιρέσεις τον έναν, απλά την αφήνεις άχρηστη…
Κι εγώ δεν ήθελα να ζήσω στην ”αχρηστία”, δε μπορούσα να καταλάβω και να δεχτώ τα δεινά που με βρήκαν… Δεν έπαψα όμως να ελπίζω… Κι έτσι έγινε τελικά… Τα καυτά μου δάκρυα πάνω στο μαξιλάρι μου κάθε βράδυ κάποιος τα είδε, τον βουβό μου πόνο κάποιος τον ένιωσε και σαν να συνωμότησε το σύμπαν όλο… Γιατί όταν σου σκίζουν το κορμί και σου ξεριζώνουν την καρδιά χωρίς τη θέληση σου τότε σίγουρα δεν φταις εσύ…
Δεν φταις εσύ που σου πήραν ότι πιο όμορφο είχες μέσα σου, δεν φταις εσύ που ο δρόμος σου γέμισε ξαφνικά καρφιά και αγκάθια και αναγκάστηκες να περπατήσεις με γυμνά πέλματα πάνω σ’ αυτόν… Κάποιοι το επέβαλλαν και κάποιοι γέλασαν με τον ανθρώπινο πόνο… Κάποιοι κοιμήθηκαν το βράδυ ήσυχοι κι αναρωτιέμαι όμως αυτή η ”συνείδηση” τους δεν ήταν ανήσυχη; Δεν τους ξυπνούσε βίαια από την ταραχή της; Αλλά, τι λέω τώρα, μήπως υπάρχει συνείδηση;
Κούφια κορμιά, καρδιές από σίδερα, μυαλά από τσιμέντο, προκάλεσαν όλο αυτό τον κυκλώνα…Ναι, κυκλώνα θυμίζει πια, όλα έγιναν απίστευτα γρήγορα και επώδυνα…Οι ώρες έμοιαζαν μήνες και οι μήνες χρόνια…Κι όμως δεν πέρασαν χρόνια…Κι έτσι ήρθε η στιγμή του ”ξανά μαζί”, και οι μέρες απέκτησαν χρώμα, οι νύχτες νόημα και οι αγκαλιές γαλήνη…
Η αλυσίδα μου απέκτησε πάλι τον συνδετικό της κρίκο κι εγώ τη φόρεσα ξανά σφιχτά, έπιασα το χέρι σου και αγαλίασε η ψυχή μου…Τα βράδια πια δεν κλαίω με αναμμένο το πορτατίφ, απλά ξαπλώνω με τα φώτα κλειστά, δεν χρειάζομαι πια το πορτατίφ,γιατί η καρδιά μου φωτίζει τα πάντα γύρω μου μέσα από σένα…
…τώρα πια τα φεγγάρια μου δεν είναι μισά…