”15 Ιουνίου 1900, περίπου 10 το πρωί, όταν από το νότιο τομέα της πόλης, απέναντι ακριβώς από τα τείχη αυτής (Πεκίνο), άρχισε ο πιο φριχτός θόρυβος. Ήταν ένα σύννεφο, ένα τσούρμο από Μπόξερς εκπληρώνοντας τις συνηθισμένες τελετές τους. Ύστερα φώναζαν: ”σκοτώστε τους ξένους διαβόλους, σκοτώστε, σκοτώστε, σκοτώστε..”. Φώναζαν και άλλα συνθήματα αλλά εγώ μπορούσα να διακρίνω ξεκάθαρα μονάχα τη λέξη ”σκοτώστε”. Για όλη αυτή την οχλαγωγία ευθυνόντουσαν περίπου πενήντα χιλιάδες Μπόξερς. Μετά από δύο με τρεις ώρες ο θόρυβος και η φασαρία ξαφνικά διακόπηκαν. Οι Μπόξερς, οι οποίοι δεν έκαναν διακρίσεις αναφορικά με το πλιάτσικο, είχαν λεηλατήσει μια τράπεζα που ανήκε σε Μωαμεθανούς. Οι τελευταίοι συγκρότησαν μια ομάδα τριακοσίων ατόμων με σκοπό να περισώσουν τα κλοπιμαία, αλλά ο όχλος είχε ήδη διασκορπιστεί.”
Για την Ουράνια Αυτοκρατορία, η ευρωπαϊκή γνώση, όχι μόνο δεν ήταν παράξενη αλλά σαφώς θεωρήθηκε μειωτική, εφόσον κατά τους Κινέζους της αυτοκρατορικής περιόδου, αυτοί ήταν οι μόνοι πολιτισμένοι, ”το μοναδικό αληθινό κέντρο πολιτισμού”. Η ευρωπαϊκή επιστήμη με τη ζωντάνια και την έξαρση της, την αμφισβήτηση και την ανταγωνιστικότητα της, την δέσμευση της στην αλήθεια και την αποδοτικότητα της, βρισκόταν στον αντίποδα της κινέζικης πνευματικής παράδοσης. Έτσι περνούσαν τα χρόνια και οι δεκαετίες και οι αιώνες, με την βιομηχανική επανάσταση να κάνει την εμφάνιση της στην Ευρώπη και την τελευταία να ξεπερνάει κατά πολύ την Κίνα. Αρχικά η Κίνα δεν πίστευε κάτι τέτοιο και αργότερα απλά το περιφρονούσε, στη συνέχεια βέβαια αγωνιούσε και απογοητευόταν. Οι Δυτικοί, εκεί που γύρευαν για προνόμια και παραχωρήσεις από την Ουράνια Αυτοκρατορία, τώρα γίνονταν επίμονοι και ανυπόμονοι.
Πρώτος Πόλεμος του Οπίου
Το κενό στην αυτοκρατορική εξουσία μετά την παραίτηση του ποιητή-αυτοκράτορα Qianlong, ήταν η κατάλληλη στιγμή για επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, που ζητούσαν μεγαλύτερες ελευθερίες στην άσκηση του εμπορίου τους, γιατί ως τότε αυτό διεξαγόταν κάτω από όχι ευνοϊκές για τους Ευρωπαίους συνθήκες.

Κατά το Πρώτο Πόλεμο του Οπίου οι Κινέζοι νικήθηκαν σε ξηρά και θάλασσα και ζήτησαν την ανακωχή.
Μέχρι το 1890, ενενήντα λιμένες είχαν ανοίξει για αλλοδαπούς, οι οποίοι κατείχαν μακροχρόνιες μισθώσεις αυτών. Το κέρδος για τους Βρετανούς ήταν μεγάλο. Στην κυριότητά τους περιήλθε ο οικισμός του Χονγκ Κονγκ. Η αποικία θα ήταν από τις τελευταίες που θα αποχωρίζονταν οι Βρετανοί, μόλις το 1997.
Το 1798 για πρώτη φορά και μετά το 1816 οι Βρετανοί ζήτησαν εμπορικές παραχωρήσεις, όμως είδαν δύο πρεσβείες τους να αποπέμπονται με περιφρόνηση. Οι σχέσεις Αγγλίας και Κίνας, από τότε συνεχώς χειροτέρευαν ιδιαίτερα από το 1833, χρονιά που τελείωνε η άδεια αποκλειστικότητας στις εμπορικές συναλλαγές που είχε δοθεί στην Αγγλική εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών. Η Αγγλία άρχισε για αυτό το λόγο να επεμβαίνει συνέχεια στην οικονομική ζωή της Ουράνιας Αυτοκρατορίας, ώστε να είναι σε θέση να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της ακόμα και σε περιπτώσεις παράνομου εμπορίου, όπως το εμπόριο οπίου. Οι Βρετανοί που υπερείχαν και σε έμψυχο υλικό, εξαιτίας της κινέζικης αδυναμίας για την κινητοποίηση αξιόλογου στρατεύματος και σαφώς σε τεχνικά μέσα διεξαγωγής πολέμου, νίκησαν εύκολα την κινέζικη αντίσταση και ο Αγγλοσινικός πόλεμος ή ”Πρώτος Πόλεμος του Οπίου” όπως ονομάστηκε τελείωσε το 1842 με την υπογραφή της συνθήκης του Νανγκίν.
Με αυτή η Αγγλία πήρε το νησί Χονγκ Κονγκ ως πολεμική αποζημίωση και την άδεια να ασκεί ελεύθερο εμπόριο στα λιμάνια της Καντόνα και της Σαγκάη. Το άσχημο για την Κίνα τέλος του πολέμου έγινε η αρχή πολλών δεινών. Η κινέζικη κυβέρνηση ταπεινώθηκε μπροστά στους ξένους εισβολείς και η εξουσία της κεντρικής αυτοκρατορικής κυβέρνησης εξασθένησε στο εσωτερικό.
”Απόγευμα 15ης Ιουνίου 1900, δέκα Αμερικανοί και είκοσι Ρώσοι στρατιώτες έφτασαν στο νότιο καθεδρικό ναό, όπου οι Μπόξερς είχαν λεηλατήσει, κάψει και σκοτώσει. Οι στρατιώτες σκότωσαν εβδομήντα Μπόξερς, ενώ αιχμαλώτισαν δέκα. Κατάφεραν να μεταφέρουν καθολικούς πρόσφυγες από το καθεδρικό ναό σε ένα μέρος κοντά στη Βρετανική πρεσβεία. Αργότερα η επιδρομή προς το καθεδρικό επαναλήφθηκε ξανά από Γάλλους και Γερμανούς, αν και νομίζω πως δεν σκοτώθηκαν τόσοι πολλοί Μπόξερς.”
Η εξέγερση των Ταϊπίνγκ και Δεύτερος Πόλεμος του Οπίου
Όταν στον αυτοκρατορικό θρόνο βρισκόταν ο Xianfeng, ξέσπασε μία από τις φοβερότερες επαναστάσεις στη μακραίωνη κινέζικη ιστορία. Ο Hong Xiuquan, που πίστευε ότι είχε σταλεί από το Θεό για να αναμορφώσει τη χώρα του, να την απαλλάξει από την ειδωλολατρεία και να την προσηλυτίσει στο χριστιανισμό, κατάγγειλε τη κυρίαρχη δυναστεία ως υπεύθυνη για τα δεινά που περνούσε ο λαός, και με τους φανατικούς του οπαδούς κυρίευσε το Νανγκίν.

H εξέγερση των Ταϊπινγκ ήταν το αποκορύφωμα μιας σειράς δραματικών γεγονότων και αλλαγών που συνέβησαν εκείνη τη περίοδο στη μεγάλη ασιατική χώρα. Ο αρχηγός των Ταϊπινγκ, Χούνγκ Σίου Τσιάν, ίδρυσε μια αίρεση με βάση τη χριστιανική θρησκεία, στην οποία εμφανιζόταν ως ο νεότερος αδελφός του Ιησού Χριστού και συγκέντρωσε εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς με σκοπό την ανατροπή της δυναστείας. Αυτή η σύγκρουση που κράτησε 12 χρόνια και προκάλεσε απώλειες οι οποίες έφθαναν τα 20 εκατομμύρια νεκρούς, είναι η πιο αιματηρή στην παγκόσμια ιστορία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εκεί ίδρυσε τη δυναστεία των Ταϊπίνγκ (της μεγάλης ειρήνης), που βασίλευσε για 12 χρόνια, μεταξύ του 1853 και 1865. Το κίνημα του Hong Xiuquan επικράτησε σε πολλές επαρχίες και κάτω από τις σημαίες του τάχθηκαν χιλιάδες οπαδοί. Στη συνέχεια στράφηκαν εναντίον του Πεκίνου αλλά επειδή δεν είχαν ικανή στρατιωτική ηγεσία νικήθηκαν από τον τακτικό αυτοκρατορικό στρατό και διαλύθηκαν. Ενώ μαινόταν η επανάσταση του Hong Xiuquan, ξέσπασε και άλλο κίνημα, του ”Συνδέσμου των Τριάδων”, όπως ονομάστηκε, που στην αρχή σημείωσε τρομερές επιτυχίες. Οι νέοι επαναστάτες συνεργάστηκαν με τους Ταϊπίνγκ και κατέλαβαν τις παραλιακές πόλεις, όσες είχαν απομείνει στον αυτοκράτορα. Αλλά μετά από την ατυχή εκστρατεία των Ταϊπίνγκ εναντίον του Πεκίνου και τις εσωτερικές θρησκευτικές έριδες το κίνημα αυτό του συνδέσμου των Τριάδων εκφυλίστηκε. Ωστόσο εξαιτίας τη αδυναμίας της κεντρικής κυβέρνησης του Πεκίνου, πολλές επαρχίες του νότου έμειναν στα χέρια των επαναστατών και κάτω από μια αμφισβητήσιμη κυβέρνηση.
Ενώ η χώρα συνταραζόταν από τις δύο αυτές επαναστάσεις, η κινέζικη κυβέρνησε αναγκάστηκε να δεχθεί ένα δεύτερο Πόλεμο του Οπίου (1856-1860). Η Αγγλία μετά το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου, με την υποστήριξη των Γαλλίας και των Η.Π.Α απαιτούσε νόμιμη αναγνώριση του εμπορίου του οπίου. Επειδή όμως οι Κινέζοι αρνήθηκαν να δεχθούν τους όρους που τους πρότειναν θεωρώντας τους ταπεινωτικούς για το γόητρο της χώρας τους, οι Άγγλοι κατέλαβαν την Καντόνα, αιχμαλώτισαν τον Κινέζο διοικητή και στράφηκαν εναντίον του Πεκίνου.

Με τη συνθήκη του 1860 παραχωρήθηκε στη Ρωσία η περιοχή από τις εκβολές του Αμούρ ως τα σύνορα της Κορέας. Η Γαλλία κατέλαβε το 1885 την Ινδοκίνα. Οι Ιάπωνες επιτέθηκαν το 1894 εναντίον των Κινέζων. Μέσα σε ένα χρόνο συνέτριψαν μετά από μια σειρά από σφοδρές συγκρούσεις τις κινέζικες δυνάμεις και κατέλαβαν τη Φορμόζα (Ταϊβάν) και απελευθέρωσαν τη Κορέα από τον κινέζικο ζυγό για να την προσαρτήσουν αργότερα στο δικό τους κράτος (1910). Τέλος η Γερμανία για να εκδικηθεί το φόνο δύο ιεραποστόλων κατέλαβε το 1898 τη χερσόνησο του Σαντούγκ.
Οι νικημένοι Κινέζοι αναγκάστηκαν τότε να ανοίξουν τα λιμάνια στους Ευρωπαίους νικητές, νομιμοποίησαν το όπιο και παραχώρησαν προνόμια στους χριστιανούς ιεραποστόλους. Από το σημείο αυτό και έπειτα αρχίζει το κομμάτιασμα της κινέζικης αυτοκρατορίας.
Έτσι η άλλοτε ισχυρή κινέζικη αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε σφαίρες επιρροής των μεγάλων δυνάμεων. Στη διαμάχη αυτή, για την εξασφάλιση όσο ήταν δυνατό περισσότερων προνομίων στην εκμετάλλευση του κινέζικου διαμετακομιστικού εμπορίου προστέθηκαν γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής που το 1898 νικώντας τον Ισπανοαμερικάνικο πόλεμο κατέλαβαν τις Φιλιππίνες, αποκτώντας πρόσβαση στη θάλασσα της νότιας Κίνας.
”18 Ιουνίου 1900, έχουμε πλέον περάσει δέκα πλήρεις ημέρες σε αυτόν τον τόπο και μπορεί να είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε πολλές ακόμα. Δεν έχουμε μάθει ακόμα νέα για τα στρατεύματα μας που εγκατέλειψαν το Tientsin μια βδομάδα πριν. Έχουμε πλέον αποκοπεί κανονικά από τον έξω κόσμο αφού καμία ταχυδρομική υπηρεσία δεν μπορεί να μεταφέρει αλληλογραφία στα στρατεύματα μας στο Tientsin και στο αυτοκρατορικό ταχυδρομείο. Και όμως εκπλαγήκαμε που έστω και αυτή η υπηρεσία (του ταχυδρομείου) άντεξε όσο άντεξε. Ακούμε ότι τεράστιοι αριθμοί από Μπόξερς επιτέθηκαν κατά του σιδηροδρομικού σταθμού στο Tientsin αλλά απωθήθηκαν με μια μεγάλη σφαγή. Φημολογείται ότι ο στρατός απέχει 10-15 μίλια από εμάς αλλά και πάλι δεν είμαστε σίγουροι. [..] Αν μείνουμε ακόμα περισσότερο κάτω από την πολιορκία, θα πρέπει σύντομα να περιορίσουμε τις μερίδες. Στην πραγματικότητα ήδη αφήνουμε τα κονσερβοποιημένα κρέατα για τους άντρες που κάνουν την σκληρή δουλειά έξω κρατώντας σκοπιά και οχυρώνοντας.”
Ο αναβρασμός και η εξέγερση
Κατά το έτος 1900, το γεγονός που έμεινε γνωστό ως εξέγερση των Μπόξερς ή επανάσταση των Μπόξερς, ήταν μια κινέζικη μυστική οργάνωση με την ονομασία ”Η Κοινωνία των Δικαίων και της Αρμονίας”, η οποία πυροδότησε μια εξέγερση στις βόρειες επαρχίες της Κίνας κατά της εξάπλωσης της εκεί δυτικής και ιαπωνικής επιρροής, αποτέλεσμα των δύο πολέμων του οπίου. Η εξέγερση αναφέρθηκε από τους Δυτικούς, ως εξέγερση των Μπόξερς, επειδή τα μέλη που συνιστούσαν τους πρωτεργάτες της συνήθιζαν να εξασκούνται σε πολεμικές τέχνες. Βασικός στόχος των Μπόξερς ήταν κάθε ξένος και οι Κινέζοι που είχαν ασπαστεί τον χριστιανισμό. Με καταρρακωμένο το εθνικό γόητρο και πληγωμένη τη πατριωτική υπερηφάνεια εξαιτίας των συνεχιζόμενων ηττών στους πολέμους με τις ξένες δυνάμεις, σύντομα η εξέγερση των Μπόξερς εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά.
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, οι δυτικές δυνάμεις και η Ιαπωνία είχαν αναγκάσει την δυναστεία των Qing που ήταν ενθρονισμένη από το 1644, να αποδεχθεί τον ευρύ έλεγχο των ξένων στις οικονομικές υποθέσεις της χώρας. Στους πολέμους του οπίου (1839-1842, 1856-1860), στις συχνές εσωτερικές αναταραχές και στο Σινο-ιαπωνικό πόλεμο του 1894-1895, η Κίνα είχε αγωνιστεί για να αντισταθεί στους ξένους που κατέτρωγαν τα παραλιακά της εδάφη. Δυστυχώς για τον μεγάλο ασιατικό δράκο, η στέρηση εκσυγχρονισμένων στρατιωτικών τεχνικών και οπλικών συστημάτων και η συσπείρωση των αντιπάλων της, του επέφεραν απώλειες εκατομμυρίων.

Συνηθισμένες ενδυμασίες και οπλισμός Κινέζων Μπόξερς. Ως άτακτο σώμα ασφαλώς ήταν αντιμέτωπο με προβλήματα οργανωτικής φύσης και στρατιωτικής πειθαρχίας. Ωστόσο τη δύναμη του αντλούσε από τους μεγάλους αριθμούς των στρατευμένων του και το κινέζικο ρεβανσισμό εναντίον των ξένων αποικιοκρατών.
Έτσι στα τέλη του 19ου αιώνα και σχεδόν ταυτόχρονα με την ήττα από τους Ιάπωνες συστάθηκε η οργάνωση ”Η Κοινωνία των Δικαίων και της Αρμονίας”. Αυτή είχε αρχίσει τη διεξαγωγή τακτικών επιθέσεων σε μη Κινέζους και σε Κινέζους χριστιανούς. Οι μετέπειτα, σε λίγα έτη επαναστάτες εξασκούσαν διάφορες γυμναστικές χορογραφίες με μυστικιστικό χαρακτήρα και πολεμικές τέχνες, έτσι ώστε όπως πίστευαν να αποκτήσουν τη δυνατότητα να είναι άτρωτοι απέναντι στις σφαίρες των αντιπάλων τους και σε άλλες μορφές επίθεσης. Οι Δυτικοί έκαναν αναφορά σε αυτά τα τελετουργικά ως ”σκιώδες μποξ” γεγονός από το οποίο επαναστάτες και εξέγερση κέρδισαν αμφότεροι το ψευδώνυμό τους. Παρά το γεγονός ότι τις τάξεις των Μπόξερς τις απάρτιζαν μέλη διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, πολλοί ήταν αρχικά αγρότες από την επαρχία Shandong. Η τελευταία είχε πληγεί σφόδρα από φυσικές καταστροφές (λιμός και πλημμύρες) κατά τα έτη που προηγήθηκαν από την εξέγερση. Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα η Κίνα είχε ενδώσει απέναντι σε εδαφικές και οικονομικές παραχωρήσεις σε αυτή την επαρχία απέναντι στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που απειλητικά κράδαιναν τα εκσυγχρονισμένα όπλα εναντίον της. Οι Μπόξερς κατηγόρησαν έτσι για το εξευτελιστικό βιοτικό τους επίπεδο τις ξένες δυνάμεις, και τον αποικισμό της χώρας τους που ήταν σε εξέλιξη.
Με την αυγή του νέου αιώνα το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Το έτος 1900, το κίνημα των Μπόξερς εξαπλώθηκε και στο Πεκίνο, όπου οι Μπόξερς σκότωσαν δημοσίως Κινέζους χριστιανούς και Ευρωπαίους ιεραποστόλους. Παρέδωσαν στην πυρά ευρωπαϊκές εκκλησίες, σιδηροδρομικούς σταθμούς και άλλα περιουσιακά στοιχεία. Στις 20 Ιουνίου του 1900 οι Μπόξερς άρχισαν την πολιορκία της συνοικίας των ξένων πρεσβειών του Πεκίνου. Την επόμενη μέρα η αυτοκράτειρα της δυναστείας των Qing, Dowager Cixi συνάχθηκε με τα συμφέροντα της εξέγερσης και κήρυξε το πόλεμο σε όλα τα έθνη που εποφθαλμιούσαν καχύποπτα την Κίνα. Όλες οι δυτικές δυνάμεις και οι Ιαπωνία οργάνωσαν μια πολυεθνική δύναμη για να συντρίψουν την εξέγερση, με τη πολιορκία όμως του ελεγχόμενου από τους δυτικούς μέρους του Πεκίνου να μην λύνεται σύντομα και να εκτείνεται σε βδομάδες. Ξένοι κυρίως οι διπλωμάτες της συνοικίας των πρεσβειών και οι οικογένειές τους άρχισαν να υποφέρουν από την πείνα και τα δεινά του αποκλεισμού. Σύμφωνα με μερικές εκτιμήσεις αρκετές εκατοντάδες ξένοι και χιλιάδες Κινέζοι χριστιανοί έχασαν τη ζωή τους εκείνη την περίοδο. Στις 14 Αυγούστου αφού συγκεντρώθηκε νοτιότερα του Πεκίνου μια διεθνής δύναμη από περίπου πενήντα χιλιάδες στρατιώτες από οκτώ έθνη (Βρετανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Αυστραλία, Ινδία, Γερμανία, Γαλλία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία και Ιαπωνία) έφτασε στο Πεκίνο για να σώσει τους διπλωμάτες της εκάστοτε χώρας και τους Κινέζους χριστιανούς.

Η εξέγερση των Μπόξερς, μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις ιστορικού ρεβανσισμού και αντεκδίκησης, στοίχισε τη ζωή σε 32.000 Κινέζους χριστιανούς, 200 Ευρωπαίους ιεραπόστολους, 5.000 στρατιώτες και 100.000 αμάχους. Επάνω: Ένας στρατιώτης από καθεμία από τις οκτώ χώρες που επιτέθηκαν κατά της Κίνας.
”18 Ιουλίου 1900, περίπου δύο το απόγευμα. Τέσσερις βδομάδες από την ώρα που βρήκαμε καταφύγιο μέσα στη πρεσβεία. Λάβαμε το πρώτο αυθεντικό μήνυμα μας από τον έξω κόσμο. Στις 30 Ιουνίου ένας νεαρός Μεθοδιστής, ο οποίος στάλθηκε από τον Ιάπωνα υπουργό ως αγγελιοφόρος από το Tientsin, έφερε μια επιστολή από τον εκεί Ιάπωνα πρόξενο, δηλώνοντας ότι στρατεύματα φίλιων δυνάμεων που αριθμούν περί των 33.000 ανδρών, βρίσκονται ήδη καθ’οδόν για την ανακατάληψη του Πεκίνου.”
Το τέλος
Η εξέγερση των Μπόξερς έληξε επισήμως στις 7 Σεπτεμβρίου 1901 με την επίσημη συνθηκολόγηση της κινέζικης αυτοκρατορικής κυβέρνησης. Με τους όρους της συμφωνίας της συνθηκολόγησης τα φρούρια που προστάτευαν το Πεκίνο ήταν να καταστραφούν, οι Μπόξερς και Κινέζοι αξιωματούχοι που είχαν συμβάλει στην εξέγερση έπρεπε να τιμωρηθούν, στις ξένες πρεσβείες επιτράπηκε να διατηρούν στρατεύματα στις πρεσβείες τους και στη Κίνα απαγορεύτηκε να εισάγει όπλα, ενώ συμφωνήθηκε να πληρώσει 330 εκατομμύρια δολάρια Αμερικής ως πολεμική επανόρθωση. Η δυναστεία των Qing που εγκαθιδρύθηκε το 1644, αποδυναμώθηκε από την εξέγερση των Μπόξερς. Μετά από άλλες εσωτερικές αναταράξεις που κορυφώθηκαν το 1911, η δυναστεία εξασθένησε και τελικά απώλεσε την εξουσία το 1912.
Από την άλλη οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις τελικά σταμάτησαν τις φιλοδοξίες τους για τον αποικισμό της Κίνας, έχοντας μάθει από την εξέγερση των Μπόξερς, ότι ο ευκολότερος τρόπος να διαχειριστούν την Κίνα, ήταν μέσω του πολιτικού ελέγχου της μοναρχίας της και όχι μέσω των κατοίκων της.
”14 Αυγούστου 1900, χθες το βράδυ ήταν τρομερό. Δεχθήκαμε τουλάχιστον έξι επιθέσεις, ενώ ο ήχος των πυροβόλων όπλων δεν διακόπηκε ποτέ. Οι άσπονδοι εχθροί μας ήταν αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν στο έπακρο την τελευταία τους ευκαιρία να μας αφανίσουν. Η φρουρά μας ανταπέδωσε τα πυρά σκληρότερα από κάθε άλλη φορά γιατί τώρα δεν φοβόταν να εξαντλήσει τα πυρομαχικά της αφού ο στρατός μας είχε ήδη μπει στο Πεκίνο.” [Γράμματα της Luella Miner, Hart Albert Bushnell American History Told by Contemporaries v. 5 (1929); O’Conner, Richard, The Spirit Soldiers A Historical Narrative of the Boxer Rebellion (1973).]
Πηγές:
- http://www.eyewitnesstohistory.com/
- http://history1900s.about.com/
- http://www.britannica.com/
- http://www.history.com/topics/
- Περιοδικό ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ