Στην Ελλάδα ανέκαθεν υπήρχε η άποψη ότι τα ρόστερ των ελληνικών ομάδων θα πρέπει να αποτελούνται ως επί το πλείστον από Έλληνες ποδοσφαιριστές, κάτι το οποίο πλέον παρατηρείται μόνο στις -θεωρητικά- αδύναμες ομάδες της Super League, καθώς οι τέσσερις μεγάλες ομάδες του πρωταθλήματος αποτελούνται από μεγάλο αριθμό ξένων ποδοσφαιριστών. Επομένως γεννάται το ερώτημα για το ποιός ευθύνεται για αυτή την κατάσταση. Η επικρατέστερη άποψη στις τάξεις των Ελλήνων οπαδών είναι πως δεν υπάρχει προώθηση Ελλήνων ποδοσφαιριστών από τους μεγάλους συλλόγους, με αποτέλεσμα πολλά “ταλέντα” να πηγαίνουν χαμένα. Ή ότι δεν υπάρχουν οι ανάλογες εγκαταστάσεις και τα ανάλογα τεχνικά τιμ στις ακαδημίες ώστε να εξελιχθεί ένας ποδοσφαιριστής. Μήπως όμως τελικά θα πρέπει να δούμε και την άλλη πλευρά του νομίσματος;
Μην ξεχνάμε καταρχάς ότι αναφερόμαστε σε ομάδες-εταιρίες οι οποίες αποσκοπούν, πλην των τίτλων, και σε οικονομικά κέρδη. Σύλλογοι όπως η Μπαρτσελόνα, η Άρσεναλ, ο Άγιαξ κτλ. έχουν αποδείξει πως οι ακαδημίες αποτελούν την μεγαλύτερη και πιο κερδοφόρα επένδυση ενός συλλόγου, οι λόγοι είναι προφανείς. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και οι ελληνικές ομάδες, δίνοντας ευκαιρίες σε ποδοσφαιριστές των ακαδημιών, με χαρακτηριστικά παραδείγματα ποδοσφαιριστές όπως ο Μήτρογλου, ο Μανωλάς και ο Παπασταθόπουλος που θεωρούνται την δεδομένη χρονική στιγμή από τους κορυφαίους Ευρωπαΐους ποδοσφαιριστές. Προφανώς, η επιτυχία των ελληνικών συλλόγων στον τομέα των ακαδημιών δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη των μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων, γεγονός για το οποίο παίζουν ρόλο άλλοι παράγοντες. Επίσης, οι ελληνικές ομάδες συχνά ακολουθούν την πιο αποτελεσματική ίσως τακτική στο θέμα των νέων, δίνοντας δηλαδή ποδοσφαιριστές σε άλλες ομάδες με την μορφή δανεισμού, με σκοπό να αποκτήσουν τις απαραίτητες εμπειρίες. Ωστόσο, για άγνωστους λόγους πολλά από τα αυτά τα παιδιά δεν έχουν την αναμενόμενη εξέλιξη, κάτι το οποίο παρατηρήθηκε κυρίως στις ακαδημίες του Παναθηναϊκού που θεωρούνταν προ λίγων ετών εκ των καλυτέρων στα Βαλκάνια. Την σεζόν 2016-2017 υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο Παναθηναϊκός να αποτελείται από ένα ρόστερ όπου δεν θα υπάρχει κανένας προερχόμενος από τις ακαδημίες Έλληνας ποδοσφαιριστής που να διεκδικεί θέση βασικού. Σε μια περίπου ανάλογη κατάσταση βρίσκεται και ο πρωταθλητής Ολυμπιακός, ο οποίος τα τελευταία χρόνια κυρίως έχει αναβαθμίσει τις ακαδημίες του, πράγμα που αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα που επιτυγχάνουν οι νέοι του Ολυμπιακού στην Ευρώπη. Ωστόσο τα ονόματα που υπέγραψαν επαγγελματικό συμβόλαιο στην πρώτη ομάδα είναι ελάχιστα.
Κατα καιρούς επίσης έχουν δοθεί ευκαιρίες σε Έλληνες ποδοσφαιριστές που ξεχώρισαν σε μικρομεσαίες ομάδες του πρωταθλήματος ωστόσο το γεγονός ότι κάποιοι ποδοσφαιριστές ξεχωρίζουν σε μικρομεσαίες ομάδες δεν σημαίνει απαραίτητα οτι θα κατορθώσουν το ίδιο και στις μεγάλες ομάδες. Ακόμα κι αν τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες ποδοσφαιριστές που ξεχώρισαν στο εγχώριο πρωτάθλημα υπήρξαν λίγοι, ακόμη πιο λίγοι υπήρξαν εκείνοι που κατόρθωσαν να σταθούν αξιοπρεπώς σε κάποια από τις μεγάλες ομάδες. Το γεγονός οτι οι Έλληνες ποδοσφαιριστές δεν έχουν την αναμενόμενη εξέλιξη και απόδοση αποτελεί ένα αγκάθι στο ελληνικό ποδόσφαιρο, έτσι οι μεγάλοι ελληνικοί σύλλογοι με σκοπό να δημιουργήσουν ένα ποιοτικό σύνολο καταφεύγουν στην απόκτηση ξένων ποδοσφαιριστών. Από την στιγμή που ένας από τους στόχους των μεγάλων συλλόγων είναι η καταξίωση στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις αποτελεί μονόδρομος η απόκτηση ποδοσφαιριστών που θα κάνουν την διαφορά σε τέτοιου είδους παιχνίδια. Επομένως, οι -λίγες- ποιοτικές επιλογές Ελλήνων ποδοσφαιριστών είναι ένας λόγος που οι μεγάλες ομάδες διαθέτουν μεγαλύτερο αριθμό ξένων βασικών ποδοσφαιριστών.
Από την άλλη, Έλληνες ποδοσφαιριστές που κέρδισαν μια θέση στα ρόστερ των μεγάλων ομάδων αποτελούν συνήθως και τα “διαμάντια” των ομάδων αυτών, δηλαδή ποδοσφαιριστές που κάνουν την διαφορά και που αναλαμβάνουν συνήθως ρόλο ηγέτη. Ο Ολυμπιακός την συγκεκριμένη χρονική στιγμή αποτελεί την ομάδα με τους λιγότερους Έλληνες ποδοσφαιριστές, ωστόσο την ίδια τακτική δείχνουν να ακολουθούν στη τωρινή μεταγραφική περίοδο η ΑΕΚ, ο ΠΑΟΚ και ο Παναθηναϊκός, ο οποίος εκ των 4 μεγάλων είναι ο μόνος που δεν διαθέτει Έλληνα ποδοσφαιριστή που κάνει την διαφορά μέσα στο γήπεδο, αν αναλογιστεί κανείς οτι ο Ολυμπιακός διαθέτει τον Φορτούνη, η ΑΕΚ τον Μάνταλο και ο ΠΑΟΚ τον Αθανασιάδη. Ο τελευταίος του Παναθηναϊκού ήταν ο Νίκος Καρέλης, ο οποίος αποχώρησε τον Ιανουάριο επιλέγοντας να αγωνιστεί σε ομάδα του εξωτερικού, όπως έκαναν αρκετοί Έλληνες ποδοσφαιριστές στο παρελθόν. Ο κύριος λόγος που οι ελληνικοί σύλλογοι διαθέτουν λίγους βασικούς Έλληνες ποδοσφαιριστές. Ως γνωστόν το όνειρο κάθε ποδοσφαιριστή είναι να αγωνιστεί σε κάποια μεγάλη ομάδα των κορυφαίων πρωταθλημάτων της Ευρώπης, για τον λόγο αυτό πολλοί ποδοσφαιριστές ζητούν μεταγραφή στο εξωτερικό ακόμα κι αν αγωνίζονται στον Ολυμπιακό, στον Παναθηναϊκό, στην ΑΕΚ ή στον ΠΑΟΚ. Μια επιθυμία που ενισχύεται και λόγω της υπάρχουσας κατάστασης στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Οι σύλλογοι του εξωτερικού προσφέρουν κυρίως, εκτός από ένα ικανοποιητικό συμβόλαιο, την ηρεμία και το καλό κλίμα που έχει ανάγκη ένας ποδοσφαιριστής ώστε να αποδόσει τα μέγιστα στο γήπεδο, κάτι το οποίο λείπει αισθητά από το ελληνικό ποδόσφαιρο. Οι κορυφαίοι Έλληνες ποδοσφαιριστές αγωνίζονται σε συλλόγους του εξωτερικού, με ελάχιστες εξαιρεσεις ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται σε ομάδες της Super League.
Με την -πρωτοφανής- κατάσταση που επικρατεί στην ΕΠΟ και γενικότερα στο ελληνικό ποδόσφαιρο φαντάζει αδύνατο να αποτελέσει το ελληνικό πρωτάθλημα και ταυτόχρονα οι ελληνικές ομάδες πρώτη επιλογή των κορυφαίων Ελλήνων ποδοσφαιριστών.