Με αφορμή τον μόχθο της κυβέρνησης για την καταβολή των γερμανικών αποζημιώσεων, θα εξετάσουμε τον προβληματισμό που εγείρει η συλλογική ευθύνη. Κατά πόσο οι συγκαιρινοί πολίτες είναι υπεύθυνοι για κρίματα του παρελθόντος, και πώς τεκμαίρονται οι ηθικές υποχρεώσεις που καλούμαστε να τελέσουμε; Άραγε είμαστε πάντα ελεύθεροι να επιλέξουμε τις υποχρεώσεις μας ή μας επιβάλλονται έξωθεν;
Σε πρώτο επίπεδο αξίζει να αναπτύξουμε το ζήτημα υπό δύο διαφορετικά πρίσματα, του ηθικού ατομικισμού/ βολονταριστικής ερμηνείας από την μια πλευρά και την κοινοτιστική/ αφηγηματική αντίληψη για το πρόσωπο από την άλλη. Όσον αφορά την πρώτη οπτική γωνία θα λέγαμε ότι στηρίζεται στην συμβολαιοκρατική ιδέα ότι είμαστε υπεύθυνοι μόνον για ό,τι κάνουμε εμείς οι ίδιοι, όχι για τις πράξεις άλλων ατόμων, ή για συμβάντα πέρα από τον έλεγχο μας. Δεν είμαστε υπόλογοι για τις αμαρτίες των γονέων μας ή των προγόνων μας ή ακόμη και τον συμπατριώτη μας. Σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζει η έννοια της ελευθερία, και το άτομο είναι ελεύθερο όταν έχει υποχρεώσεις μόνο εφόσον τις αναλαμβάνει με τη βούληση του. Με άλλα λόγια ό,τι οφείλω στους άλλους το οφείλω εξ’ αιτίας μιας πράξης συγκατάθεσης ή επιλογής ή υπόσχεσης ή συμφωνίας που έχω κάνει, είτε αυτή είναι ρητή είτε σιωπηρή. Ως ηθικοί δρώντες είμαστε ελεύθερα και ανεξάρτητα άτομα τα οποία δεν δεσμευόμαστε από προγενέστερους ηθικούς δεσμούς. Η ελεύθερη επιλογή είναι πηγή των μόνων ηθικών υποχρεώσεων που μας δεσμεύουν, όχι τα έθιμα ή η παράδοση ή η κληρονομημένη κοινωνική θέση. Η εν λόγω θέση εκφράζει μια υψιπετή αντίληψη για την ανθρώπινη ελευθερία και αν μη τι άλλο είναι απελευθερωτική.
Στον αντίποδα οι κοινοτιστές επικριτές του σύγχρονου φιλελευθερισμού αναπτύσσοντας την αφηγηματική αντίληψη, προτάσσουν την αξία της συλλογικότητας και του ανήκειν και νοηματοδοτούν κατά τρόπο διαφορετικό την έννοια της ηθικής υποχρέωσης. Και εξηγούμαι:
O Alasdair MacIntyre στο βιβλίο του “After Virtue” εύγλωττα συμπεραίνει πως μπορεί κανείς να απαντήσει στο ερώτημα “Τι πρέπει να κάνω;” μόνο αν απαντήσει προγενέστερα στο ερώτημα “Σε ποιά ιστορία ή ιστορίες διαπιστώνω ότι ανήκω;” H ηθική διαβούλευση αφορά περισσότερο την ερμηνεία της ιστορίας της ζωής μου παρά την άσκηση της βούλησης μου. Προϋποθέτει επιλογές αλλά οι επιλογές πηγάζουν από την ερμηνεία, δεν είναι μια κυρίαρχη πράξη της βούλησης. Αναλυτικότερα, ως άτομο και μόνον δεν είμαι σε θέση να αναζητήσω το αγαθό και να ασκήσω τις αρετές μου. Δύναμαι να κατανοήσω την αφήγηση της δικής μου ζωής μόνο αν συλλάβω τις ιστορίες στις οποίες ανήκω. Κατά τον McIntyre όπως και για τον Αριστοτέλη, η αφηγηματική ή τελεολογική διάσταση του ηθικού στοχασμού είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένες με την ένταξη και το ανήκειν σε συλλογικότητες. Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, καλούμαστε να αναγνωρίσουμε πως προσεγγίζουμε το περιβάλλον μας ως φορείς μια ιδιαίτερης κοινωνικής ταυτότητας. Ως φορέας των ρόλων που μου επιδίδονται κληρονομώ από το παρελθόν της οικογένειας μου, της πόλης μου, της φυλής μου, του έθνους μου ένα σύνολο καθηκόντων, κληρονομιών, νόμιμων προσδοκιών και υποχρεώσεων. Εν τέλει αυτά αποτελούν τα δεδομένα της ζωής μου, το ηθικό σημείο εκκίνησης μου, αυτά συναπαρτίζουν την ηθική μου ιδιαιτερότητα.
Πριν επιλέξετε ποιά στάση σας ταιριάζει καλύτερα ιδιοσυγκρασιακά αξίζει τον κόπο να ενσκύψουμε πάνω στις κατηγορίες ηθικής ευθύνης. Με μια σύντομη σκέψη αναγνωρίζουμε κατά την φιλελεύθερη αντίληψη πως υποχρεώσεις μπορούν να προκύψουν με δύο μόνο τρόπους, ως φυσικά καθήκοντα που έχουμε απέναντι στα ανθρώπινα όντα ως τέτοια και ως εκούσιες υποχρεώσεις που αναλαμβάνουμε συναινετικά. Για του λόγου το αληθές, τα φυσικά καθήκοντα είναι καθολικά και το οφείλουμε στα πρόσωπα ως πρόσωπα. Σε αντίθεση με τα φυσικά καθήκοντα, οι εκούσιες υποχρεώσεις είναι ιδιαίτερες, όχι καθολικές και προκύπτουν βάσει συμφωνιών. Η φιλελεύθερη δικαιοσύνη απαιτεί τον σεβασμό των δικαιωμάτων των ατόμων, όχι την προαγωγή του αγαθού τους παρ’ εξ αν έχουμε συμφωνήσει κάτι τέτοιο. Εντούτοις, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε και άλλη μια τρίτη κατηγορία υποχρεώσεων, αυτές της αλληλεγγύης. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για ιδιαίτερες, μη καθολικές υποχρεώσεις που δεν είναι εύκολο να εξηγηθούν με συμβολαιικούς όρους. Προϋποθέτουν μια ηθική ευθύνη που έχουμε σε εκείνους με τους οποίους μοιραζόμαστε μια κοινή ιστορία. Το ηθικό τους βάρους δεν πηγάζει από πράξεις συγκατάθεσης αλλά από την κοινωνικά ριζωμένη διάσταση του ηθικού στοχασμού, από την αναγνώριση του γεγονότος ότι η ιστορία της ζωής μας συμπλέκεται και είναι αλληλένδετη με τις ιστορίες άλλων ανθρώπων.
Εύλογα θα λέγαμε πως υποχρεώσεις αλληλεγγύης εμφανίζονται κατά κόρον στις ιδιαίτερες σχέσεις και υποχρεώσεις που ανακύπτουν μεταξύ των μελών της οικογένειας, αλλά και σε ένα ευρύτερο φάσμα σχέσεων, μεταξύ των συμπολιτών, κάνοντας μνεία στο πατριωτικό συναίσθημα. Όπως βέβαια είναι φυσικό δεν συμφωνούν όλοι ότι έχουμε ιδιαίτερες υποχρεώσεις προς την οικογένεια μας, τους συντρόφους ή τους συμπολίτες μας. Ορισμένοι θεωρούν πως οι εν λόγω υποχρεώσεις της αλληλεγγύης αποτελούν στην πραγματικότητα απλές εκφράσεις ενός συλλογικού εγωισμού, προκαταλήψεις υπέρ των δικών μας ανθρώπων. Έναντι σε αυτό τον ισχυρισμό θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε πως οι υποχρεώσεις της αλληλεγγύης και της ένταξης σε μια ομάδα στρέφονται και προς τα έξω εκτός από τα μέσα. Συμπληρωματικά θα λέγαμε πως πέρα από τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις που έχει ένα πρόσωπο στα άλλα μέλη της κοινότητας στην οποία ενοικεί, μπορεί να έχει και άλλες υποχρεώσεις προς εκείνους με τους οποίους η κοινότητα του έχει μια ηθικά βεβαρημένη ιστορία όπως λχ οι Γερμανοί με τους Εβραίους ή οι λευκοί Αμερικανοί με τους μαύρους. Γενικότερα, οι συλλογικές συγγνώμες και οι αποζημιώσεις για τις ιστορικές αδικίες αναδεικνύουν πως η αλληλεγγύη μπορεί να δημιουργήσει ηθικές ευθύνες προς άλλες κοινότητες πέρα από τη δική μας.
Συνεχίζοντας την συλλογιστική μας θα λέγαμε πως η περηφάνια και η ντροπή είναι ηθικά συναισθήματα που προϋποθέτουν μια κοινή ταυτότητα. Η ικανότητα μας να νιώθουμε περηφάνια και ντροπή για τις πράξεις των μελών της οικογενείας μας και των συμπολιτών μας συνδέεται άρρηκτα με την ικανότητα μας να αναλαμβάνουμε συλλογικές ευθύνες καθώς και με την δέσμευση μας σε ηθικούς κανόνες που δεν έχουμε καταφατικά επιλέξει, δηλώνοντας ουσιαστικά την εμπλοκή μας σε αφηγήσεις που διαμορφώνουν την ταυτότητα μας ως ηθικών δρώντων. Συμπερασματικά θα έλεγε κανείς πως το ανήκειν συνεπάγεται ευθύνες. Εν ολίγοις, δεν μπορείς να νιώσεις πραγματικά υπερήφανος για τη χώρα σου και για το παρελθόν της αν δεν είσαι διατεθειμένος να αναγνωρίσεις καμία ευθύνη για τη συνέχιση της ιστορίας της στο παρόν και για τα ηθικά βάρη που μπορεί αυτή να επισύρει.
Συνοψίζοντας, οι αμφιβολίες ή ακόμη και η απαρέσκεια για την ετερόνομο προσδιορισμό των ηθικών υποχρεώσεων είναι καθ’ όλα νόμιμη καθώς πολλοί όπως αναδείξαμε θεωρούν -εσφαλμένα κατ’ εμέ- πως έτσι, τρόπον τινά, υποσκάπτεται η ελευθερία και η μοναδικότητα. Ωστόσο οφείλουμε να συλλάβουμε την έννοια της συλλογικότητας ως μια δημιουργικής πορείας διαφορετικών μονάδων, με πλήρη συνείδηση πως αποτελούν ενιαίο σύνολο. Αποτελεί αδήριτη ανάγκη να ανανοηματοδοτήσουμε τη συλλογική ταυτότητα ως βίωμα και θεμελιώδες στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του ατόμου. Μόνο τότε δύναται η ατομικότητα να συγκεραστεί με την συλλογικότητα, με εγγυήτρια την ελευθερία.
Κι εμείς πρέπει να έχουμε στο νου τον λόγο του Καζαντζάκη: “Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο, είτε σαν άνθος, είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν΄ ανανεώνεται και ν΄ αναπνέει αλάκερο το δέντρο. Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει”.
*Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την δικαιοσύνη, την ηθική και την ελευθερία ανατρέξτε στο εξαιρετικό βιβλίο του Michael J. Sandel “Δικαοσύνη” εκδ. Πόλις.