Είναι γεγονός ότι η φιλολογία δεν έχει δημιουργήσει και τις καλύτερες εντυπώσεις στους Έλληνες(κυρίως). Τη συνδέουν με την «παπαγαλία», τις ατελείωτες χρονολογίες, τη συνεχή διόρθωση γραμματικών λαθών («είναι στη μία, όχι στις, δεν είναι πολλές»). Στην πραγματικότητα η προσήλωση της επιστήμης αυτής στη λεπτομέρεια είναι ένας σοβαρός λόγος που οδηγεί τους περισσότερους να την αντιπαθήσουν. Ο σοβαρότερος λόγος όμως δεν έγκειται τόσο στο αντικείμενο της όσο στα μέσα που χρησιμοποιεί και στους εκπροσώπους της. Κι εδώ έρχομαι στο point του άρθρου αυτού.
Η φιλολογία είναι αυτή που μάζεψε την παράδοση όχι μόνο την ελληνική αλλά και την παγκόσμια και μας την παρέθεσε, έτσι ώστε να μπορούμε σήμερα εμείς με ένα “κλικ” ή μια επίσκεψη στη βιβλιοθήκη να διαβάζουμε κείμενα χιλιάδων χρόνων. Η δουλειά που απαιτείται για να βγει αυτό το “καθαρό” κείμενο και να διευκολυνθούμε εμείς είναι όχι μόνο χρονοβόρα αλλά και κουραστική. Εν ολίγοις ξέρουμε την γραμματεία μας, χάρις των φιλολόγων.
Όμως σήμερα έχουν προκύψει τα εξής προβλήματα: Το εκπαιδευτικό σύστημα οδηγεί τα παιδιά να μισήσουν τη φιλολογία. Τους επιβάλλει να μάθουν σε σύντομο χρονικό διάστημα πληθώρα πληροφοριών πάνω στις οποίες μάλιστα καλούνται να εξεταστούν. Το σύστημα των πανελλαδικών οδηγούσε τα παιδιά να «παπαγαλίζουν» τις ερμηνείες τις Φεγγαροντυμένης του Σολωμού, κάτι για το οποίο ονειρεύεται κάθε λογοτέχνης για τα έργα του. Περιττό να πούμε ότι με το που δοθεί η κόλλα οι πληροφορίες αυτές εξαφανίζονται.
Όμως δεν φταίει μόνο το σύστημα. Φταίνε κι οι εκπρόσωποί του: οι αγαπημένοι μας φιλόλογοι. Όχι μόνο οι καθηγητές αλλά και οι φοιτητές της φιλολογίας διακατέχονται από το γνωστό σε όλους μας ύφος του ανωτέρου. Βέβαια πριν συνεχίσω πρέπει να τονίσω ότι στα όσα λεχθούν υπάρχουν κι εξαιρέσεις κι ευτυχώς είναι αρκετές. Ας αρχίσω λοιπόν από τους καθηγητές(δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας). Μόνιμη συνήθειά τους είναι να διορθώνουν τα λάθη στη γλώσσα του καθενός, χωρίς να σκέφτονται ότι η γλώσσα εξελίσσεται κι ότι τα σημερινά λάθη είναι η γλώσσα του μέλλοντος. Στις αναλύσεις λογοτεχνικών έργων θεωρούν λανθασμένες τις ερμηνείες που ξεφεύγουν από μεγάλους κριτικούς, ακόμα κι όταν υπάρχουν επιχειρήματα. Σίγουρα χρειάζεται μία γνώση πάνω στις αρχές της λογοτεχνίας, όμως η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι ένα καθαρό μυαλό μπορεί να ερμηνεύσει διαφορετικά ένα έργο κι αυτή η ερμηνεία πιθανόν να βγει και σωστή. Γι’ αυτό αγαπημένοι καθηγητές σταματήστε να είστε απόλυτοι.
Στο ίδιο κλίμα κινείται κι ο φοιτητής της φιλολογίας. Έχοντας ένα μόνιμο σοφιστικέ ύφος περιπλανιέται μέσα στη σχολή , στις καφετέριες προσπαθώντας να μας δείξει τις εκλεκτές γνώσεις του αλλά και πόσο σπουδαίος είναι που πέρασε σε μία τέτοια σχολή, που μεταξύ μας όχι μόνο δεν έχει καμία πρακτική σκοπιμότητα αλλά καταλήγει να σου καίει το μυαλό. Αν ξεκινήσεις κουβέντα μαζί του πιθανότατα θα καταλήξεις να μαλώνεις. Πάντως έχει πλάκα να βλέπεις δύο φιλολόγους να διαφωνούν επί ώρες για τον αν ο Ερωτόκριτος έχει λογοτεχνική αξία ή όχι.
Κλείνοντας, μην νομίζετε ότι σκοπός μου είναι να υποσκιάσω τον κλάδο των φιλολόγων, άλλωστε κι εγώ(ευτυχώς ή δυστυχώς) ανήκω σ’ αυτόν. Θέλω απλά να δείξω ότι μία επιστήμη τόσο σημαντική όχι μόνο για τον τόπο μας αλλά και για τον κόσμο όλο έχει υποτιμηθεί, επειδή οι φιλόλογοι έχουν κλειστεί μέσα στην δικιά τους φούσκα, με αποτέλεσμα να μην αφήνουν την φιλολογία να εκσυγχρονιστεί. Είναι φανερό λοιπόν ότι το κύρος που είχε καποτε ο κλάδος αυτός πλέον έχει χαθεί κι αφού έχει χαθεί μια απορία μόνο μου μένει στο μυαλό: σε μία σχολή που απλά αναμασιούνται πεπαλαιωμένες και στενόμυαλες απόψεις και που η πιθανότητα να βρεις δουλειά είναι μία στις χίλιες, γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν τόσοι εισακτέοι;