Το Déjà vu είναι γαλλικός όρος και σημαίνει “ήδη ιδωμένο”. Πρόκειται για μια κατάσταση που μας δημιουργεί έντονη αίσθηση ότι έχουμε ξαναβιώσει αυτή τη στιγμή που εκτυλίσσεται. Συνδυάζεται και με μια δόση οικειότητας. Αποτελεί παράξενο και περίεργο φαινόμενο που θυμίζει ένα όνειρο που είδαμε και παράλληλα το ζούμε στην πραγματικότητα. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει έχει σημειωθεί ότι παραπάνω από το 70% έχει βιώσει Déjà vu.
Υπάρχουν 3 είδη Déjà vu. Το πρώτο ονομάζεται deja vecu και σημαίνει “αυτό που έχω ξαναδεί”. Πρόκειται για την πιο συχνή μορφή και το άτομο που το βιώνει αισθάνεται όπως και σε παρελθοντική κατάσταση με ακριβείς λεπτομέρειες και πληροφορίες. Το deja senti σχετίζεται με συναισθηματικές καταστάσεις και σε σύγκριση με τα άλλα δυο είναι πιο φυσικό και δεν περιέχει το αίσθημα της πρόγνωσης. Τέλος, το deja visite αφορά γεωγραφικές εκτάσεις, καθώς κάνει λόγο για μέρη που νομίζουμε ότι έχουμε ξαναεπισκεφθεί. Ως εμπειρία συναντάται πιο σπάνια.
Το παράδοξο όμως είναι το γεγονός πως δεν γνωρίζουμε πως συμβαίνει το Déjà vu. Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες για το πως δημιουργείται. Παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με κλινικές ασθένειες όπως την σχιζοφρένεια, μια νευρική ανωμαλία. Επίσης η χρήση συγκεκριμένων φαρμάκων δημιουργούν Déjà vu. Επιπρόσθετα Déjà vu γίνεται όταν υπάρχει ετεροχρονισμένη ενεργοποίηση νευρώνων, δηλαδή το ερέθισμα φτάνει με καθυστέρηση στον εγκέφαλο για να νομίζει ότι το βιώνει δεύτερη φορά. Συγκεκριμένα η οπτική καθυστέρηση αφορά την μεταφορά οπτικού ερεθίσματος ετεροχρονισμένα από το ένα μάτι σε σχέση με το άλλο. Αυτή η θεωρία ωστόσο καταρρίφθηκε, διότι το βίωσαν και τυφλοί.
Το Déjà vu έχει συνδεθεί με την παραψυχολογία, καθώς υποστηρίζεται πως σχετίζεται με την πρόγνωση, την διόραση και τις υπεραισθητικές αντιλήψεις. Ακόμη αναφέρεται πως υπάρχει άμεση σχέση με την μετενσάρκωση, δηλαδή να έχει βιωθεί μια εμπειρία σε προηγούμενη ζωή, ή με την εξωαισθητηριακή αντίληψη, δηλαδή η προφητεία με την εμπειρία ονείρου.