Μπήκες μες τη ζωή μου κουβαλώντας ένα μυστήριο στις αποσκευές σου. Κρυμμένος πίσω από ασαφείς κουβέντες και αχανή κενά, ήλπιζες ότι θα εστιάζω μόνο στο «τώρα» σου και το «για πάντα» σου… Το παρελθόν σου, μια κουκκίδα μαύρη που έκανες ότι δεν προσέχεις και έκλεινες τα μάτια να ονειρευτείς μια ζωή όπου παραγράφονται όσα έχεις ζήσει την στιγμή που θα αποφασίσεις εσύ. Κι, όμως, όσα χαλινάρια λεκτικά και να επιστράτευες για να με τιθασεύσεις, δεν γέμιζαν το δυσοίωνο χάος που εκτεινόταν πίσω από την πλάτη σου και γινόταν κομμάτι της σκιάς σου…
Ποιος είσαι; Τι έχεις ζήσει; Πόσο κατακερματισμένος είσαι και το κρατάς καλά κλειδωμένο μυστικό ανάμεσα στα φύλλα της καρδιάς σου; Και απάντηση καμία. Μόνο σκόρπια ψίχουλα για να κατευνάσεις την αχόρταγη πείνα μου για ό,τι σε αφορούσε. Και δεν κατάλαβες ποτέ τί αντιπροσωπεύανε οι ερωτήσεις μου.Ίσως γιατί δεν σε συνέφερε να τεμαχίσεις την περιέργειά μου, ίσως γιατί επέλεξες να βλέπεις τον κόσμο μόνο μέσα από το δικό σου οπτικό πρίσμα, το δικό σου ζευγάρι κόκκινα γυαλιά…
Μάθε, λοιπόν, μια λεπτομέρεια για την αγάπη, που, άθελά σου ή ηθελημένα ίσως, επέτρεψες να σου διαφύγει. Η αγάπη υπαγορεύει ένα ακατάσχετο ενδιαφέρον για το έτερον ήμισυ. Θέλω να ξέρω για τις χαρακιές που άφησαν στην ψυχή σου οι έντονες στιγμές του παρελθόντος, τις χαραμάδες που επέτρεψαν την έλευση κάποιας αχτίδας φωτός στην ζωή σου, τις συννεφιασμένες μέρες που κρύβουν τον ορίζοντα που έχει συνηθίσει να ατενίζει το βλέμμα σου. Να μαθητεύσω τις ιδέες σου και τα ιδανικά σου… και αντιστρόφως. Να γίνεις κοινωνός του δικού μου μικρόκοσμου. Να ξεκλειδώσεις καλά καταχωνιασμένες επιθυμίες. Να αφουγκραστείς τις εμπειρίες μου. Αυτό ήθελα μόνο από σένα. Να με αφήσεις να μπω μέσα στον κόσμο των αναμνήσεών σου…
Αντί γι’ αυτό, αποφάσισες να μείνεις μετεξεταστέος στο πιο σημαντικό μάθημα της ζωής και την ύστερη στιγμή, κίνησες να πάρεις μεταγραφή για άλλο, πιο ιδανικό, κατά τα δικά σου μέτρα και σταθμά, «σχολείο». Κι, όμως, αφήνοντας τις στιγμές μας πίσω σου, δεν τιμωρείς εμένα. Καταδικάζεις τον ίδιο σου τον εαυτό σε μια φαύλη άγνοια, στην οποία έχεις βρεί σημείο βολικό και έχεις ακουμπήσει εδώ και χρόνια.
Και, στην τελική, ίσως να ζητούσα πολλά, επιδιώκοντας να αναμοχλεύσω τις αναμνήσεις σου. Γιατί, κάπου εκεί, στις σκοτεινές γωνίες της μνήμης σου, κρύβονται γνώριμα πρόσωπα που περιμένουν πάντα την επιστροφή σου. Πρόσωπα που προσπαθείς ν’ απαρνηθείς, γιατί σου θυμίζουν τα λάθη σου και απαιτούν αναγνώριση γι’αυτά. Και αποστρέφεις το βλέμμα σου να μην πιαστείς μες στο δικό τους. Ακούνε στ’όνομα«Ενοχές». Κι αυτό για σένα-το καταλαβαίνω τώρα πιά-είναι αβάσταχτο μαρτύριο και καταδίκη, που προσπαθείς μια ζωή να αποφύγεις…
Έφυγες από μένα, μπορείς να ξεφεύγεις από ανθρώπους, που προσπαθούν να βρουν τον τρόπο να σ’ αγαπούν, μια ζωή, αλλά πόσο μακριά θα φτάσεις χωρίς την συνείδησή σου; Αναγνωρίζεις, άραγε, πόσα έχεις απαρνηθεί για μια χούφτα μυστικά και λάθη;