Αντίο. Μία απλή λέξη. Μια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί του “γεια σου”, “θα τα πούμε”, “εις το επανιδείν”. Πόσοι από εμάς τη χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας, όμως; Όσο κι αν πασχίζω να θυμηθώ, νομίζω πως, σχεδόν ποτέ, κανένας φίλος μου, συγγενής μου ή, γενικότερα, άνθρωπος που είχα στη ζωή μου δε μου είπε “αντίο” πριν από κάποια αναχώρησή μου ή δική του. Και τις ελάχιστες φορές που το άκουσα, το άκουσα με τρεμάμενη φωνή και με φόβο, σαν να μην ήταν μια λέξη ανάλογη των φράσεων που προαναφέρθηκαν. Κι αυτό γιατί, όταν το άκουσα, δεν επρόκειτο για κάποιον προσωρινό αποχαιρετισμό λόγω μιας επικείμενης αναχώρησης: επρόκειτο για κάποιον αποχωρισμό. Είναι αυτή η μαγεία της λέξης να εσωκλείει το “ποτέ” και το “πάντα”, που την κάνει τόσο δυσεύρετη μέσα στους καθημερινούς διαλόγους μεταξύ των ανθρώπων. Είναι αυτή η δύναμη του απόλυτου, που αναγκάζει τον καθέναν από εμάς να σκεφτεί πολύ πριν τη χρησιμοποιήσει και να διστάσει να την ξεστομίσει. Προσωπικά, δεν τη χρησιμοποίησα ποτέ μου μέχρι τώρα. Όχι επειδή είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο και δε χρειάστηκε να αποχωριστώ κανέναν από τους ανθρώπους που μπήκαν στη ζωή μου. Αλλά επειδή φοβήθηκα. Επειδή το “ποτέ” και το “πάντα” είναι δύο έννοιες που δεν τις συλλαμβάνει το μυαλό μου –ή αρνείται να τις συλλάβει. Επειδή πάντα θέλω να ελπίζω. Δυστυχώς, όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις έρχεται η ώρα που είμαστε αναγκασμένοι να αποχαιρετήσουμε κάποιον.
Γιατί; Δεν είναι άδικο; Δεν είναι κρίμα; Όταν έχεις μπει στη διαδικασία να διαλέξεις κάποιους ανθρώπους για να είναι κοντά σου, ανεξαρτήτως της ιδιότητας υπό την οποία βρίσκονται κοντά σου, δεν είναι πολύ βάρβαρο να σου τους πάρει μια άγνωστη δύναμη; Όταν είσαι ένας άνθρωπος όπως εγώ, που αφήνεις σε πολύ λίγους χώρο να σε πλησιάσουν και, όταν το κάνεις, το κάνεις ολοκληρωτικά, όταν εκτός από τον εαυτό σου και την οικογένειά σου που είναι εκεί για σένα, ούτως ή άλλως, έχεις επιλέξει μέσα από το πλήθος κάποιους, έχεις δώσει στον εαυτό σου και σε εκείνους το προνόμιο να μοιράζονται μαζί σου στιγμές σου και στιγμές τους, δεν είναι πολύ επώδυνο να αποχωρούν λόγω αυτής της προαναφερθείσας δύναμης; Και ποια είναι αυτή η δύναμη, τέλος πάντων; Από πού πηγάζει; Από εσένα; Από εκείνους; Από το αναπόφευκτο μιας μεταξύ σας κατάστασης; Ίσως από την ιδιότητά τους στη ζωή σου; Από πού;
Η αλήθεια είναι πικρή και η απάντηση στην παραπάνω ερώτηση είναι ότι, τελικά, τούτη η δύναμη μπορεί να πηγάζει από όλα τα παραπάνω. Τουλάχιστον, έτσι πιστεύω εγώ και όσο πιο πολύ το φιλοσοφώ ελπίζοντας ότι θα καταλήξω σε διαφορετικό συμπέρασμα, τόσο περισσότερο εδραιώνεται αυτή η άποψη στο νου μου. Βέβαια, το γεγονός ότι ο αριθμός των παραγόντων ενός αποχωρισμού είναι μεγαλύτερος του ενός, δεν αυξάνει ανάλογα και τις πιθανότητες πραγματοποίησής του, καθότι, αφενός ένας μόνο από αυτούς τους παράγοντες ή ένας μικρός συγκερασμός τους είναι επαρκής και αφετέρου αλληλοεπικαλύπτονται. Με δυο λόγια, υπάρχει άρρηκτη σύνδεση μεταξύ τους, πράγμα που σημαίνει ότι, αν, για παράδειγμα, η δύναμη που οδηγεί στο “αντίο” πηγάζει από μέσα σου, ίσως να είναι λόγω του αναπόφευκτου μιας κατάστασης. Είναι αδύνατη η εξέταση των ανωτέρω παραγόντων απομονωμένα, δίχως να λαμβάνεται υπόψη η μεταξύ τους αλληλεπίδραση.
Για του λόγου το αληθές, ας υποθέσουμε ότι εσύ ή το εν λόγω άτομο είστε η πηγή τούτης της ανεξήγητης και βάρβαρης δύναμης. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι για κάποιον από τους δυο σας ή και για τους δυο σας, η μεταξύ σας σχέση έχει κάνει τον κύκλο της και πρέπει να κλείσει. Πώς έγινε αυτό, όμως; Ξυπνήσατε μια μέρα και αποφασίσατε ότι δεν υπάρχει πλέον λόγος να έχετε ο ένας τον άλλο ή ότι οι λόγοι για τους οποίους θέλετε να έχετε ο ένας τον άλλο είναι συντριπτικά λιγότεροι από εκείνους που καθιστούν, πλέον, αδύνατη τη συνύπαρξή σας; Μήπως είναι όλα απόρροια γεγονότων και καταστάσεων που έλαβαν χώρα κατά τη μεταξύ σας αλληλεπίδραση –λέω εγώ τώρα; Μήπως αυτή είναι η πρωτογενής ώθηση; Μπορεί και όχι. Μπορεί, για εσένα, να μην είναι όσα συνέβησαν, που σε οδηγούν σε αυτήν την απόφαση του αποχαιρετισμού, μπορεί, απλώς, να αισθάνεσαι ότι δεν υπάρχει, πλέον, μέλλον στη μεταξύ σας σχέση. Ναι, είναι δυνατόν να συμβαίνει. Μόνο που σε αυτήν την περίπτωση, μάλλον χωλαίνουν τα κριτήρια με βάση τα οποία έκανες την επιλογή σου στην αρχή. Αν είχες κάνει συνετά την επιλογή του κάθε ατόμου στη ζωή σου, το λογικό είναι ότι θα έπρεπε να έχεις κάποιο χειροπιαστό λόγο για τον οποίο θα την αναιρέσεις.
Από την άλλη, φυσικά, ποιος ορίζει το λογικό; Τι πάει να πει λογικό; Από τη στιγμή που υπάρχουν συμπαγέστερες έννοιες, όπως η δικαιοσύνη, που, από τη μια κοινωνική ομάδα στην άλλη, αποκτά ετερογένεια ως προς τα συστατικά στοιχεία που την ορίζουν, κι όταν η θανατική ποινή θεωρείται από κάποιους λαούς τιμωρία που αξίζει ένας εγκληματίας, ενώ από κάποιους άλλους καταπάτηση του ανθρώπινου δικαιώματος της ζωής, με τι κότσια θα ορίσει κανείς το λογικό; Μολονότι, όμως, το λογικό είναι για τον κάθε άνθρωπο διαφορετικό, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το ότι ένας ισχυρός δεσμός μεταξύ δυο ανθρώπων –φιλικός ή ερωτικός- απαιτεί πολλή προσπάθεια για να “σπάσει”, εκτός και αν, εν τέλει, δεν ήταν τόσο ισχυρός.
Όπως προειπώθηκε, βέβαια, μερικές φορές η θραύση αυτού του δεσμού δεν οφείλεται στην έλλειψη ή ανεπάρκεια της ισχύος του, αλλά στο αναπόφευκτο της κατάστασης. Ίσως να μην υφίσταται καν θραύση. Ίσως το πρόβλημα να σχετίζεται με πράγματα που έχουν συμβεί και έχουν αλλοιώσει και εκφυλίσει πια αυτήν την ισχύ. Σε εκείνη την περίπτωση, η ιδιότητα του ανθρώπου που έχεις στη ζωή σου διαδραματίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Ίσως αυτά τα γεγονότα να έχουν απαξιώσει την αρχική ιδιότητα του ατόμου στη ζωή σου και, προκειμένου να το κρατήσεις, να πρέπει να αλλάξεις αυτήν του την ιδιότητα. Είναι, όμως, πάντα εφικτό κάτι τέτοιο; Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όχι. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, έχεις επιλέξει αυτόν τον άνθρωπο για μια σειρά αλληλένδετων λόγων, που ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Μια συνταγή απαιτεί όλα της τα υλικά για να επιτευχθεί το τελικό και επιθυμητό αποτέλεσμα. Η απώλεια ενός μόνο υλικού είναι ικανή να καταστρέψει το φαγητό σου. Όχι επειδή αυτό το υλικό ήταν που μετρούσε περισσότερο, αλλά επειδή αυτό το υλικό έδινε την τελική γεύση συνδυασμένο με όλα τα υπόλοιπα. Επειδή, όταν μαγειρεύω το αγαπημένο μου φαγητό, κοτόπουλο με ρύζι, το κοτόπουλο και το ρύζι είναι τα δύο βασικά υλικά μου, αναμφισβήτητα, και χωρίς αυτά δε θα φάω. Αλλά αν σταματήσω να ρίχνω αλάτι, μάλλον δε θα μπορώ να το απολαύσω πλέον.
Τι κάνουμε, τότε; Είμαστε αναγκασμένοι να πούμε αντίο. Για ποιο λόγο; Αφού εξακολουθούμε να θέλουμε την παρουσία αυτού του ανθρώπου στη ζωή μας. Δεν είναι ότι έσπασε ο δεσμός, εξακολουθεί να υπάρχει. Αλλά εκφυλίστηκε. Αισθανόμαστε ότι αν τον διατηρήσουμε το αποτέλεσμα θα είναι ολέθριο για κάποιον από τους δυο μας ή και για τους δυο μας, διότι κάποιος από τους δυο μας ή και οι δυο μας χρειαζόμαστε και το αλάτι στο φαγητό μας. Από την άλλη, βέβαια, μας είναι αδύνατο να ασκήσουμε τόσο μεγάλη δύναμη ώστε να σπάσουμε τον υπάρχων δεσμό με τη βία. Μας είναι δύσκολο να στρέψουμε το μαχαίρι κατά πάνω μας και να το μπήξουμε βαθιά μέσα στην ίδια μας τη σάρκα για να αποφύγουμε τη μαχαιριά από την απέναντι πλευρά ή την κατάσταση αργότερα. Και εκεί είναι που ανοίγεις το στόμα σου για να πεις αντίο και προσποιείσαι ότι κάτι τριγύρω απλώς τράβηξε την προσοχή σου. Το ξανανοίγεις, πιέζοντας τον εαυτό σου, και παριστάνεις ότι χασμουριέσαι. Δοκιμάζεις ξανά και απότομα πιάνεις τον εαυτό σου να ψάχνει απεγνωσμένα για μια λέξη που αρχίζει από άλφα για να την αντικαταστήσεις με αυτήν που παραλίγο να πεις. Είναι τόσο δύσκολο να επιλέξεις.
Θα περιμένεις πως τώρα έρχεται και το συμπέρασμα. Πως, όπως στα περισσότερα άρθρα μου, θα έχω να σου προτείνω και κάτι, γνωρίζοντας ότι είναι το σωστό για εμένα, άρα ίσως και για εσένα (αν και για καθέναν από εμάς το σωστό και το λάθος αντιπροσωπεύονται με τελείως διαφορετικό τρόπο). Θα περιμένεις πολύ, όμως, προτού ακούσεις την πρότασή μου αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα, ίσως και για πάντα. Βλέπεις, το κίνητρό μου για αυτό το άρθρο είναι τελείως διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα και, αν είχα την απάντηση στη δική μου και δική σου ερώτηση, ίσως να μην το είχα γράψει ποτέ. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι είναι σωστό και τι όχι, μια και δεν υπάρχει ούτε σωστό ούτε λάθος. Υπάρχουν δύο πιθανές επιλογές, ξεκάθαρα ασύμβατες μεταξύ τους. Θα πρέπει να κάνεις μία από τις δύο και απλώς υπάρχει η πιθανότητα, μετά από μερικά χρόνια, να τη μετανιώσεις ή να την επικροτήσεις. Ή θα πεις το αντίο για να σώσεις τον εαυτό σου, τον άλλο και να διατηρήσεις τη μεταξύ σας σχέση αναλλοίωτη μέσα σου ή θα προσπαθήσεις να υπομείνεις τις νέες συνθήκες επιλέγοντας ότι το να μη χαθεί αυτή η σχέση έχει μεγάλη σημασία για εσένα –όπου, φυσικά, αυτό είναι εφικτό. Υπάρχει, βέβαια, πάντα και η επιλογή του να επαναπροσδιορίσετε και οι δυο την κατάσταση και να δείτε μήπως υπάρχει δυνατότητα επαναφοράς της κατάστασης στην αρχική της θέση ισορροπίας. Ίσως η επιλογή να αφήσετε τα γεγονότα να κυλήσουν, χωρίς να κλείνετε πόρτες στην πιθανότητα τούτης της επαναφοράς. Δεν είναι, όμως, όλοι πρόθυμοι να το κάνουν αυτό, ενώ για κάποιους ίσως να είναι, πλέον, και αδύνατο. Σε κάθε περίπτωση, και χωρίς να απαξιώνω κάποια από τις παραπάνω επιλογές, ένα είναι το σίγουρο: είναι πολύ κρίμα και για εσένα και για τους ανθρώπους της ζωής σου να πάψει να υφίσταται η μεταξύ σας επαφή, όταν συνειδητά την έχετε επιλέξει και την επιθυμείτε. Τα συμπεράσματα και η επιλογή δικά σας. Και προτού κάνεις αυτήν την επιλογή θυμήσου: η απώλεια αυτού του ανθρώπου δε θα αντικατασταθεί ποτέ και με κανέναν. Αυτό σημαίνει πως είσαι αναγκασμένος είτε να συνεχίσεις να του παραχωρείς αυτή τη θέση είτε να την κρατήσεις για πάντα κενή…