Εκεί που κάθεσαι μόνος σου πάνω στη μπίντα στο λιμάνι της ζωής σου και κοιτάς τα πέλαγα και τους γλάρους να πετούν, έρχεται κι εκείνος ο ”ένας” κοντά σου, στα πόδια σου ξαφνικά και σε κοιτάζει κατάματα… Αρχίζει να σου μιλάει και να σου φτιάχνει συνέχεια τη διάθεση χωρίς αυτό να σημαίνει πως η δική του είναι καλή. Μιλάτε ώρες, πολλές ώρες ασταμάτητα και διαπιστώνεις πως η μοναξιά του είναι μεγαλύτερη από τη δική σου…
Διαπιστώνεις πως μέσα στη βρώμικη μάζα υπάρχουν κι αυτοί οι ”καθαροί” που η ψυχή τους είναι λαβωμένη, πληγωμένη κι όμως έχουν τη δύναμη να χαμογελούν και τη μπέσα να μιλούν… Τα μάτια του λάμπουν από αγνότητα και την ίδια στιγμή που σου γελούν, εκείνη την ίδια στιγμή δακρύζουν… Δεν δακρύζει γιατί είναι τρελός, αλλά γιατί ο πόνος ξεχειλίζει από μέσα του και δεν μπορεί να το ελέγξει κι αφού δεν μπορεί να το ελέγξει απλά το αφήνει…
Σου γεμίζει τη μέρα με τα όμορφα του λόγια έχοντας όμως δημιουργήσει ένα Τοίχο μεταξύ σας, εκείνος ο τοίχος που κρύβει όλο του τον πόνο και τη θλίψη… Εσύ όμως ξέρεις από αυτό, το έχεις ζήσει στο πετσί σου και σ’ έχει κόψει στα δυο, για αυτό και τον νιώθεις, για αυτόν και του μιλάς και σιγά σιγά ο τοίχος αρχίζει να γκρεμίζεται και τα συντρίμμια του λυγίζουν μπροστά σας…
Τα κοιτάτε τα συντρίμμια και εσείς μιλάτε, γιατί ξέρεις πως αξίζει, η κάθε του κουβέντα σου δίνει να καταλάβεις την αξία του και τις αρχές του… Ίσως να καταλαβαίνει χωρίς απαραίτητα να ξέρει πως κι εσύ έχεις λουστεί από τη λάσπη κι έχεις περάσει δια πυρός και σιδήρου. Κι έτσι έρχεται κοντά σου και προσπαθεί να σπάσει τον πάγο της καρδιάς σου… Το παλεύει με νύχια και με δόντια, φοβάσαι στην αρχή πανικοβάλλεσαι, δεν τον αφήνεις να σε πλησιάσει γιατί δεν πρέπει…
Και για να το κάνεις πιο ανώδυνο προσπαθείς να τον κάνεις να σε μισήσει, να σε σιχαθεί. Δεν τα καταφέρνεις, γιατί αυτός ξέρει, αισθάνεται, έχει πονέσει, έχει βραχεί, όμως ξέρει πάντα να αποφεύγει την κακοκαιρία και τη μπόρα… Ένας άνθρωπος που γεννήθηκε στη θάλασσα, που αγάπησε τη μουσική και να παίζει το μπουζούκι του όπως μόνο εκείνος ξέρει… Αυτός που με τις μελωδίες του ταξίδεψε τον κόσμο σε μέρη μακρινά…
Ο ”παλιάτσος” που μέχρι και σήμερα χαμογελάει κι ας κλαίει από μέσα του… Εκείνος που έκανε και σένα να γελάς, αυτός που η ζωή του τα έφερε λίγο στραβά κι όμως έμαθε να χαμογελάει ακόμα και στραβά… Αυτός που νιώθεις πως έχει ανάγκη να μιλήσει, να φωνάξει, να ουρλιάξει και να κλάψει στην αγκαλιά σου… Κι εσύ θέλεις να τον αγκαλιάσεις και να τον φιλήσεις τρυφερά…
Να τον αφήσεις να σε χαϊδέψει στα μαλλιά και να μεθύσει με το άρωμα σου… Γιατί είναι σαν να γνωρίζεστε για χρόνια, για πολλά χρόνια κι ας μην ξέρατε μέχρι πριν από λίγο καιρό ο ένας την ύπαρξη του άλλου… Εκεί που γίνεστε ”ένα”, χωρίς κανένας σας να μπορεί να ορίσει το ”πρέπει” και το ”μη”, προχωρώντας με γνώμονα το ”θέλω”… Και ξαφνικά ο γλάρος χάνεται, πετάει όλο και πιο ψηλά και τον χάνεις από μπροστά σου…
Το ίδιο κάνεις κι εσύ, πετάς όλο και πιο μακριά, και πλέον δεν μιλάτε πολύ, ο καθένας για τους δικούς του λόγους… Γιατί καμιά φορά, τα λόγια είναι περιττά, όταν μιλούν οι καρδιές και συγχρονίζονται οι παλμοί, δεν χρειάζονται κουβέντες… Γιατί μόλις σου μιλήσει, σου λέει ”να προσέχεις” και ίσως να ξέρει κι εκείνος όπως κι εσύ ότι το να προσέχεις, κρύβει όλα τα σ’ αγαπώ του κόσμου…
…γιατί απλά, τα αισθήματα δεν τιθασεύονται και οι γλάροι δεν μπαίνουν σε καλούπια…