Δισεπίλυτο αίνιγμα ανακηρύχθηκε από τον αδέκαστο χρόνο το κενό που αφήνει η απουσία σου. Μάταια προσπάθησαν οι φλογισμένες αισθήσεις να εξαγοράσουν την εύνοια που θα ξεδιψούσε τα άνυδρα κύτταρά τους. Ο χρόνος υπερκάλυψε με λήθη ακόμα και τις πιο επίμονες, καλά κρυμμένες εικόνες σου και μάταια ψάχνω μες στο σκοτάδι για μικροσκοπικές χαραμάδες μνήμης που δεν σφραγίστηκαν δια παντός.
Έτσι, απέμειναν άδειες οι γωνίες της ψυχής μου να αντιφεγγίζουν την μοχθηρή μοναξιά που με μια απότομη κίνηση του πινέλου της έβαψε με εβένινη μπογιά τις μέρες μου. Νιώθω κι εκείνη την σιωπή σου να με μπερδεύει μες στις άλικες κλωστές της κι έτσι, τυλιγμένη, ακροβατώ στην άκρη μιας ασχημάτιστης θλίψης, που αρχίζει να παίρνει ημιτελή μορφή με τον καιρό…
Βλέπεις, δεν είναι που απλά φεύγεις. Είναι που παίρνεις μαζί σου όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και δεν αφήνεις πίσω σου παρά μονάχα μια παράταιρη υποψία μαύρου.… να μουτζουρώνει όλες τις αναμνήσεις που δεν χόρτασα από σένα. Είναι που στοιβάζεις στις αποσκευές σου όλες εκείνες τις ανάσες που μου έκλεψες αφήνοντας πίσω σου συναισθήματα μετέωρα να ταλαντεύονται εν μέσω άπνοιας σαν εκκρεμές. Κι είναι που μένει στα χείλη εκείνο το αλμυρό ανικανοποίητο μιας παρ’ ολίγον νομοτελειακής τελειότητας που συγκρούστηκε με συγκυρίες αλλότριες…