Έτσι ξεκίνησε η ιστορία αγάπης του κούκλου και της κούκλας, γνωρίστηκαν ξαφνικά και τόσο αναπάντεχα… Εκείνος άρχισε να της μιλάει διακριτικά στην αρχή και στη συνέχεια πιο έντονα. Εκείνη κρατούσε αποστάσεις, γιατί απλά φοβόταν. Δεν ήξερε ποιος είναι και τι θέλει. Έβλεπε πως είναι διαφορετικός από τη μάζα, με αξίες και ήθος κι αυτό την φόβιζε ακόμα περισσότερο… Όμως είχε ήδη αρχίσει να τον σκέφτεται και να την συντροφεύει νοερά τα μοναχικά της βράδια…
Μέχρι που μια ημέρα εκείνος δεν άντεξε, το πάθος του κι ο έρωτας του για εκείνη τον κυρίευσε… Προς στιγμήν τα αισθήματα αγάπης του για εκείνην μετατράπηκαν σε μίσος… Της επιτέθηκε φραστικά και έκανε το μοιραίο λάθος, κατάφερε να την φοβίσει και να την τρομοκρατήσει… Νόμιζε πως είχε απέναντι του μια γυναίκα τσιμέντο και εύλογα φυσικά, αφού εκείνη αυτό φρόντιζε να δείχνει πάντα προς τα έξω ώστε να προφυλάξει τον ίδιο της τον εαυτό και να μην την πληγώσει πια ποτέ κανείς…
Πού να το ξέρει όμως κι εκείνος; Πού να φανταστεί πως το τσιμέντο ήταν σαν μια χούφτα θρυμματισμένα γυαλιά που προσπαθούσε να ανακάμψει από όσα έχει περάσει και να κολλήσει ένα-ένα τα κομμάτια… Αν και την τρόμαξε τόσο πολύ εκείνο το βράδυ και παρόλο που εκείνη ”εξαφανίστηκε”, άρχισε να τον σκέφτεται… Ταξίδευε στο νου της, την αγκάλιαζε κι έφευγε… Τα βράδια ξαπλώνοντας, τον έφερνε στο μυαλό της και τον άφηνε να την αγκαλιάσει και να της πει πως δεν πρέπει να τον φοβάται γιατί εκείνος την λατρεύει.
Ο κούκλος προσπάθησε να την προσεγγίσει πολλές φορές, εκείνη όμως,όσο κι αν τον ήθελε, φρόντιζε να ”εξαφανίζεται” από μπροστά του σε μια στιγμή… Πονούσε μόλις λάμβανε μήνυμα του, κατάφερνε πάντα να την ταράζει, ένα καρδιοχτύπι την πλημμύριζε και της έσκιζε τα σωθικά της… Άρχισε όχι απλά να τον ερωτεύεται αλλά να τον αγαπάει… Και κάπως έτσι άρχισε να γεννιέται μια μεγάλη αγάπη δυο ανθρώπων που ζούσαν στη σιωπή και στο σκοτάδι…
Δυο άνθρωποι, που μετά από καιρό εξομολογήθηκαν και άνοιξαν τις καρδιές και τις ψυχές τους, όταν εκείνη αποφάσισε πια να έρθει αντιμέτωπη με εκείνον και κυρίως αντιμέτωπη με τα αισθήματα της… Δυο άνθρωποι, που ο ένας έβλεπε την δική του εκδοχή στα μάτια του άλλου… Μια αγάπη με τόσες συμπτώσεις από το παρελθόν και των δυο… Μια ιστορία, σαν να επαναλαμβάνεται μετά από δυο γενιές…
Η κούκλα άρχισε να κάνει όνειρα μαζί του, σαν να την τράβηξε από το βυθό της με ένα τρόπο μαγικό… Δυο άνθρωποι του σκότους, συναντήθηκαν κι ερωτεύτηκαν… Πως να μην κάνει όνειρα μαζί του, αφού έβλεπε εκείνην μέσα από τα μάτια εκείνου… Πως να μην τον αγαπάει και να μην το αποζητάει; Πως να μην ονειρεύεται το μέλλον της μαζί του; Τι κι αν τους χώριζαν κάποια χρόνια, μήπως θα άλλαζε κάτι;
Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, όσο κι αν θέλουμε οι δείκτες των ρολογιών θα κινούνται πάντα δεξιόστροφα… Εκείνος φοβόταν και ”οδηγούσε”με τρίτη, εκείνη όμως γκάζωνε με ”πέμπτη” και τον έσπρωχνε κοντά της, στη ζωή της… Εκείνον ήθελε, εκείνος την κυνήγησε, εκείνος την αναζήτησε, την έψαξε, την διεκδίκησε, την διάβασε πίσω από τη μαρκίζα και την αυλαία της. Πως να του διηγηθεί όλα όσα νιώθει;Γίνεται;Μόνο αν σκίσει τα σωθικά της και ξεριζώσει την καρδιά της, παίρνοντας την στα χέρια του θα καταλάβει.Η καρδιά της θα του μιλήσει και θα τον κάνει να καταλάβει μέσα από το χτυποκάρδι της.
Τον αγαπάει πάρα πολύ, το πόσο βέβαια το ξέρει μόνο εκείνη, επειδή ξέρει και τον εαυτό της καλύτερα!Είναι και θέλει να είναι κοντά του, μια αόρατη δύναμη τους έκανε το μεγαλύτερο δώρο που ίσως περίμεναν ανέκαθεν… Να αγαπήσουν και να αγαπηθούν στο ”κόκκινο”… Η ζωή είναι μπροστά και όλα τα φανάρια της λεωφόρου δείχνουν πράσινο… Που σημαίνει πως με το πράσινο, τρέχουμε μαζί και αντικριστά!!!
Κλείνοντας… κάτι που είχε πει ο κούκλος στην κούκλα,
…Υπάρχουν αισθήματα που φοβίζουν και τσιμέντα…