Ακόμα ακολουθώ τις λέξεις που σκορπίζεις επάνω στις λευκές σου κόλλες. Αυτές στις οποίες επέλεξα να μαθητεύσω από απαρχής του χρόνου. Λέξεις που γίνανε νάμα για την άνυδρη ψυχή μου. Κι ας υποσχέθηκα σε φθαρμένα άστρα και θολωμένα φεγγάρια να σε πετάξω σε μια γωνιά του μυαλού μου, σαν απομεινάρι μιας ζωής που τεντώθηκα να αγγίξω μα ξεγλίστρησε από τις άκρες των δαχτύλων μου. Κι ας με όρκισε η νύχτα στου ρολογιού της τους δείκτες να μην αντικρίζω πια τους δικούς σου ειρμούς. Εγώ, πιστό τέκνο μιας πολεμοχαρούς ανυπακοής, αφήνομαι να περιπλανηθώ στου πειρασμού σου το μονοπάτι, βρίσκοντας τέρψη στα θαυμαστικά και στις τελείες σου.
Ακολουθώ ακόμα και τα ανεπαίσθητα χνάρια που αφήνει το μελάνι σου επάνω στο χαρτί. Κάθε ακούσια μαύρη ρανίδα, κάθε μελανό ψεγάδι που στιγματίζει δια παντός την λευκή επιφάνεια. Είναι που τρέφω την απατηλή προσδοκία πως θα με βοηθήσουν να επιστρέψω σε μια πρότερή μας εποχή. Τότε που η έμπνευση διακλαδωνόταν με ζωηρότητα ανάμεσά μας κι εμείς δρέπαμε τους πολύτιμους καρπούς μιας μακάριας σύμπνοιας. Τότε που συστηνόμασταν αντάμα με συναισθήματα από καιρό ξεχασμένα στις γωνίες της ψυχής. Μια εποχή που παρέδωσε νικημένη τα σκήπτρα της στα χέρια της ματαιότητας και πήρε την θέση της στις σελίδες της ιστορίας.
Μπορεί να επέλεξες να μείνεις στυλωμένος και αφορισμένος στο σταυροδρόμι του «χτες» και του «ποτέ» μα ακολουθώ κάθε γραπτή ανάσα που αφήνουν τα δάχτυλά σου. Σαν υπόσχεση που δεν ξεστόμισα ποτέ και όμως πράττω. Σαν μουσική που στροβιλίζεται στο άπειρο. Και σαν σπονδή σε επιθυμίες που δικαίως συμπορεύονται πια με το ανέφικτο…