Κι επιτέλους ήρθε η στιγμή που αποφάσισε να λύσει τα σχοινιά που την είχαν κυκλώσει τόσα χρόνια, να σπάσει τα δεσμά και να βγει από τη φυλακή της. Μια φυλακή που δίχως τη θέληση της μπήκε μέσα κι έμεινε για χρόνια, κοιμόταν και ξυπνούσε στο σκοτάδι, με τα μάτια της μονίμως βουρκωμένα… Η ψυχή της κουρασμένη και το κορμί της σαν ένα κουφάρι, παραμελημένη και συνάμα τόσο κουρασμένη…
Δεν είχε χαμογελάσει μέχρι τότε, δεν πρόλαβε να ζήσει, να απολαύσει και να χαρεί… Ζούσε σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούσαν και όχι με βάση τα θέλω της… Γιατί; Γιατί έτσι έπρεπε. Θυσιάστηκε και φυλακίστηκε για να σωθούν άλλοι, έριξε μαύρο στην αυλαία της, δίχως να σκεφτεί το ”εγώ” της αλλά το ”πρέπει”… Και εν τέλει, τι έπρεπε και για ποιον; Ποιος άξιζε για να το ζήσει εκείνη όλο αυτό;
Ποιος άξιζε για να γεμίσει εκείνη τα νιάτα της πληγές, άρπαξε το πλέγμα της ζωής νομίζοντας πως ήταν τριαντάφυλλο, με μια διαφορά όμως, το τριαντάφυλλο είχε ξεραθεί και τα μόνα που είχαν μείνει ήταν τα αγκάθια του που της έσκιζαν ξανά και ξανά τα σωθικά της… Δεν το ήθελε, μα αναγκάστηκε. Ήταν δυνατή και αποφάσισε πως πρέπει να μπει στον πάγο και να κλειδωθεί στην απομόνωση.
Φυλάκισε την λάμψη της, φυλάκισε και τη ζωή της, μαύρισε τα όνειρα της και πάγωνε…Πάγωνε ασταμάτητα, μέχρι που έγινε σκληρή σαν ατσάλι…Ένα ατσάλι από πάγο, όμως ο πάγος κάποια στιγμή, ευτυχώς κάπου κοπάνησε κι έσπασε σε δευτερόλεπτα…Συντετριμμένη πια, σαν να ξύπνησε από το λήθαργο, αναστατωμένη και τόσο ταραγμένη κοίταξε γύρω της, παντού μικρά κομμάτια πάγου…
Κοιτούσε ακίνητη αλλά όχι ανίκητη πια,ο πάγος έλιωνε με γοργό ρυθμό, η φυλακή της γέμισε παντού νερό… Εκείνη άρχισε να ηρεμεί και το κορμί της να στεγνώνει… Σαν να καθάρισε το τοπίο και το μυαλό της άρχισε να σκέφτεται γρήγορα και καθαρά… Στιγμιαία αναρωτήθηκε, που είμαι;τι κάνω; γιατί άφησα να μου συμβεί αυτό; Σηκώθηκε πάνω και στάθηκε στα πόδια της, σαν καρφιά τα ένιωθε γραπωμένα στο δάπεδο,όμως δεν φοβήθηκε…
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, παντού γύρω της σκοτάδι όμως εκείνη βρήκε την έξοδο μόνη της… Έσπασε όλα τα δεσμά και βγήκε ξανά στο φως, δεν ήταν πια μόνη αλλά ούτε και απροστάτευτη… Το κοριτσάκι ήταν πλέον Γυναίκα με πείσμα και γινάτι… Κι εκείνο το γινάτι της την ταξίδεψε μακριά από όλους και όλα, άρχισε να χτίζει τη ζωή της από το μηδέν… Με μια διαφορά πια, πως πλέον γύρω της είχε χτίσει πύρινο τείχος για να μην μπορέσει ποτέ ξανά και κανείς να την πλησιάσει…
… Η υπομονή της πλέον βαφτίστηκε σε ουρλιαχτό…
Κ.Τ.