Ένα καλό βιβλίο είναι απαραίτητο ανεξαρτήτως εποχής. Και αν βρεθεί το βιβλίο του Δημήτρη Τσεκούρα στα χέρια σας, τότε θα πρέπει να το απολαύσετε κατανοώντας τους πολύπλοκους αλλά και τους απλούς χαρακτήρες που το απαρτίζουν.
Το βιβλίο αποτελείται από τρία διηγήματα, το “Κρακ”, το “Saroten των 10mg” και το “Η ομορφιά σου”. Στο πρώτο βλέπουμε την καθημερινότητα αλλά και την ερωτική σχέση που σημάδεψε την ζωή τόσο της Μόλλυ όσο και της Κασσάνδρας. Ο πόνος και η απόγνωση είναι γνωστά αισθήματα και στις δύο γυναίκες. Η τυχαία τους συνάντηση είναι κρίσιμη και μετά από αυτή τα πράγματα οδηγούνται στα άκρα. Το δεύτερο δείχνει την καθημερινότητα ενός φαρμακοποιού, ενώ στο τρίτο παρουσιάζεται συνοπτικά η ερωτική συνάντηση δύο ανθρώπων.
Κεντρικό θέμα όλων των ιστοριών είναι ο άνθρωπος. Τα άπειρα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει και πού μπορεί αυτά να τον οδηγήσουν. Μπορεί να φανεί βαρύ σε αρκετούς αναγνώστες, γιατί ο συγγραφέας επιλέγει να επικεντρωθεί στον πόνο, την μιζέρια, τις στενοχώριες και την μοναξιά, αλλά ακόμα και στην τρέλα. Άνθρωποι που αισθάνονται όλα αυτά μαζί φαίνεται να μην αντέχουν την καθημερινότητα, αλλά ο θάνατος επέρχεται μόνο από εξωτερικές δυνάμεις -δεν υπάρχουν αυτοκτονίες- σε στιγμές όμως που είναι ευχαριστημένοι με τα όσα κατάφεραν στη ζωή τους και για αυτό ο θάνατος παρουσιάζεται γαλήνιος, ξεκούραστος και σαν ένα είδος κάθαρσης. Επίσης, ο έρωτας είναι ένα θέμα που ταλαιπωρεί αρκετά τους χαρακτήρες. Παρουσιάζεται όχι μόνο η δυσκολία του να βρεις το άτομο που μπορεί να σου γεννήσει τα παράφορα αυτά αισθήματα, αλλά και η δυσκολία του να ανταποκριθεί το άτομο αυτό στα πρότυπα και τα θέλω του άλλου προσώπου.
Πέρα από την τροπή των ιστοριών, ο τρόπος γραψίματος είναι ανατρεπτικός και πρωτότυπος. Προκαλεί εντύπωση η έλλειψη σημείων στίξης σε συγκεκριμένα σημεία. Η απουσία αυτή δείχνει το πόσο γρήγορα μιλάει ο χαρακτήρας και η ανάγκη του να βγάλει από μέσα του όλες του τις σκέψεις. Η προφορικότητα αυτή του λόγου μπορεί να συνδυαστεί με τις διάφορες περιγραφές που θυμίζουν τις οδηγίες που δίνει ο συγγραφέας στα θεατρικά έργα. Αυτό, όμως, γίνεται με διακριτικό και έμμεσο τρόπο χωρίς να ενοχλεί τον αναγνώστη θεωρώντας το περιεχόμενο επιτηδευμένο και στημένο. Παράλληλα, οι πράξεις και οι σκέψεις των προσώπων αποτυπώνονται με ρεαλιστικό τρόπο και συμφωνούν με τον χαρακτήρα τους ακόμα και αν φτάνουν στα άκρα ορισμένες φορές ή δεν μπορούν να εξηγηθούν λογικά. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η τάση του συγγραφέα να γράφει με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα λέξεων όχι επειδή βρίσκονται στην αρχή νέας πρότασης, αλλά επειδή είναι ο μόνος τρόπος για να δείξει την σπουδαιότητα των λέξεων αυτών.
Συνολικά, δεν δίνεται μεγάλη σημασία στον τόπο και τον χρόνο που εξελίσσονται τα γεγονότα, αλλά όπως αναφέρθηκε παραπάνω αυτό συμβαίνει γιατί στο επίκεντρο βρίσκεται ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι αυτός που έχει σημασία. Όλα όσα περιγράφονται μπορούν να συμβούν στον οποιοδήποτε ανεξαρτήτως χώρας, έτους, γένους, ηλικίας ή εθνότητας.
Επομένως, το θα ήθελα είναι ένα βιβλίο που θα πρότεινα σε όλους τους ενήλικους -λόγω ακατάλληλων σκηνών- να διαβάσουν έχοντας πάντα στο νου τους ότι όσο ακραία ή όσο καθημερινά και τους φαίνονται αυτά που περιγράφονται μπορούν να συμβούν στον καθένα, ακόμα και στους ίδιους.