Μια θέση κενή δίπλα μου οριοθετεί το μεταίχμιο της απουσίας σου που στάζει μοναξιά μέσα στην ψυχή μου κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπη με την βέβηλη πραγματικότητα του κενού σου. Περνάνε από δίπλα μου φωταγωγημένα καλοκαίρια και ανοιξιάτικες, αειθαλείς ημέρες και χαμηλώνουν το βλέμμα τους σε ένδειξη σεβασμού. Δανείζονται μετρημένα λεπτά και παραμένουν στυλωμένες στον ώμο μου προσδοκώντας έτσι να μου κρατήσουν μια πρόσκαιρη, σιωπηλή συντροφιά που θα ανακουφίσει το άλγος του νόστου. Κι όμως τις αρνούμαι κι αυτές αφήνοντάς τες να στρίψουν και να χαθούν πίσω από μια γωνιά του χρόνου, δίχως να γυρίσω ούτε μια φορά το κεφάλι μου για να χαιρετίσω την επίσκεψή τους.
Το βλέμμα μου αιχμαλωτίζει αδιάλειπτα η αυταπάτη μιας θαλασσινής αύρας που στεγνώνει τις υγρές άκρες των λησμονημένων μου ματιών. Επιμένω να ατενίζω την κυματοφίλητη αμμουδιά του «αύριο» που υπόσχεται να με εντάξει στην παρήγορη αγκαλιά της λήθης. Μιας λήθης που ξέρει να περιθάλπει ναυαγισμένες καρδιές που εξοκέλλουν στα παράλια του άλγους. Εν αναμονή της, φυλάω ανάσες και ελπίδες παράταιρες που στοίβαζα για καιρό κάτω από τα μύχια της ψυχής μου κι είχα σκοπό να τις κεντήσω επάνω στο δέρμα σου, σαν δανεικό φυλαχτό. Μα τώρα θα γίνουν προσφορές ικεσίας στην ευσπλαχνία του χρόνου, που καψαλίζει κάθε πνιγηρή μνήμη του «χτες».
Μια θέση κενή δίπλα μου, μου ορκίζεται να κρατήσει επ’ αόριστον ενέχυρη μέσα της κάθε μολυβιά του περιγράμματός σου, κάθε μνήμη σου ή λέξη που πρόφερες σε ακαθόριστες αλλοτινές στιγμές. Και δεν προσφέρει πια το σκαρί της σε περαστικά και τυχαία σώματα ίσαμε την ημέρα που θα εμφανιστείς και θα αφεθείς ξανά στην ζεστή της αγκαλιά.