Χρόνια τώρα, και ιδιαίτερα κατά την περίοδο των εορτών, τα βιβλία ταξιδεύουν από χέρι σε χέρι, είτε προσφερόμενα ως δώρα, είτε αγορασμένα ως σύντροφοι για τις κενές ώρες των διακοπών. Λίγοι όμως άνθρωποι συνειδητοποιούν, ότι τα βιβλία που προσφέρουν, δανείζονται ή αγοράζουν, αποτελούν εισιτήρια. Μπορεί να μην εξασφαλίζουν ταξίδια σε μαγικούς προορισμούς, αλλά αποτελούν εισιτήρια για διαφορετικούς κόσμους, υπαρκτούς και μη, φανταστικούς και πραγματικούς, για τόπους ιστορικούς ή κατασκευασμένους, ουτοπικούς ή δυστοπικούς, όμορφους ή άσχημους.
Καλώς ή κακώς, η επιλογή του βιβλίου ως τρόπου ψυχαγωγίας τείνει να αντικατασταθεί όχι μόνο από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση αλλά και πολλές άλλες μορφές ψυχαγωγίας που αναδύονται και θα εξακολουθήσουν να αναδύονται στην προσπάθεια ανταπόκρισης στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Γιατί όμως τα βιβλία υπάρχουν ακόμη; Υπάρχουν λόγοι, όχι ρομαντικοί αλλά ουσιαστικοί, να τα διαβάζουμε; Σύμφωνα με τον Μαρσέλ Προύστ: “Στην πραγματικότητα, κάθε αναγνώστης είναι, καθώς διαβάζει, αναγνώστης του ίδιου του του εαυτού.” Με άλλα λόγια, το βιβλίο επιτρέπει στον αναγνώστη του να πλάσει τον δικό του κόσμο, να προσαρμόσει (συχνά υποσυνείδητα) τα πρόσωπα και την πλοκή στις δικές του παραστάσεις και, πρωτίστως, να πλάσει έναν κόσμο που βασίζεται στις βιωμένες εμπειρίες, τη φαντασία, τη μνήμη και τις προτιμήσεις του. Συνεπώς, όσο σπουδαία κι αν δύναται να είναι η μεταφορά ενός έργου στη μεγάλη ή τη μικρή οθόνη, όσο κι αν το βιβλίο δεν μπορεί να φτάσει τις απροσπέλαστες αναπαραστατικές δυνατότητες άλλων μέσων ψυχαγωγίας, υπάρχει ένα στοιχείο που καθιστά την ανάγνωση μοναδική. Πρόκειται για την ικανότητα του βιβλίου να γονιμοποιεί τη σκέψη, να εξάπτει τη φαντασία και να αναγκάζει τον αναγνώστη να συγγράψει εκ νέου το έργο σε κάθε ανάγνωση.
Ωστόσο, η γονιμοποιητική και διεγερτική φύση του βιβλίου, δεν αποτελεί τον μοναδικό λόγο να διαβάζει κανείς βιβλία σήμερα! Ένας άλλος, αρκετά επιτακτικός λόγος αναφύεται όλο και πιο έντονα. Όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από το βιβλίο και τη συνήθεια της ανάγνωσης, τόσο πιο έντονα αποκοπτόμαστε από την πολιτισμική κληρονομιά μας, απορρίπτοντας ένα από τα ελάχιστα μέσα που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποί ανά τους αιώνες για να αφήσουν την παρακαταθήκη τους. Αν ξαφνικά η ζήτηση των βιβλίων αμβλυνθεί περισσότερο και εκείνα πάψουν να εκδίδονται και να επανεκδίδονται, τότε σαφέστατα το μεγαλύτερο μέρος της πολιτισμικής κληρονομιάς του κάθε τόπου θα καταλήξει να γίνει διάκοσμος μουσείων και βιβλιοθηκών ή ένα εργαλείο στα χέρια μόνο εξειδικευμένων επιστημόνων. Τα βιβλία θα εξακολουθήσουν να είναι προσβάσιμα, αλλά δε θα αποτελούν πλέον καθημερινότητα, δε θα αποτελούν πλέον ένα δίαυλο επικοινωνίας με το παρελθόν, δε θα γράφονται και θα ξαναγράφονται μέσα από τις αναγνώσεις κάθε γενιάς. Θα πάψουν να αποτελούν ένα μη στατικό, γόνιμο πεδίο διάδρασης και θα καταντήσουν νεκρές, στατικές απεικονίσεις ενός όλο και πιο μακρινού και δυσνόητου κόσμου.
Σύμφωνα με την βρετανίδα συγγραφέα Jean Rhys: “Το διάβασμα μας κάνει όλους μετανάστες. Μας παίρνει μακριά από τα σπίτια μας, αλλά το σπουδαιότερο, μας βρίσκει σπίτια παντού.” Ένα βιβλίο ανοίγει δρόμους και μονοπάτια. Η ανάγνωση δεν είναι χόμπι, αλλά τρόπος επικοινωνίας, επικοινωνίας με το παρελθόν, επικοινωνίας μα άλλους πολιτισμούς και πρωτίστως επικοινωνίας με τον ίδιο τον εαυτό μας. Δεν χρειάζεται κανείς να είναι αναχρονιστικός ή παλιομοδίτης για να διαβάσει ένα βιβλίο. Αντίθετα, για τους λάτρεις της τεχνολογίας υπάρχουν τρομερές δυνατότητες πρόσβασης σε βιβλία που σε άλλες εποχές θα αποτελούσαν άπιαστο όνειρο ή κρυμμένο θησαυρό. Ωστόσο, για τους πιο ρομαντικούς υπάρχουν τα μικρά βιβλιοπωλεία στα οποία μπορούν να αναπνεύσουν το μεθυστικό άρωμα των βιβλίων και να να γίνουν συμμέτοχοι στην μυσταγωγία της ανάγνωσης. Όσο για το συγκεκριμένο άρωμα, ο Carlos Ruiz Zafon γράφει:” Μπήκα μέσα στο βιβλιοπωλείο και ανέπνευσα εκείνο το άρωμα χαρτιού και μαγείας που, περιέργως, κανένας ποτέ δεν σκέφτηκε να εμφιαλώσει.”