«Φόβος ότι θα δω ένα περιπολικό να μπαίνει στο στενό όπου μένω
Φόβος ότι θα με πάρει ο ύπνος το βράδυ
Φόβος ότι δεν θα με πάρει ο ύπνος
Φόβος ότι το παρελθόν θα ξυπνήσει
Φόβος ότι το παρόν θα πετάξει
Φόβος ότι το τηλέφωνο θα χτυπήσει μες στη μαύρη νύχτα
Φόβος για τις καταιγίδες
Φόβος για τη καθαρίστρια που έχει ένα σημάδι στο μάγουλο !
Φόβος για τα σκυλιά για τα οποία μού έχουν πει πως δεν δαγκώνουν
Φόβος αγωνίας !
Φόβος ότι θα πρέπει να αναγνωρίσω το πτώμα ενός φίλου
Φόβος ότι θα μου τελειώσουν τα λεφτά
Φόβος ότι θα έχω πάρα πολλά, αν κι οι άνθρωποι δεν θα το πιστεύουν
Φόβος για τα ψυχολογικά προφίλ
Φόβος ότι θα αργήσω και φόβος ότι θα φτάσω πριν από όλους
Φόβος για τον γραφικό χαρακτήρα των παιδιών μου σε φακέλους
Φόβος ότι θα πεθάνουν πριν από μένα και ότι θα νιώθω ενοχές
Φόβος ότι θα πρέπει να ζήσω με τη γριά μάνα μου , όταν γεράσω
Φόβος σύγχυσης
Φόβος ότι η σημερινή μέρα θα τελειώσει με μια άσχημη είδηση
Φόβος ότι θα ξυπνήσω και θα έχεις φύγει
Φόβος ότι δεν αγαπώ και φόβος ότι δεν αγαπώ αρκετά
Φόβος ότι αυτό που αγαπώ θα αποβεί ολέθριο γι ‘ αυτούς που αγαπώ
Φόβος θανάτου
Φόβος ότι θα ζήσω υπερβολικά πολύ
Φόβος θανάτου
Αυτό το είπα»
Raymond Carver
Φόβος…Φόβος για το κάθε τι. Εσύ γιατί φοβήθηκες σήμερα; Γιατί φοβήθηκες χθες; Γιατί θα φοβηθείς αύριο; Ξυπνάς και κοιμάσαι με τον φόβο, με τον ίδιο φόβο. Φόβος για την κόρη σου που γύρισε πάλι μόνη μες τη νύχτα. Έκλαιγε βουβά. Κι εσύ; Κι εσύ δεν ήσουν εκεί. Φόβος για τον γιο σου που φώναζε πάλι στο τηλέφωνο. Τι συνέβη άραγε; Έμπλεξε; Ελπίζω να μην γίνει σαν και αυτούς μονολογείς. Σαν και ποιους; Μη βιάζεσαι θα μάθεις στη συνέχεια…
Και μέχρι τώρα σκεφτόσουν σαν τη μάνα, τη μάνα που πονάει, λυγίζει μα ποτέ δε πέφτει.
Και γυρνάς πίσω. Και γίνεσαι πάλι παιδί, έφηβος. Θυμάσαι…Δεν ήσουν και δα τόσο δυνατός.
Πάνε χρόνια. Μία 20ετία σχεδόν…
Είσαι στην εφηβεία και οι σκέψεις σε κατακλύζουν. Να που ξεχνάς που βρίσκεσαι τώρα.
Ανήμερα των γενεθλίων σου και πάντοτε σε πιάνει μια γλυκιά νοσταλγία. Μελαγχολείς βρε παιδί μου. Έτσι έκατσες και σήμερα να μετρήσεις μέχρι πού έχεις φτάσει. Αλήθεια, όσα κι αν σκεφτείς, το συμπέρασμα είναι ένα: πως μεγαλώνω, μαμά.
Μεγαλώνω, μαμά, και δεν ξενυχτάω πλέον κάθε βράδυ ως το ξημέρωμα τα καλοκαίρια. Αντιθέτως, δεν έχω την επιλογή να ξυπνήσω δίχως όρεξη. Πρέπει να βάλω τα καλά μου, να χαμογελάω σε όλους και να καταφέρω να συνυπάρχω και να δουλέψω με χίλιους δυο ανθρώπους. Ακόμα κι αν με χτυπούσε πάλι χθες, δεν έμαθα τον λόγο.
Είμαι μόνη.
Μεγαλώνω, μαμά, κι έμαθα πια για τα καλά τι θα πει ρουτίνα. Εγώ που μπορούσα να βγω στο δρόμο με πλακάτ να φωνάξω εναντίον της. Οι υποχρεώσεις κάποτε με πνίγουν, μαμά, δε θέλω να κλείνομαι σε καλούπια, δεν το αντέχει το πετσί μου να περιτριγυρίζομαι από υποχρέωση γύρω από «άσχημους» ανθρώπους. Κάποτε το μόνο που θέλω είναι να τρέξω σε σένα, μαμά, να χωθώ στην αγκαλιά σου, να μη με νοιάζει ο έξω κόσμος, αυτός που με τρομάζει. Θυμάσαι τότε που ήμασταν μαζί; Με προστάτευες. Δε φοβόμουν και μόνη μου έννοια ήταν η καλοπέρασή μου.
Μεγαλώνω, μαμά, κι οι φίλοι λιγοστεύουν. Το είδες. Το ένιωσες. Με ένιωσες κι ήσουν εκεί όταν σπάραζα για
την απουσία τους. Άρχισαν να μετριούνται σε όσους χαίρονται με τη χαρά μου και σπαράζουν περισσότερο κι από μένα με τη λύπη μου. Θυμάσαι, μαμά, κάποτε που δεν προλάβαινες να υπολογίσεις ονόματα φίλων; Τώρα λιγοστεύουν, μαμά, οι άνθρωποι αλλάζουν. Κοιτάζουν το συμφέρον τους όσο μεγαλώνουν, δεν αφήνουν κανένα μέρος της καρδιάς τους αγνό. Και με πονάει αυτό, μαμά. Με πονάει γαμώτο.
Νόμιζα πως οι φίλοι έχουν τη δύναμη να σε κρατάνε για πάντα παιδί – εκτός κι αν χαθούν. Και φοβάμαι, μαμά, εσύ το ξέρεις καλύτερα, ήταν πάντοτε ο εφιάλτης μου να μη με αγαπάνε όσοι αγαπώ. Και ο χρόνος γιατρεύει αλλά ο πόνος δε ξεθωριάζει μαμά…Κι ακόμα πονάω για τα περασμένα.
Μεγαλώνω μαμά, κι οι έρωτες δεν είναι πια όπως τους φανταζόμουν στα δεκάξι. Οι έρωτες τότε με σκότωσαν. Με σκότωσαν. Ξανά και ξανά και ξανά. Δεν είναι πια ατέλειωτες βόλτες, τσιγάρα και ξενύχτια. Οι έρωτες έχουν αγκάθια και πονάνε. Θυμάσαι πόσο με πόνεσαν; Πόσο έκλαψα…Πόσο διαλύθηκα… Σε θέλουν δυνατό κι εξηγημένο. Κι η αγάπη, με φοβίζει η αγάπη, μαμά. Θυμάσαι κάποτε που νόμιζα πως αγαπούσα πραγματικά, αλλά έφευγα με την πρώτη δυσκολία; Μεγαλώνω μαμά και καταλαβαίνω πως η αγάπη και το νοιάξιμο είναι μεγάλες ευθύνες. Πως οι σχέσεις δεν έρχονται αβίαστα, θέλουν φροντίδα, δουλειά και προσπάθεια. Κι εγώ μεγάλωσα, μαμά, και τόσο αυθόρμητη και παρορμητική…Τι θα κάνω τώρα;
Μεγαλώνω μαμά κι άρχισα να βιώνω τις απώλειες. Είναι αναπόφευκτο να χάνεις αγαπημένους σου μεγαλώνοντας κι αυτό είναι απ’ τα μεγαλύτερα πλήγματα της ενηλικίωσης. Φοβάμαι μαμά. Ας μεγαλώσω κι άλλο, αλλά μη μεγαλώνεις εσύ. Όχι, δε θέλω. Μη.
Μεγαλώνω, μαμά. Και για όλα εκείνα τα χρόνια που βιαζόμουν να μεγαλώσω, να βάλω τακούνια και γυαλιά, δε με προετοίμασε κανείς για το πόσο δύσκολος είναι ο έξω κόσμος, για το ότι οι άνθρωποι πληγώνουν και φεύγουν. Για το πόσο πρέπει να πονέσεις για να γίνεις δυνατός. Για το πόσο διαφορετικός θα γίνεις. Ποτέ ο ίδιος. Αλλαγμένος.
Μεγαλώνω μαμά κι η αγάπη κι ο έρωτας δεν είναι όπως στα παραμύθια. Τα λουλούδια και το πρωινό στο κρεβάτι δεν υπάρχουν πια. Τη θέση τους πήραν οι μελανιές, οι μελανιές κι οι φωνές.
Κι εσύ μπαμπά;
Γιατί με άφησες; Που ήσουν; Που είσαι τώρα;
Πού είσαι όταν σε χρειάζομαι; Πού είσαι τα βράδια όταν δε με πιάνει ύπνος; Πού είσαι να έρθεις να με φιλήσεις στο μέτωπο και να με καθησυχάσεις; Να έρθεις μετά από λίγο, να ανοίξεις δειλά δειλά την πόρτα για να δεις αν κοιμάμαι; Μου λείπει να παίζουμε σαν μωρά. Δεν είμαι μωρό πια. Μεγάλωσα. Με μεγάλωσαν…
Φοβάμαι το σκοτάδι μπαμπά. Όχι το πραγματικό σκοτάδι, δε με κατάλαβες. Το άλλο. Εκείνο που σε καταβροχθίζει σιγά σιγά. Δε το θέλω το σκοτάδι μπαμπά, δε μου αρέσει. Ξέρεις οτι πάντα αγαπούσα το φως. Όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι πηγαίναμε εκδρομές και εγώ γελούσα κάτω από τον ήλιο. Γελούσα πολύ κι έφτιαχνα κάστρα στην άμμο. Και μια μέρα τα κάστρα διαλύθηκαν. Διέλυσαν το παιδί που ήμουν. Εκείνο το παιδί πέθανε. Δε θα γεννηθεί ξανά.
Το νιώθω το σκοτάδι. Με δηλητηριάζει συνεχώς. Το νιώθω να απλώνεται σαν δηλητήριο στις φλέβες μου και εγώ αισθάνομαι ανήμπορη, ανίκανη να πράξω το οτιδήποτε. Και βλέπω το ίδιο όνειρο μπαμπά. Δεν είμαι δυνατή μπαμπά. Φοβάμαι μπαμπά.
Φοβάμαι μπαμπά μη γίνω ένας άνθρωπος κενός. Άδειος. Που δε νιώθει το παραμικρό συναίσθημα. Αυτό έγινα. Κι όποτε μου γελάς, έχω πάντα νεύρα. Μακάρι να ήξερες, να ήξερες και να με έσωζες όπως τότε, τότε που ήμουν μικρή.
Συνήθισα στην απουσία μου μπαμπά και με τρομάζει. Δε θέλω να είμαι μόνο μια ανάμνηση. Έχω ξεχάσει τη φωνή μου μπαμπά. Στα όνειρα μου, εμφανίζεται με ένα πρόσωπο θολό, χωρίς να μιλά. Μόνο ουρλιαχτά και ο ίδιος εφιάλτης. Το ίδιο όνειρο ξανά. Λίγο, έτσι, για να θυμηθώ… Έρχεται όποτε θέλει, καταστρέφεται και να που…χάνεται πάλι…
Και κάθε βράδυ επανάληψη…
Και εγώ ξυπνώ θέλοντας να σας φωνάξω για να έρθετε κοντά μου. Και εγώ σας φωνάζω μα εσείς δεν έρχεστε.
Και κάποτε έλεγα: Ας μη ξυπνήσω, κάνε θεε μου να μη ξυπνήσω.
Τώρα πια τα καταφέρνω μα ο εφιάλτης δεν υποχωρεί, δε φεύγει.
Και ξαφνικά βγαίνω απ’ τον λήθαργό μου.
Καληνύχτα μπαμπά.
Καληνύχτα μαμά.
Ραντεβού το βράδυ στα όνειρά μου…