Το μίσος ή αλλιώς La Haine, είναι μια ασπρόμαυρη, γαλλική ταινία του Ματιέ Κάσσοβιτς. Θεωρείται από πολλούς μια εμβληματική ταινία των ’90s, καθώς πραγματεύεται διάφορα κοινωνικά ζητήματα. Με άλλα λόγια, δίνει φωνή στους μη προνομιούχους, ώστε να αφηγηθούν την ιστορία τους και να παρουσιάσουν την δικιά τους οπτική και προσέγγιση απέναντι, κυρίως, στην κοινωνική τους περιθωριοποίηση.
Η κάμερα του Κάσσοβιτς, σίγουρα δίνει πρόσωπο και φωνή στις μειονότητες των υποβαθμισμένων συνοικιών του Παρισιού. Αποτυπώνει με ωμό ρεαλισμό την γαλλική πραγματικότητα. Επιλέγει να επικεντρωθεί στη νεανική ορμή των χαρακτήρων και αποφεύγει να προσδιορίσει χρονικά την ιστορία. Το όνομα της ταινίας προέρχεται από την έκφραση “Το μίσος γεννάει μίσος” που την αναφέρει ένας από τους χαρακτήρες της πλοκής, κατά τη διάρκεια, μιας αντιπαράθεσης που προκύπτει.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τρείς φίλους και μια σειρά γεγονότων που εκτυλίσσονται το ένα μετά το άλλο, κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, δηλαδή ενός 24ώρου. Ο Βίνς είναι ένας από τους πρωταγωνιστές, ο οποίος έχει εβραϊκή καταγωγή. Ο Σαΐντ είναι βορειοαφρικάνος και ο πιο επιπόλαιος μεταξύ των τριών. Τέλος, ο Υμπέρ είναι ένας μποξέρ αφρικανικής καταγωγής, που φαίνεται να είναι ο πιο ώριμος και συνειδητοποιημένος της παρέας. Μέσα από την φιλία τους αποδεικνύουν τόσο την πολυπολιτισμικότητα όσο και την ειρηνική συνύπαρξη των διάφορων εθνικοτήτων του Παρισιού και κατ’ επέκταση της Γαλλίας. Οι τρείς νέοι φαίνονται αγανακτισμένοι και ψυχικά κουρασμένοι. Όλα δείχνουν πως η μονότονη καθημερινή τους ρουτίνα, εκείνη την μέρα θα αλλάξει.
Η εξέλιξη της μέρας τους θα πάρει μια διαφορετική τροπή, γεμάτη ένταση και μια σειρά αλλεπάλληλων περιστατικών θα τους οδηγήσει σε ένα σοκαριστικό φινάλε. Ο Κάσσοβιτς έχει παραδεχθεί πως το φιλμ τάσσεται υπέρ των παιδιών που υφίστανται τη βία, τους δίνει την ευκαιρία να δείξουν τα δικά τους βιώματα και μας δίνει την ευκαιρία να δούμε για λίγο μέσα από τα μάτια τους και να κατανοήσουμε τα αδιέξοδα τους.
Στην αρχή της ταινίας ακούγεται το ανέκδοτο γι’ αυτόν που πέφτει από τον 20ό όροφο ενός κτηρίου και κατά τη διάρκεια της πτώσης του μονολογεί “Ως εδώ, όλα καλά”. Ο άνθρωπος αυτός συμβολίζει την κοινωνία. Μια κοινωνία που βρίσκεται σε συνεχή πτώση και που όλοι αγωνιούν τόσο για την πτώση όσο και για την προσγείωση της.
Μια άλλη, εξίσου, ενδιαφέρουσα σκηνή της ταινίας, είναι η τυχαία συνάντηση των νεαρών φίλων με έναν ηλικιωμένο άνδρα. Ο ηλικιωμένος αυτός αρχίζει να τους διηγείται μια ιστορία από τα παλιά με λόγια αινιγματικά. Όταν ένας από τους πρωταγωνιστές τον ρωτάει αν πιστεύει στον θεό, τότε αυτός απαντάει θέτοντας του διαφορετικά το ερώτημα “Πιστεύει ο θεός σ’ ‘εμάς;”. Μια ερώτηση που προβληματίζει και αποτελεί τροφή για σκέψη.
Αν και έχουν περάσει εικοσιεπτά χρόνια από την πρεμιέρα της, η ταινία δεν έχει χάσει ίχνος της διαχρονικότητας και της δύναμης της. Γι’ αυτό αποτελεί και ταινία τομή του ευρωπαϊκού σινεμά. Σημαντική στιγμή του φιλμ ήταν η βράβευση σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών.