Η “Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων” είναι ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα παιδικά βιβλία. Πρόκειται για ένα αριστούργημα της παγκόσμιας παιδικής λογοτεχνίας, που είναι δημιούργημα του Βρετανού συγγραφέα και μαθηματικού Lewis Carroll. Πρωτοεκδόθηκε το 1865 και, επί ενάμιση αιώνα, δεν έχει σταματήσει να προσφέρει συντροφιά μέσα από την φανταστική ιστορία του σε μικρούς και μεγάλους αναγνώστες. Έχουμε δει τα ομώνυμα κινούμενα σχέδια (1951) του Γουόλτ Ντίσνεϊ και την σχετικά πρόσφατη κινηματογραφική διασκευή (2010) του Τιμ Μπάρτον.
Η ιστορία αφορά ένα μικρό κορίτσι, την Αλίκη, που ακολουθεί ένα κουνέλι και πέφτει μέσα στην κουνελότρυπα του, ανακαλύπτοντας έτσι έναν καινούργιο κόσμο, την Χώρα των Θαυμάτων. Εκεί γνωρίζει την Βασίλισσα των Τραπουλόχαρτων, τον Τρελοκαπελά, την Κάμπια που κάπνιζε ναργιλέ και πολλούς ακόμα ιδιόρρυθμους χαρακτήρες. Γιατί όμως πολλοί υποστηρίζουν πως το βιβλίο κρύβει μια σκοτεινή πλευρά; Τι κάνει τόσο αντικρουόμενη την ιστορία;
Ο λόγος επικράτησης του διχασμού αυτού είναι οι φήμες περί ανήθικων συμπεριφορών και βίου του συγγραφέα. Πιο συγκεκριμένα, όταν έγραψε το βιβλίο στα μέσα του 19ου αιώνα, λέγεται ότι ήταν υπό την επήρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, δηλαδή τις περιπέτειες της Αλίκης, να τις είχε “βιώσει” ο ίδιος μέσω των παραισθήσεων του.
Η ιστορία μπορεί να θεωρηθεί ένας συνδυασμός μεταξύ παράλογου και φανταστικού. Οι αλλοπρόσαλλοι χαρακτήρες, η πλοκή της ιστορίας και τα περίεργα, πολλές φορές χωρίς λογική, σκηνικά που διαδραματίζονται, κάνουν φανερή την ύπαρξη μιας πνευματικής και ψυχικής αστάθειας. Η ηρωίδα, συχνά τα βγάζει πέρα, τρώγοντας ένα κέικ, πίνοντας ένα παράξενο ποτό ή δαγκώνοντας ένα μανιτάρι με μαγικές ιδιότητες. Στη δοκιμή του μανιταριού, κυρίως, πολλοί είδαν αναφορά στα παραισθησιογόνα μανιτάρια, υποστηρίζοντας πως το βιβλίο προωθεί με έμμεσο τρόπο τον πειραματισμό με την χρήση ναρκωτικών ουσιών, παρουσιάζοντας την σαν μια συναρπαστική εμπειρία.
Αμέτρητες είναι και οι υποψίες για τον λόγο δημιουργίας της ιστορίας. Έμπνευση για τη συγγραφή του έργου αποτέλεσε ένα δεκάχρονο κορίτσι, με το όνομα Αλίκη. Ο Lewis Carroll επινόησε τις Περιπέτειες της Αλίκης στην Χώρα των Θαυμάτων το καλοκαίρι του 1862, στη διάρκεια μιας βαρκάδας στον ποταμό Τάμεση, προκειμένου να διασκεδάσει τις ανήλικες κόρες ενός καλού του φίλου. Επιστρέφοντας από την εξόρμηση τους, το δεκάχρονο κορίτσι, που είχε ενθουσιαστεί από την αφήγηση του, του ζήτησε να γράψει την ιστορία και να της την δώσει. Δεν είναι λίγοι αυτοί που αμφισβητούν τις καλές προσθέσεις του συγγραφέα απέναντι στο μικρό κορίτσι και θεωρούν πως έκρυβε πιο πονηρούς σκοπούς με την συναναστροφή μαζί του. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι ο Lewis Carroll δεν αισθανόταν άνετα στην παρέα ενήλικων ατόμων, καθώς τραύλιζε. Γι’ αυτό επιδίωκε την παρέα με παιδιά, κυρίως με κορίτσια, που δεν έδιναν σημασία στο τραύλισμα του.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της πλοκής, είναι το μοτίβο αλλαγής του μεγέθους της πρωταγωνίστριας. Κάποιες φορές συρρικνώνεται και γίνεται μικροσκοπική και άλλες φορές γίνεται γιγάντια. Αυτό οφείλεται στο σύνδρομο, από το οποίο έπασχε ο ίδιος ο δημιουργός, εξαιτίας του οποίου αισθανόταν άλλοτε τεράστιος και άλλοτε πολύ μικρός.
Η ιστορία της Αλίκης παραμένει ένα κλασσικό παιδικό βιβλίο, ωστόσο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την σκοτεινή του πλευρά. Τόσο σκοτεινή, όσο και η ζωή του ίδιου του συγγραφέα του.
” Δεν μπορώ να με εξηγήσω, γιατί δεν νιώθω πως είμαι ο εαυτό” ,Αλίκη.