Όλοι μας έχουμε συνδέσει το ελληνικό καλοκαίρι με ήλιο, θάλασσα, καλό φαγητό και μπίρες στην παραλία, ρομαντισμό και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Ακόμα κι αν αυτό αποτελεί ουτοπία, ή μια προσωρινή διαφυγή, για τους περισσότερους, τέτοιες εικόνες περιμένουμε να δούμε όταν αναφερόμαστε σε καλοκαιρινές ελληνικές ταινίες. Τι γίνεται όμως στην αντίθετη περίπτωση, όταν είμαστε στην πόλη, με καύσωνα, χαλασμένο κλιματιστικό και τσιτωμένα νεύρα; Την απάντηση μας την έδωσε πριν από 23 χρόνια ο Γιάννης Οικονομίδης με μία ταινία – σταθμό για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά.
Σπιρτόκουτο (2002) – Οικογενειακό δράμα, 80΄
Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης
Σενάριο: Γιάννης Οικονομίδης & Λένια Σπυροπούλου
Πρωταγωνιστούν: Ερρίκος Λίτσης, Ελένη Κοκκίδου, Γιάννης Βουλγαράκης, Κώστας Ξυκομηνός
Είναι αδύνατο να συζητήσει κανείς για την ταινία αυτή χωρίς να αναφερθεί στο χωροχρονικό της πλαίσιο. Το 2002 η Ελλάδα είχε μόλις μπει στο ευρώ, ετοιμαζόταν για Ολυμπιακούς, το παλιό ΠΑΣΟΚ το ορθόδοξο ήταν ακόμα στην εξουσία, η εποχή των παχιών αγελάδων βρισκόταν στο απόγειο. Τα προβλήματα πολλά, ειδικά σε κοινωνικό επίπεδο, η οικονομική ευημερία επίπλαστη (όπως αποδείχθηκε, με καταστροφικό τρόπο, λίγα χρόνια αργότερα), ωστόσο εκείνη τη στιγμή – στην επιφάνεια – όλα δούλευαν ρολόι. Μπορεί ο υποφαινόμενος να ήταν πολύ μικρός την εποχή της κυκλοφορίας της ταινίας, και να την είδα με μπόλικο hindsight πάνω από μια δεκαετία αργότερα, ωστόσο θυμάμαι επαρκώς την ατμόσφαιρα της εποχής ώστε να αντιληφθώ το παράδοξο της ύπαρξης και μόνο μιας ταινίας σαν το Σπιρτόκουτο εν έτει 2002.
Κατ΄ αντιστοιχία, κινηματογραφικά, αλλά και τηλεοπτικά, η εγχώρια παραγωγή εστίαζε σε εύπεπτες, αν και όχι απαραίτητα φθηνές ποιοτικά, κωμωδίες, όπως τα Safe Sex (1999) και Το κλάμα βγήκε από τον παράδεισο (2001), με τις ανάλογες, αλησμόνητες τηλεοπτικές σειρές του Αλέξανδρου Ρήγα και του Χάρη Ρώμα. Ακόμα και στο δράμα, υπήρχε mainstream, δοκιμασμένη συνταγή, τόσο στις τεχνικές όσο και στη θεματολογία, είτε επρόκειτο για Αγγελόπουλο και Βούλγαρη, είτε για τα δακρύβρεχτα μακροχρόνια σίριαλ του Νίκου Φώσκολου. Η συγκίνηση έβγαινε είτε με ιστορίες εποχής, είτε με το έγκλημα, είτε με μεμονωμένες ιστορίες. Δεν υπήρχε ακόμα Greek Weird Wave, Λάνθιμος, Παπακαλιάτης, αντισυμβατικότητα και συμπεριληπτικότητα. Και, προς Θεού, δεν υπήρχε περίπτωση να επιτεθεί κανένα καλλιτεχνικό έργο, ευθέως και ανοιχτά, στον ιερό θεσμό της “αγίας ελληνικής οικογενείας”.

Αύγουστο στην Αθήνα χωρίς κλιματισμό, δε θέλει και πολύ να ανάψουν τα αίματα…
Στο παραπάνω περιβάλλον έρχεται, λοιπόν, ένας 35χρονος Κύπριος, ο οποίος δεν είχε γυρίσει καμία άλλη μεγάλου μήκους ταινία ως τότε, και δηλώνει “hold my beer”, καταπατώντας έναν προς έναν όλους τους προαναφερθέντες κανόνες. Επιτηδευμένα ερασιτεχνικό γύρισμα, με έντονη θεατρικότητα σε τέσσερις τοίχους, ευθεία επίθεση στα – τότε κρυμμένα κάτω από το χαλί – κακώς κείμενα της ελληνικής οικογένειας, από τις τοξικές σχέσεις μεταξύ των μελών μέχρι τον αδιανόητο ρατσισμό και μισογυνισμό της πλειοψηφίας, κι όλα αυτά σε ένα αθηναϊκό σπίτι που έβραζε, κυριολεκτικά (λόγω καύσωνα και έλλειψης κλιματισμού) και μεταφορικά, και το καζάνι δεν άργησε να σκάσει.
Προφανώς, με την παραπάνω προσέγγιση, και με το σκηνοθέτη και τους περισσότερους συντελεστές να είναι άγνωστοι στο ευρύ κοινό, η ταινία δεν “περπάτησε” τότε εμπορικά, και ανακαλύφθηκε αργότερα, όταν και δικαιώθηκε πανηγυρικά. Ακόμα και θεατές που δεν είχαν πρόβλημα με το περιεχόμενο και την αιχμηρή σκηνοθεσία αυτά καθαυτά, το γεγονός ότι η ταινία αποτελείται ουσιαστικά από ένα ασταμάτητο ξέσπασμα με αγριοφωνάρες, μπινελίκια και καυγάδες, χωρίς ανάσα επί 80 λεπτά, περιόρισαν την οπτική τους για την ταινία ως μια αιχμηρή καλτ καρικατούρα, άποψη την οποία συμμερίζονται αρκετοί και σήμερα, χωρίς μάλιστα να είναι εντελώς αβάσιμη.
Το Σπιρτόκουτο αποτελεί την ακραία, ζόρικη ακόμα και για τον έμπειρο θεατή (και πολύ περισσότερο για τους συντελεστές της στα γυρίσματα, όπως έχουν αποκαλύψει πολλοί εξ αυτών έκτοτε), επιθετική, ωμή και χωρίς κανένα ελαφρυντικό για τους χαρακτήρες της. Μια μικροαστική, καθωσπρέπει εξωτερικά, αλλά τοξική και χωρίς κανένα δεσμό στη βάση της, οικογένεια, η οποία καταρρέει κάτω από το ίδιο της το βάρος. Μέσα στην υπερβολή των καταστάσεων, επιστρατεύεται συχνά το πικρό χιούμορ (κλασικό παράδειγμα η γνωστή σκηνή “τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη”), το οποίο λειτουργεί εν μέρει ακόμα πιο διαπεραστικά στην απόδοση των νοημάτων του έργου, καθώς εκθέτει σε όλο τους το μεγαλείο τους “νοικοκυραίους” χαρακτήρες, τον κυνισμό τους, το μίσος και τις συγκρούσεις που αναδύονται όταν το χάρτινο οικοδόμημα καταρρέει.

Προπαντός ψυχραιμία
Όπως και ο Οικονομίδης, έτσι και οι περισσότεροι ηθοποιοί ήταν σχετικά άγνωστοι στο ευρύ κοινό, με επικεφαλής τον πρωταγωνιστή, στο ρόλο του πάτερ φαμίλιας, Ερρίκο Λίτση, και τον “Βαγγέλη” Γιάννη Βουλγαράκη, αμφότεροι τότε οριακά επαγγελματίες ηθοποιοί. Αυτό φάνηκε πως λειτούργησε υπέρ της ταινίας, καθώς οι ερμηνείες ήταν αυθεντικές, ενώ το πιθανότερο είναι πως πιο φτασμένα και καταξιωμένα ονόματα, είτε θα αρνούνταν να συμμετάσχουν σε κάτι τόσο ψυχοφθόρο και πειραματικό υπό τις οδηγίες ενός πρωτάρη δημιουργού, είτε θα επιχειρούσαν να μετριάσουν τον τόνο και το περιεχόμενο. Το Σπιρτόκουτο, ωστόσο, διαθέτει εγγενή αξία έτσι όπως είναι και μόνο, στην ολότητα της παράνοιας, της αναλέητης επίθεσης στο θεατή και της καταστρατήγησης κάθε καθιερωμένου κινηματογραφικού κανόνα. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο η ταινία είναι αδύνατο να σε αφήσει αδιάφορο, η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού είτε τη λατρεύει είτε τη μισεί.
Προσωπικά δε θεωρώ, σε καμία περίπτωση, το Σπιρτόκουτο ως κάποιο ιερό τοτέμ ή την ταινία που άλλαξε το ελληνικό σινεμά. Το στιλ είναι υπερβολικά αιχμηρό και η βεντάλια των τεχνικών του περιορισμένη, εμφανώς λόγω της απειρίας των συντελεστών. Οι επόμενες ταινίες του Οικονομίδη, όπως η Ψυχή στο Στόμα και η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς, στις οποίες χρησιμοποίησε ηχηρά ονόματα της τέχνης όπως η Μαρία Ναυπλιώτου, ο Βαγγέλης Μουρίκης και ο Βασίλης Μπισμπίκης, είναι πολύ πιο ραφιναρισμένες, προσεγμένες τεχνικά και σεναριακά. Ίσως γι αυτό το λόγο ο Οικονομίδης να θέλησε να επεξεργαστεί την ιδέα του και να την επανεμφανίσει ως το ομώνυμο θεατρικό μιούζικαλ, δύο δεκαετίες αργότερα.
Εντούτοις, αγαπώ την ταινία ακριβώς επειδή τόλμησε τότε, το αστραφτερό 2002, να πει αυτά που ίσχυαν καθολικά αλλά δεν κρύβονταν κάτω από το χαλί, επειδή πειραματίστηκε αλλά όχι αυθαίρετα, για την πρόκληση, αλλά είχε όντως θέμα, ιστορία και δομημένους χαρακτήρες, επειδή έδωσε ώθηση τόσο τον ίδιο τον Οικονομίδη, όσο και σε άλλους δημιουργούς να δοκιμάσουν αχαρτογράφητα νερά για τα ελληνικά δεδομένα, επειδή κατόπιν εορτής (κρίσης) δικαιώθηκε σχεδόν σε όλα, και, ναι το παραδέχομαι, επειδή είναι ξεκάθαρα αγαπημένο καλτ. Κάποιος/α μπορεί να γελάει με τις υπερβολικές ατάκες και τους τραγελαφικούς καυγάδες του Σπιρτόκουτου αναγνωρίζοντας την ίδια στιγμή, από άκρη σε άκρη του, τη σοβαρότητα και την αλήθεια όσων περιγράφει, την ορθότητα της πλειοψηφίας των θέσεων που ενστερνίζεται, και την εκ των υστέρων αποδεδειγμένη καλλιτεχνική του αξία. Όποτε το θερμόμετρο δείχνει 40 και βρίσκομαι στην πόλη, σκέφτομαι κάποια σκηνή ή ατάκα του. Και ξέρω πως δεν είμαι ο μόνος.







